Θεωρούνται υπεύθυνες για τον θάνατο του συζύγου τους και τις βάζουν στο περιθώριο.
Ο θάνατος τους αλλάζει το γένος, αλλά και τη ζωή! Στην Ινδία, οι γυναίκες που χάνουν τους άνδρες τους αποκαλούνται πλέον «αυτό», ένα ουδέτερο που παραπέμπει σε παρείσακτο «πράγμα», το οποίο εξοστρακίζεται στο περιθώριο της κοινωνίας. Αυτή την άδικη μοίρα βιώνουν στη χώρα 40.000.000 γυναίκες που κατά την επικρατούσα άποψη είναι μίασμα κακοτυχίας. Το ινδικό κράτος έχει δημιουργήσει γι’ αυτές τις γυναίκες ένα είδος καταυλισμών-γκέτο, τα «χωριά των χήρων», όπου γυναίκες όλων των ηλικιών ζουν όπως οι λεπροί.
«Η χηρεία είναι ένα καθεστώς κοινωνικού θανάτου, ακόμη και στις πιο υψηλές κάστες» δηλώνει η Μοχίνι Γκίρι, ακτιβίστρια υπέρ των γυναικείων δικαιωμάτων και υποψήφια για το Νόμπελ Ειρήνης το 2005. «Οι χήρες εξακολουθούν να θεωρούνται υπεύθυνες για τον θάνατο των συζύγων τους και απαιτείται από το κοινωνικό σύνολο η ζωή τους πλέον να υπόκειται σε πολλούς περιορισμούς που τις επηρεάζουν τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο» καταλήγει. Σίγουρα, το γεγονός ότι πλέον δεν τις καίνε μαζί με τους συζύγους τους είναι μια πρόοδος. Η πρόοδος όμως σταματά εκεί. Εγκαταλείπουν για πάντα τα χρωματιστά ενδύματα και τα κοσμήματά τους, ενώ ξυρίζουν τα κεφάλια τους. Ολα αυτά για να δηλώνουν ακόμη και σε επίπεδο εικόνας ότι παραιτούνται από τη σεξουαλικότητά τους, αλλά και από κάθε χαρά της ζωής. Επίσης, δεν κάνει να καταναλώνουν τρόφιμα, όπως το ψάρι, που θεωρούνται ότι «φουντώνουν» τη σεξουαλική επιθυμία.
Επειδή η λίστα των απαγορευμένων τροφών είναι μεγάλη, με έμμεσο τρόπο οι γυναίκες αυτές καταδικάζονται σε ασιτία. Οι επανειλημμένες πιέσεις από διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και κάποια βελτίωση στις υπηρεσίες Πρόνοιας της Ινδίας δημιουργούν κάποια σημάδια αισιοδοξίας για την τύχη αυτών των γυναικών. Ενδεικτικό είναι ότι η οργάνωση Sulabh International χορηγεί πλέον διπλάσιο επίδομα στις γυναίκες που φιλοξενούνται στην πόλη των χήρων, το Βρινταβάν. Μέχρι σήμερα οι περισσότερες από αυτές, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό, κατέφευγαν στην επαιτεία ή στην καλύτερη περίπτωση έβρισκαν κάποια δουλειά στα χωράφια των πιο ανοιχτόμυαλων ντόπιων.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ