Ο ηθοποιός Μανώλης Δεστούνης, ύστερα από 52 χρόνια καριέρας, μιλά στην «Espresso» για τα χρόνια που πουλούσε τσιγάρα στους δρόμους και εκφράζει το μεγάλο παράπονό του για την Επίδαυρο
Κατάγεται από την Κεφαλλονιά και κουβαλάει ως σήμερα, ύστερα από 52 χρόνια καριέρας, την τρέλα και την ενέργεια της γενέτειράς του, που τον κρατούν νέο και δραστήριο. Ο Μανώλης Δεστούνης είναι ένας από τους τελευταίους μεγάλους κωμικούς μας, ο οποίος όμως έχει ερμηνεύσει δραματικούς ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου και της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΤΕΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΠΑ
Ο εξαιρετικός ηθοποιός, που περιγράφει την πορεία του στο σανίδι μέσα από το βιβλίο «Το οδοιπορικό ενός κωμωδού», μιλά στην «Espresso» για τη συνάντηση του Αλέκου Σακελλάριου με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο και το… συναξάρισμα στο διάλειμμα των γυρισμάτων της ταινίας «Η Αλίκη στο Ναυτικό», για τους τρεις γάμους που έκανε με την ίδια γυναίκα, τη μητέρα του γιου του Σωτήρη, αλλά και για την εποχή που -παιδάκι ακόμη- πουλούσε τσιγάρα στο κέντρο της Αθήνας μαζί με τον αδελφό του τον Γιώργο, προκειμένου να βοηθήσουν τη χήρα μάνα τους.
Με τη Βλαχοπούλου
Αγέραστος, ακούραστος και με όρεξη για κουβέντα, μας περιγράφει το περιστατικό όπου η Ρένα Βλαχοπούλου κατουρήθηκε -στην κυριολεξία!- πάνω στη σκηνή, ενώ αναφέρεται και στην αγγλική ταινία «Oedipus the king», στην οποία έπαιξε ως κορυφαίος του Χορού δίπλα σε «τέρατα» του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως ο Κρίστοφερ Πλάμερ, τον οποίον αποκαλεί «φιλαράκι», ο Ορσον Ουέλς κι ο Ντόναλντ Σάδερλαντ. Αξέχαστη έχει μείνει η ερμηνεία του στο «Ημερολόγιο ενός τρελού», που απέσπασε εξαιρετικές κριτικές, ενώ στην πορεία της καριέρας του είχε την ευκαιρία να λάβει πολύ καλά σχόλια από σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων, όπως ο Μάριος Πλωρίτης.
Αυτές τις μέρες ο ηθοποιός κάνει πρόβες με τον θίασό του στο Θέατρο Ελπίδας για το έργο «Πρόταση γάμου από μια αρκούδα» του Αντον Τσέχοφ, το οποίο μάλιστα σκηνοθετεί, με βοηθό τη Δέσποινα Παντελίδου. Η πρεμιέρα θα γίνει στα τέλη του μήνα και πρωταγωνιστούν επίσης οι Νίτσα Παγώνη, Αυγερινός Σουλόπουλος και Μαρί Πιτά.
Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια σας;
Αν και καταγόμαστε από την Κεφαλλονιά, είμαι ο μόνος από τα έξι αδέλφια μου που γεννήθηκα στην Αθήνα, είμαι Εξαρχειώτης. Στερνοπούλι και ορφανός από δύο χρόνων, ο χαϊδεμένος της μητέρας μου, την οποία όποτε θυμάμαι συγκινούμαι. Τη λέγανε Σωτηρία κι έτσι ονόμασα κι εγώ τον γιο μου Σωτήρη. Ο πατέρας μου είχε πάει στο χωριό, γιατί είχαμε Κατοχή, και πέθανε 56 χρονών από πρόβλημα στο στομάχι. Εγώ δεν τον γνώρισα. Η μάνα μου δούλευε καθαρίστρια και ξενόπλενε. Επειδή ήταν καλή μοδίστρα, μόλις τελείωνε τη ραπτική έμενε παραπάνω να καθαρίζει και το σπίτι, για να συμπληρώνει το μεροκάματο και να μας θρέφει. Είπαμε τότε να κάνουμε κι εμείς κάτι για να τη βοηθήσουμε. Η αδελφή μου, που είναι 10 χρόνια μεγαλύτερή μου, μας έβαλε με τον αδελφό μας, τον Γιώργο, να πουλάμε τσιγάρα σε Ομόνοια, Κάνιγγος, Πανεπιστημίου. Ο,τι βγάζαμε, πηγαίναμε στο ζαχαροπλαστείο και ταράζαμε το σάμαλι λόγω πείνας, κι έτσι γυρίζαμε σπίτι χωρίς φράγκο. Ή θα χωνόμασταν στο σινεμά το Ροζικλέρ, που έπαιζε δυο έργα καουμπόικα πάντα. Μας άρεσαν τα γουέστερν. Πουλάγαμε και κανένα τσιγάρο μέσα, ενώ άλλοι
έψηναν ρέγκα στην εφημερίδα.
Πότε χάσατε τη μητέρα σας;
Ηταν σημαδιακή η χρονιά. Το 1984 έκανα την ταινία «Αλλος για τον Παράδεισο» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Νίκο Ρίζο. Εκείνη τη χρονιά έπαθα την τρίτη γαστρορραγία μου -από μικρός είχα έλκος στομάχου- και πέθανε κι η μανούλα μου. Μάλιστα, ήμουν στο Νοσοκομείο Ελπίς και ήρθε ο γαμπρός μου να με ειδοποιήσει ότι πέθανε η μάνα μου. Βγάλαμε τους ορούς, υπέγραψα για να μπορέσω να φύγω από το νοσοκομείο και να πάω στην κηδεία. Δεν το ξεχνάω ποτέ αυτό. Ημουν 44 χρονών, μεγάλος, αλλά με νεανική καρδιά. Τη μάνα μου τη χάρηκα, τη γεύτηκα, την πήγα δύο φόρες στο Λονδίνο, στη Θεσσαλονίκη, στη Ρόδο αεροπορικώς, γιατί δεν είχε μπει ποτέ σε αεροπλάνο. Δόξα τω Θεώ τα μεγάλα χρόνια της τα ευχαριστήθηκε, δεν της έλειψε τίποτα.
Λέγατε από μικρός ότι θα γίνετε καλλιτέχνης; Πώς το αποφασίσατε;
Απέναντι από το σχολείο μου, το οποίο, όταν έβρεχε, έσταζε και μαζεύαμε όλα τα θρανία στην αντίθετη πλευρά, ζούσε ο Γιώργος Οικονομίδης με τα πεθερικά του, τον Χρήστο και τη Νίτσα Τσαγανέα. Από μικρός τους έβλεπα σχεδόν καθημερινά και τους θαύμαζα. Υστερα από περίπου 20 χρόνια έτυχε να συνεργαστώ μαζί τους. Με αγαπούσαν. Με φώναζαν «Μανωλάκη» κι εγώ τους είπα ότι τους έβλεπα από μικρός απέναντι απ’ το σχολείο. Είναι μνήμες που δεν ξεχνιούνται.
Πώς ξεκινήσατε όμως;
Ο Στρατός έπαιξε μεγάλο ρόλο. Εγώ ήθελα να γίνω τραγουδιστής, αφού λόγω Κεφαλλονιάς τραγουδούσα σωστά και το λέω πολύ σεμνά. Ομως και η μητέρα μου και τα αδέλφια μου τραγουδούσαν τέλεια. Στα γλέντια μας το ρίχναμε στις επτανησιακές καντάδες! Πήγα, λοιπόν, φαντάρος στην Κόρινθο, υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός, και με απέρριψαν λόγω… ερυθρών αποχρώσεων και μ’ έστειλαν σιτιστή στη Αξιούπολη.
Μια μέρα μας έβγαλαν έξω, διάλεξαν τους πιο ψηλούς, μας ρώτησαν διάφορα, ήξερα και λογιστικά γιατί είχα τελειώσει στο νυχτερινό Οικονομικό Γυμνάσιο, και ξαφνικά έρχεται στο τάγμα μου απόσπαση για τις βάσεις του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη. Με είχαν επιλέξει, χωρίς να το ξέρω, ως σιτιστή, διαχειριστή κι από εκεί ξεκίνησε η τύχη μου ως ηθοποιού, γιατί ήμουν συμπολεμιστής, παρότι δεν είχαμε πόλεμο, με τον Κώστα Παναγιωτόπουλο, τον γνωστό Bar-Bar. Είχε -και έχει- πολύ καλή πένα κι έγραφε σκετσάκια, τα οποία σκηνοθετούσα κι έπαιζα. Ετσι μου κόλλησε το μικρόβιο να γίνω ηθοποιός!
Κι έτσι πήγατε σε σχολή μετά τον Στρατό;
Ναι, ήμουν βέβαια λίγο μεγάλος. Πήγα στου Θεοδοσιάδη, όπου είχα καθηγητές το ανφάν γκατέ του ελληνικού κινηματογράφου, μεταξύ άλλων τους Μίμη Φωτόπουλο, Τίτο Βανδή, Ελένη Χατζηαργύρη. Με αγάπησαν πολύ, γιατί εκτός από το υποκριτικό ταλέντο μου -συγγνώμη που το λέω, αλλά νομίζω ότι έχω δικαίωμα ύστερα από τόσα χρόνια- έπαιζα κιθάρα, ήμουν η ψυχή των εκδρομών και των πάρτι της σχολής. Καλούσα τους πάντες σε αποκριάτικα γλέντια, έρχονταν κι ο φίλος μου ο Πέτρος Φυσσούν, ο Γιάννης Φέρτης και η Ξένια Καλογεροπούλου, ο σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλας, ο Ορέστης Λάσκος και μου έλεγαν «ρίξε ένα τραγούδι τώρα».
Πριν τελειώσω τη σχολή είχα την τύχη να παίξω δίπλα στον μεγάλο δάσκαλό μου, που τον λάτρευα, τον Μίμη Φωτόπουλο. Είχα έναν μικρό ρόλο. Επειδή, όμως, με αγαπούσε, έβαζε διάφορα για να μου τον μεγαλώνει! Πήρα κριτικές από σπουδαίους ανθρώπους, όπως ο Μάριος Πλωρίτης. Για μένα όλοι αυτοί οι μεγάλοι ζουν, δεν έχουν πεθάνει, γιατί τους βλέπουμε καθημερινά στις σπουδαίες ταινίες. Αρα ζουν!
Πολλή δουλειά, με αποτέλεσμα να μην προσέχετε τον εαυτό σας. Ετσι;
Αν δεν ήταν η γιατρός και συγγραφέας Τούλα Μπούτου, τώρα εγώ θα ήμουν στα… θυμαράκια! Είναι ο άνθρωπος που μου έσωσε τη ζωή, το alter ego μου. Οταν είχα εμφανίσει καρκίνο στον οισοφάγο, αν δεν ήταν εκείνη, να με πάρει από το αυτί να κάνω τις εξετάσεις μου, τώρα δεν θα ζούσα. Είναι ο φύλακας άγγελός μου. Τη λατρεύω, της οφείλω πολλά και θα είναι για μένα πάντα ένα αγαπημένο μου πρόσωπο. Κι έχω παίξει, βέβαια, και τα εννέα έργα που έχει γράψει για το θέατρο.
Στην τηλεόραση πότε κάνατε το ντεμπούτο σας;
Επαιξα στο πρώτο ελληνικό σίριαλ «Το σπίτι με τον φοίνικα», σε σενάριο της Κικής Σεγδίτσα, με τον Κώστα Καρρά και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Η τελευταία δουλειά μου ήταν το 2005 στο «Είσαι το ταίρι μου», όπου υποδύθηκα έναν γιατρό. Από τότε δεν με έχουν φωνάξει ξανά. Τους παλιούς τους έχουν βάλει σε δεύτερη μοίρα. Επειτα εγώ ποτέ δεν πήγα να χτυπήσω πόρτα παραγωγού ή θεατρώνη, είναι ο τύπος μου τέτοιος, η κεφαλλονίτικη τρέλα μου. Δεν το έκανα στα 25 μου, θα το κάνω τώρα; Και να σέρνομαι κάτω από την πείνα, δεν θα το κάνω, όπως δεν θα βγω ποτέ στην τηλεόραση να ζητήσω βοήθεια, όπως έκαναν άλλοι αγαπημένοι μου συνάδελφοι, που τους έβλεπα και θλιβόμουν. Δόξα τω Θεώ είμαι καλά, δεν πεινάω, αγωνίζομαι, δεν είμαι εύπορος, αλλά τα καταφέρνω. Στη σκηνή είμαι 28 χρόνων, τέτοια είναι η κινητικότητά μου, η σβελτάδα μου και η αντοχή μου. Το λέω και προκαλώ.
Πώς πήρατε την απόφαση να αναλάβετε το Θέατρο Ελπίδας σε μια τόσο δύσκολη εποχή;
Δυστυχώς, το ρισκάραμε σε αυτά τα δύσκολα χρόνια. Πρόπερσι το πήραμε. Το κρατάμε με νύχια και με δόντια, αλλά υποφέρουμε και στενάζουμε. Πήραμε το ρίσκο κι όπου βγει! Αν ήταν άλλες εποχές, θα περνούσαμε πιο καλά, γιατί από 1.800 ευρώ τη σύνταξή μου την πήγαν στα 800, δηλαδή στα μισά λεφτά. Αυτό είναι απαράδεκτο.
Τι θα λέγατε στον Αλέξη Τσίπρα, αν τον είχατε απέναντί σας;
Θα του έλεγα απλά «Ρε, Αλέξη, δεν είσαι εντάξει». Αυτό θα του έλεγα.
Εχετε μειώσει πράγματα λόγω της κρίσης;
Βεβαίως. Εκοψα τα αγγλικά του παιδιού μου, γιατί δεν βγαίνω. Επειδή η νονά του, η Λουίζα Χρονοπούλου, είναι Ελληνίδα και ζει στο Λονδίνο, το παιδί θέλει να πηγαίνει να τη βλέπει. Μια φορά τον συνόδεψα εγώ, του κάνω μαθήματα ο ίδιος και μιλάμε. Εχω παίξει σε δύο αγγλικές ταινίες, τις «Ο παράδεισος ανοίγει με αντικλείδι» και «Oedipus the king». Περνάμε δύσκολα, ας μην κρυβόμαστε, γι’ αυτό και η προσέλευση του κόσμου στα θέατρα είναι μικρή. Υπάρχει δυσκολία στην τσέπη. Υπάρχουν σκηνές και μικρά θεατράκια τα οποία φυτοζωούν, γιατί τη «μερίδα του λέοντος» την παίρνουν τα μεγάλα θέατρα. Εκεί τα εισιτήρια κοστίζουν από 25 ευρώ και πάνω κι εδώ μόλις 7 ευρώ και πάλι έρχονται λίγοι. Πρέπει, όμως, να βοηθιόμαστε μεταξύ μας, κοινό και καλλιτέχνες.
Με την τηλεόραση τι γίνεται;
Στην Ελλάδα σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν. Θα φέρω το παράδειγμα του Πολ Νιούμαν. Οχι ότι ταυτίζω τον εαυτό μου στο ταλέντο με αυτόν τον μέγιστο ηθοποιό, στην ομορφιά μάς συγκρίνω (γέλια). Πήρε το Οσκαρ μεγάλος, στα 80 χρόνια του, όταν έπαιζε στο «Χρώμα του χρήματος». Και μέχρι τα 88, όταν πέθανε, πάλι έπαιζε. Ο Μάικλ Κέιν είναι 89 κι ακόμη πρωταγωνιστεί. Ο Κρίστοφερ Πλάμερ, το φιλαράκι μου, που έχουμε παίξει μαζί στο «Oedipus the king», όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τα ίδια.
Τότε τον μάντη Τειρεσία ενσάρκωνε ο Ορσον Ουέλς και Κορυφαίος του Χορού ήταν ο Ντόναλντ Σάδερλαντ. Με τον τελευταίο τρεις μήνες κάναμε παρέα διακοπές στην Κέρκυρα, αλλά ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκα αυτή τη γνωριμία για διεθνή καριέρα. Με τα λεφτά της ταινίας έζησα ενάμιση χρόνο στο Λονδίνο και παρακολούθησα μαθήματα στην Drama School. Είχα βρει δουλειά και δυο μέρες προτού πάω έλαβα ένα γράμμα ότι η μάνα μας ήταν σοβαρά. Πήρα το αεροπλάνο και γύρισα πίσω. Βρήκα τον Φωτοπουλο και πήγα στον θίασό του. Στο Λονδίνο επέστρεψα άλλες 500 φορές, ως τουρίστας.
Ο έρωτας τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;
Σημαντικότατο, αλλά έχω το χάρισμα να μην επιδεικνύομαι. Είχα πολλές σχέσεις, αλλά δεν αποκάλυπτα τίποτα κι αυτό ήταν που εκτιμούσαν οι γυναίκες, ειδικά εκείνες που ήταν από το θέατρο. Πολλές από αυτές ζουν σήμερα και είναι καλά. Εχω κάνει τρεις γάμους με την ίδια γυναίκα. Η Αννα Μαρία Βιδάλη ήταν μοντέλο, πήγε όμως σε σχολή κι έγινε ηθοποιός. Τη μια Κυριακή παντρευτήκαμε με καθολικό γάμο και την επόμενη κάναμε τον ορθόδοξο. Μείναμε μαζί 10 χρόνια, χωρίσαμε γιατί δεν τα πηγαίναμε καλά και έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα, την παντρεύτηκα ξανά κι είμαστε μια χαρά με τον Σωτηράκη μας.
Πείτε μας πράγματα που συνέβησαν πίσω από τις κάμερες!
Δεν το κρύβω ότι είχαμε και τα τυχερά μας, με διάφορες σταρλετίτσες που ήθελαν να φανούν. Εκτός αυτού, ήμουν κι ωραίος άντρας! Κάναμε το πιο πολύ γέλιο με τον Νίκο Σταυρίδη εκτός πλατό. Σε μια ταινία που γυρίζαμε, υποτίθεται ότι τρέχαμε στον Μαραθώνιο κι έτσι περιμέναμε να γίνει ο -πραγματικός- Διεθνής Μαραθώνιος, στη μνήμη του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ωστόσο δεν μας άφηναν να μπούμε, γιατί ήταν επίσημος αγώνας. Ο Καρανάσος, ένας από τους τεχνικούς, έκανε διάφορα και έβγαζε γέλιο. Εμεινε, λοιπόν, με το σώβρακο και το φανελάκι κι αφού έστησε την κάμερα, μπήκε στον αγώνα κι έτρεχε. Οταν τον σταμάτησαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, τους είπε «Σουηδός αθλητής»! Εκανε είσοδο τρέχοντας και κάπως έτσι έγινε το γύρισμα. Από τότε έχει μείνει αυτό!
Αυτός εφηύρε το… συναξάρισμα -όπως το συναξάρι που κάνει ο παπάς- κι εμείς δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε. Αυτό το είχε κάνει επιστήμη ο Αλέκος Σακελλάριος. Κάποτε ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε πάει να δει τη Βουγιουκλάκη, η οποία έκανε γυρίσματα για την ταινία «Η Αλίκη στο Ναυτικό». Στο διάλειμμα τον… περιέλαβε ο Σακελλάριος και του έλεγε ασυναρτησίες. Τον ρωτάει «καταλάβατε;» κι εκείνος απάντησε «ναι». Βλέποντας όλους να έχουν πέσει κάτω από τα γέλια, τον ξαναρώτησε ο Σακελλάριος: «Μεγαλειότατε, καταλάβατε τι σας είπα;»
«Οχι» απάντησε ο τέως και τότε ο θρυλικός σκηνοθέτης τού εξήγησε τι εστί… συναξάρισμα. Τότε άρχισαν όλοι να γελούν, ακόμη κι εκείνος. Μόνο η αδελφή του, η Ειρήνη, είχε ξινίσει τα μούτρα της. Η Ρένα Βλαχοπούλου, επίσης, ήταν ένας χείμαρρος γέλιου. Περνούσαμε ονειρεμένα. Μετά την «Κόμισσα της Κέρκυρας» έκανε μια παρωδία του νούμερου της Λάιζα Μινέλι στο «Καμπαρέ», την ταινία που είχε πάρει και Οσκαρ.
Η Ρένα έκανε τη Μινέλι κι εγώ τον δημοσιογράφο που προσπαθούσε να της πάρει συνέντευξη. Η γλυκιά μου κάθε βράδυ προσπαθούσε να με κάνει να γελάσω. Το ’71 με τη Χούντα οι μεγάλοι ηθοποιοί «έπαιζαν» με τον κόσμο. «Ορίστε, λυσσάξατε, χούντα και χούντα. Τι πάθατε; Ωραία περνάτε, σας βλέπω όλους, φράπες είσαστε, ροδοκόκκινοι» είπε η Ρένα από τη σκηνή. Τότε πετάχτηκα και της είπα: «Κι εγώ;» Ημουν εκείνη την εποχή σαν… σανίδα, με ένα στενό κοστούμι, σαν σπλινάντερο! Γύρισε, με κοίταξε και έβαλε τα γέλια! Τότε είδα μια… λιμνούλα γύρω από το μάξι φουστάνι της. Της έκανα νόημα και μου είπε: «Κατουρήθηκα, η που…α» κι έφυγε από τη σκηνή.
Πώς πήρατε την απόφαση να γράψετε το βιβλίο «Το οδοιπορικό ενός κωμωδού» (σ.σ.: Εκδόσεις Εντύποις); Ηταν όνειρο ζωής;
Δεν το ξεκίνησα ως αυτοβιογραφία – γιατί ποιος είμαι εγώ; Δεν είμαι ο Βέγγος. Αρχισα να εξιστορώ τη ζωή μου από παιδί, περνώντας μέσα διάφορα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα μας. Το βιβλίο το πάλευα εδώ και 15 χρόνια και βρήκα έναν καλό εκδότη τον Γιάννη Κρανιά. Πάει πολύ καλά, γιατί μέσα έχω πολλά ευτράπελα και κάποια σόκιν, που αλλιώς είναι να τα διαβάζεις κι αλλιώς να τα ακούς. Εχει πολύ ενδιαφέρον η ζωή μου, γιατί έχω πατήσει και στις τέσσερις ηπείρους. Μόνο Αυστραλία δεν έχω πάει. Ελπίζω να πάω τώρα, γιατί η ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης θέλει να κάνω παρουσίαση του βιβλίου εκεί.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά σας;
Ο γιος μου, ο Σωτήρης, εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη περιουσία μου. Ακολουθούν η αγάπη του κόσμου και η Τούλα Μπούτου. Η γυναίκα μου έτσι κι αλλιώς υπάρχει, γιατί είναι ιερό πρόσωπο, είναι η μητέρα του γιου μου.
Θα ακολουθήσει τα χνάρια σας;
Μικρός έπαιζε θέατρο σκιών και ξέρει 30 έργα με τον Καραγκιόζη του Σπαθάρη, του οποίου ήταν μαθητής στα έξι χρόνια του. Τώρα βλέπω ότι γλυκοκοιτάζει το θέατρο και πρόσφατα μου είπε «μπαμπά, αν τελειώσω το λύκειο να πάω κι εγώ στη δραματική σχολή;». «Σε δραματική σχολή θα πας, θα δουλέψεις και μετά θα σε βάλω στο θέατρο» του απάντησα. Γιατί, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Δημήτρη Χορν, «Ηθοποιός σημαίνει φως», όμως σημαίνει και νερό, τηλέφωνο, πείνα, έλκος στομάχου, πίκρα, αγωνία. Και χάρες και δόξες βέβαια, όταν καταξιωθείς.
Ποια είναι η πιο ακραία αντίδραση από θαυμαστή που έχετε ζήσει;
Τη μεγάλη λατρεία του κόσμου την ένιωσα, όταν έκανα τον κλόουν Μπόζο. Περνούσα από την Πανεπιστημίου και κόρναραν τα ταξί. «Γεια σου, ρε Μπόζο» φώναζαν.
Πώς είναι η σχέση σας με την Εκκλησία;
Εχει κλονιστεί, αλλά εγώ κοινωνώ γιατί πάω και το παιδί μου να κοινωνήσει. Ενας φωτισμένος άνθρωπος, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος, είναι Κεφαλλονίτης κι έχουμε επαφές. Με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο έχω πολύ καλές σχέσεις. Είχα πάει στο Φανάρι και καθίσαμε δύο ώρες στο γραφείο του. Μου χάρισε το βιβλίο του – θα του στείλω και το δικό μου, γιατί του το οφείλω, μου έδωσε κι έναν χρυσό σταυρό. Νιώθω πως… φωτίστηκα από εκείνον.
Σας έχει βοηθήσει ο Θεός;
Ναι, κάποτε που τον παρακάλεσα. Πιστεύω στα θαύματα, τα οποία ξεκινάνε από την πίστη του ανθρώπου και μόνο. Στην Κεφαλλονιά έχουμε τον άγιο Γεράσιμο. Σε λιτανεία, όπου ήμουν παρών, ένας ψυχικά άρρωστος άνθρωπος, ο οποίος ήταν δεμένος κι έβγαζε αφρούς από το στόμα, άρχισε να γαληνεύει μόλις πέρασε από πάνω του το σκήνωμα του αγίου. Κοιτούσε τον κόσμο κι έλεγε «έγινα καλά». Αρα πιστεύω στη δύναμη της πίστης. Οποιοσδήποτε πιστέψει σε κάτι ακράδαντα είμαι σίγουρος ότι θα το κατορθώσει.
Εχετε κάποιο παράπονο;
Το μεγάλο παράπονο της ζωής μου είναι ότι δεν έχω πατήσει πότε το χώμα της Επιδαύρου. Δεν έχω παίξει ποτέ στο Αρχαίο Θέατρό της, ενώ έχω εμφανιστεί σε όλα τα άλλα της χώρας μας αλλά και του εξωτερικού: στην Εφεσο, στην Τροία, στη Σικελία.