Οταν ο πατέρας του τον… κρέμασε ανάποδα στο μηχανουργείο επειδή ήθελε να γίνει χορευτής.
Για τον Λάκη Γαβαλά, τον επονομαζόμενο «Mr LAK», που βρέθηκε από τα κοσμικά πάρτι και τα fashion show στις φυλακές Κορυδαλλού και τώρα πλέον απολαμβάνει τον αέρα της ελευθερίας, η ζωή μοιάζει σαν παραμύθι. Eνα παραμύθι που ξεκινά από τις γειτονιές του Πειραιά. «Γαβαλάς Απόστολος» φώναζε ο φιλόλογος -μακαρίτης πλέον- Καλόβουλος από την έδρα της Ελληνογαλλικής Σχολής «Αγιος Παύλος» στον Πειραιά. «Λάκης, κ. καθηγητά» τον διόρθωνε ο μαθητής. «Απόστολος ή Λάκης, η ερώτηση είναι η ίδια. Ξέρεις το μάθημα;» απαντούσε ο χιουμορίστας, πλην σοβαρός καθηγητής. Ο Λάκης Γαβαλάς, γιος του Διονύση Γαβαλά, ενός μάγκα μηχανουργού από τον Κορυδαλλό, ήταν ένα αδύνατο, μετρίου αναστήματος παιδί, ευγενής και πάντα καλοντυμένος. Δεν ήταν από τους καλούς μαθητές, αλλά τα κατάφερνε στα μαθήματα. Στα διαλείμματα δεν έπαιζε βόλεϊ με τους συμμαθητές του, ούτε χοροπηδούσε κάτω από τις μπασκέτες, όπως όλα τα αγόρια, στην «Ελληνογαλλική Σχολή Αρρένων» που αργότερα έγινε «μεικτό» και φιλοξένησε μέχρι και την Ελεονώρα Μελέτη. Στη γυμναστική όμως ήταν πρώτος! Εκτελούσε όλες τις ασκήσεις και διατηρούσε ένα ισχνό, πλην νευρώδες σώμα.
Οι παρέες στο σχολείο ήταν ελάχιστες, καθώς ο Λάκης δεν μπορούσε να ανεχθεί τη βαρβαρότητα των σπορ που απειλούσαν τον καθένα με μια αδέσποτη μπαλιά στο κεφάλι. Ετσι, καθόταν πάντα στις γωνίες, με τους ελάχιστους, που δεν έπεφταν με τα μούτρα στα σπορ για να εκτονωθούν, αφού η αδρεναλίνη και η τεστοστερόνη δεν είχαν -εκείνα τα χρόνια- εύκολες διεξόδους διαφυγής. Το πολύ πολύ κανένα «μπανιστήρι» στα γύρω μπαλκόνια, όπου τροφαντές οικοκυρές ή επαρχιωτοπούλες «υπηρέτριες» άπλωναν μπουγάδα ή έσκυβαν να σφουγγαρίσουν! «Εσώρουχο δεξιά!» φώναζε ο Γιώργος και όλη η τάξη γυρνούσε προς τα παράθυρα. Ο Λάκης όμως δεν γυρνούσε, προτιμούσε να διαβάζει περιοδικά ποικίλης ύλης, χωμένα μέσα στα βιβλία του σχολείου!
Από τη Δ’ Γυμνασίου, ο κυρ-Διονύσης, ο «Νιόνιος» για τους φίλους του, πήρε τον Λάκη στη δουλειά, στο μηχανουργείο. Μια αξιοπρεπέστατη και αποδοτική βιοτεχνία, που επισκεύαζε κυρίως μπουλντόζες Κατερπίλαρ. Ο νεαρός, που είχε άλλες βλέψεις και όνειρα, με το ζόρι ανεχόταν να φοράει τη φόρμα του μηχανουργού. Την περισσότερη ώρα είχε κολλημένο στο αφτί το τρανζίστορ, άκουγε ξένη μουσική και εκτελούσε διάφορες χορευτικές φιγούρες. Μάταια ο Νιόνιος προσπαθούσε να τον παροτρύνει, να τον κάνει να πιστέψει ότι θα ήταν ο διάδοχός του στο μηχανουργείο! Ο Αποστόλης είχε βάλει πλώρη για αλλού! «Ρε παιδιά, απορώ με τον γιο μου. Αναρωτιέμαι αν δεν πάρει το μαγαζί, τι δουλειά θα κάνει» έλεγε ο πατέρας στους φίλους του, στα ταβερνάκια που επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά με καλή παρέα.
Ηταν μάγκας γνήσιος ο Διονύσης Γαβαλάς. Εκείνα τα χρόνια δύο ήταν οι «ναοί» του λαϊκού τραγουδιού – και οι δύο στην «Οδό Οκτώ» στην Κοκκινιά και μάλιστα ο ένας απέναντι στον άλλον. Τα μαγαζιά του Κεφάλα και του Περιβόλα. Εκεί τραγούδησαν ο Καζαντζίδης, ο Περπινιάδης, ο Διονυσίου, ο Πάνος Γαβαλάς, η Ρία Κούρτη, ο Στελάκης, ο Παγιουμτζής, ο Τσαουσάκης και άλλοι μεγάλοι το λαϊκού και του ρεμπέτικου. Οταν ο Διονύσης έκανε τον γιο, τον Αποστόλη, κάηκε το πελεκούδι! Στα βαφτίσια του Λάκη τραγούδησε ο Βαγγέλης Περπινιάδης με τη Ρία Νόρμα! Σε τέτοιο περιβάλλον, γεμάτο λαϊκά ακούσματα, μεγάλωσε ο Λάκης Γαβαλάς. Μπορεί να έδειχνε τρυφερός και ευάλωτος, αλλά κατά βάθος έκρυβε ένα «μαγκάκι», κυρίως όταν θύμωνε και τσακωνόταν στην αυλή του σχολείου με όσους τον «πείραζαν». Κάθε χρόνο, του Αγίου Διονυσίου, στη γιορτή του πατέρα του, ο «Κεφάλας» και ο «Περιβόλας» μετακόμιζαν στο σπίτι τους στον Κορυδαλλό. Γι’ αυτό μην παραξενευτείτε αν δείτε τον Λάκη Γαβαλά να χορεύει βαρύ ζεϊμπέκικο. Το έμαθε από τον πατέρα του…
Εμεινε… ιστορική η τελική σύγκρουση με τον πατέρα του, που επέμενε να κάνει τον Λάκη μηχανουργό. Αφού εισέπραξε αλλεπάλληλες αρνήσεις, έδεσε τον γιο του στο «παλάγκο» και τον σήκωσε ψηλά με την αλυσίδα! «Ρε, τι θα γίνει με σένα;» του είπε οργισμένος. «Ο,τι και να κάνεις, εγώ θα γίνω Σειληνός!» απάντησε ο Λάκης και το επόμενο καλοκαίρι, στα είκοσι χρόνια του, χόρευε στο μπαλέτο του Βαγγέλη Σειληνού. Τότε γνωρίστηκε με τον Γιώργο Νταλάρα, με τον οποίο έκανε για λίγο καιρό παρέα. Τα λαϊκά ακούσματα του Λάκη, που άκουγε λαϊκά στο σπίτι και ρεμπέτικα στο σπίτι των γιαγιάδων του, της Νότας και της Φωτεινής (έτσι λένε και τις αδελφές του), τον οδήγησαν με την παρέα του στην πίστα του «Στορκ» όπου ο Νταλάρας είχε ένα μικρό μέρος του προγράμματος. Κάποια στιγμή βρέθηκαν μαζί στο «Κηποθέατρο» όπου παρουσιάζει επιθεώρηση ο θίασος της Ρένας Βλαχοπούλου και χόρευε το μπαλέτο του Βαγγέλη Σειληνού. «Αυτός θα γίνει μεγάλος τραγουδιστής» είπε ο Λάκης στους φίλους του και επαληθεύτηκε.
Στα 21 του χρόνια, ο Λάκης αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα. Μετακομίζει στην Ιταλία όπου χορεύει στο μπαλέτο της RAI. Η απόφαση εκείνη αλλάζει τελείως τη ζωή του. Από την Ελλάδα της μεταπολίτευσης βρίσκεται στη Ρώμη του κινηματογράφου και της τηλεόρασης! Αριστος στην επικοινωνία, κάνει γρήγορα γνωριμίες και μάλιστα υψηλές. Γνωρίζεται με τον Αρμάνι, τον Βερσάτσε και άλλους «θεούς» της μόδας. Καταλαβαίνει ότι ο χορός ήταν το κλειδί για να ανοίξει την πόρτα του παραδείσου του! Τη μόδα!
Η άνοδος, η ζάλη και η πτώση
Το 1980 ανοίγει ένα μαγαζί στη Ρόδο. Είναι η εποχή που το νησί συγκαταλέγεται στα in του ευρωπαϊκού τζετ σετ. Ο Λάκης κάνει «προπόνηση», καθώς ο μεγάλος του στόχος είναι η Αθήνα, το Κολωνάκι! Στη Ρόδο, ο Λάκης «ζεσταίνεται», ανεβαίνει συχνά στην Αθήνα, κατοπτεύει και τελικά καταλήγει στα σημεία όπου θα «χτυπήσει». Οταν αποφασίζει να κάνει το «μπαμ», όλα είναι μελετημένα. Το ύφος, η εκκεντρικότητα, το μυστήριο, η τρέλα, το πάθος. Ολα μαζί, σε μια συσκευασία, αλλά πάντα μέχρι ένα όριο. Ο Λάκης δεν «ξεφεύγει» εύκολα, μέχρι να καθιερωθεί. Οταν γίνεται ο «Ενας», αρχίζει η ζάλη που οδήγησε στα γνωστά γεγονότα, αφού η τυφλή εμπιστοσύνη που έδειξε σε πρόσωπα, πλην των αδελφών του, δεν ήταν η καλύτερη επιλογή.
Οι φίλοι του πάντως θυμούνται τον περίεργο νέο που φόρεσε από τους πρώτους «φουλάρι» και μπότες μυτερές με τακούνι α λα Beatles, τον Λάκη που σάρωνε στους διαγωνισμούς χορού στα night clubs. Τον Λάκη που εμφανίστηκε στο σχολείο με μπλούζα ναυτική με οριζόντιες ρίγες, γιακά «χαμόγελο» και κόκκινο μαντίλι στον λαιμό. «Τι είσαι, παιδί μου, γονδολιέρης;» τον ρώτησε ο αείμνηστος καθηγητής Νίκος Ευθυμίου. «Οχι, ο Ζακ Μπρελ!» του απάντησε ο Λάκης και τον άφησε ξερό. Θυμούνται ακόμη το μεσημέρι εκείνο στο «Coronado» στην πλατεία Ελευθερίας στον Κορυδαλλό, όπου εμφανίστηκε ο Λάκης -άρτι αφιχθείς από την Ιταλία- με ένα ανοιχτό αμερικάνικο αυτοκίνητο και τους «ξέρανε» όλους λέγοντας: «Ελάτε, βρε, να σας πάω για πίτσα στην παραλία»! Φυσικά πλήρωσε εκείνος, όπως πλήρωνε πάντα για την παρέα του. Στο τέλος όμως πλήρωσε ακριβά!
Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ