❱❱ Το «αηδόνι της Ρούμελης» μοιράζεται με τους αναγνώστες της «Espresso» όλα εκείνα που σημάδεψαν την τεράστια καριέρα του
Από τον
ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΙΖΑ
Από τα πέτρινα παιδικά χρόνια στο χωριό Βελενίκος της Φωκίδας, στην απόλυτη δόξα με τα εκατοντάδες υπερατλαντικά ταξίδια στον απόδημο Ελληνισμό και τα 1.000 ηχογραφημένα τραγούδια!
Αυτό το συναρπαστικό ταξίδι ζωής εξιστορεί στη βιογραφία της, με τίτλο «Σοφία Κολλητήρη: Το αηδόνι της Ρούμελης», μία από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες του δημοτικού μας τραγουδιού. «Ενα βιβλίο που γράφτηκε για να δοθεί αφιλοκερδώς μόνο σε φίλους και για να ξέρει ο κόσμος τη ζωή μου» λέει συγκινημένη η Σοφία Κολλητήρη, δίνοντας αποκλειστικά στην «Espresso» αποσπάσματα από μια διαδρομή που έχει γραφτεί με πολύ μόχθο, αλλά με χρυσά γράμματα στο πάνθεον της ελληνικής δισκογραφίας.
Η λατρεία του κόσμου
Στις 300 σελίδες του η τραγουδίστρια, που ύμνησε το δημοτικό μας τραγούδι και την οποία ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε ονομάσει «θηλυκό Καζαντζίδη», αναφέρεται στην πολύχρονη διαδρομή της και στη λατρεία που της έδειξε ο απλός λαός όλα αυτά τα χρόνια. «Ημουν δώδεκα χρονών, μόλις είχα τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Την εποχή εκείνη η οικογένειά μας αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες. Είχαν απολύσει τον πατέρα μου από την υπηρεσία του για λόγους αγνώστους σε μένα. Ηταν φύλακας φυλακών. Ηταν πολυμελής η οικογένειά μας. Εφτά παιδιά. Εγώ ήμουν η δεύτερη στη σειρά. Είχαμε και μια γιαγιά άρρωστη και ανήμπορη στο σπίτι. Βρεθήκαμε χωρίς τα έσοδα του μισθού, χωρίς παραγωγική υποδομή αγροτικής και κτηνοτροφικής ζωής στο χωριό.
Ο πατέρας μου ήταν αυστηρός στην οικογενειακή αγωγή, αυταρχικός, θα έλεγα, αλλά υπερπροστατευτικός. Δεν με άφηνε να πάω ούτε στη σχολική κατασκήνωση όπου πήγαιναν τα άλλα παιδιά του χωριού. Για την επιβίωση της οικογένειας έγινε καλλιεργητής στα λιγοστά χωράφια που είχαμε, εργάτης δεξιά κι αριστερά, ψαράς και όχι μόνο. Η μητέρα μου, ορφανή από τριών ετών από μάνα, μια αναλφάβητη αλλά πανέξυπνη γυναίκα. Καρτερική στις δυσκολίες» τονίζει η τραγουδίστρια.
«Ηταν μια μάνα φιλόστοργη. Σε αυτήν καταφεύγαμε στις υπερβολές της αυστηρότητας του πατέρα…» περιγράφει το «αηδόνι της Ρούμελης», που συνεχίζει την αφήγησή του, την οποία κατέγραψε στο κασετοφωνάκι του ο σύζυγος και βιογράφος του Δημήτρης Βαβάτσικος, με τον οποίο είναι μαζί 52 χρόνια!
«Στο σπίτι οι γονείς μου έκαναν συζητήσεις για την έξοδο από τις οικονομικές δυσχέρειες. Στο τραπέζι έπεφταν προτάσεις ένα σωρό. Ενα ενδεχόμενο που συζητήθηκε ήταν να μεταναστεύσω στην Αυστραλία, όπου είχαν πάει πολλά από τα πρώτα μου ξαδέλφια. Η ανάγκη της επιβίωσης ήταν το οικογενειακό momentum όταν πάρθηκε η απόφαση να βγω στη δουλειά… Η ανάγκη κάθε μέρα όλο και περισσότερο φανέρωνε το σκληρό, το απεχθές, το μισερό πρόσωπό της. Πέτρινα ήταν εκείνα τα χρόνια, θυμάμαι. Ζούσα από κοντά όλες τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της οικογένειας και η παιδική μου ψυχή πάγωνε από την αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Εν τω μεταξύ, η δασκάλα μου, η γυναίκα του δασκάλου που είχε γνώσεις μουσικής, είχε ανακαλύψει την καλή φωνή μου, όπως έλεγε…»
Ωστόσο, τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι δεν θα είναι εύκολα σε μια άκρως συντηρητική κοινωνία, που τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα ο κόσμος τα έβλεπε με μεγάλη καχυποψία. «Στη συντηρητική κοινωνία της εποχής ήταν πολλοί αυτοί που είδαν την απόφαση σαν πράξη αποκοτιάς. Μερικοί μίλησαν για πράξη ηρωική. Πράξη αυτοθυσίας, τύπου Ιφιγένειας, για να φυσήξει “ούριος άνεμος” και να ταξιδέψει το πλοίο της οικογένειας με το πολυμελές πλήρωμά του. Μουσικές σπουδές σε ωδεία και μουσικά σχολεία ήταν αστείο και να τα διανοηθεί κάποιος για τις συνθήκες εκείνης της εποχής. Το διαπιστωμένο και γνωστό σε όλους χάρισμα της καλής φωνής ήταν βέβαια το απαραίτητο εφόδιο για το μουσικό ταξίδι που αποφάσισα να κάνω. Το ρεπερτόριο ήταν πολύ περιορισμένο. Ηξερα μερικά τραγούδια και όχι ολοκληρωμένα που είχα ακούσει στα πανηγύρια του χωριού… Μόλις είχα τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Από τα θρανία του βρέθηκα στο πάλκο χωρίς να το καταλάβω. Αφησα τα μολύβια και τα τετράδια από τα χέρια μου και πήρα το ντέφι και το μικρόφωνο. Από τα ξέγνοιαστα παιχνίδια ανέλαβα επαγγελματικές ευθύνες και υποχρεώσεις» περιγράφει και αναφέρεται και στο πρώτο της σουξέ! «Το τραγούδι ωστόσο που με καθιέρωσε ήταν ο “Σελήμπεης”, που, σύμφωνα με στοιχεία της δισκογραφικής εταιρίας, η κυκλοφορία του έχει ξεπεράσει τις 1.000.000 εγγραφές», χωρίς ωστόσο ποτέ να της έχει απονεμηθεί χρυσός δίσκος! Ο Γιώργος Παπασιδέρης, ο Γιώργος Κόρος, ο Δημήτρης Ζάχος, ο Βασίλης Σαλέας, αλλά και η Γλυκερία και η Χάρις Αλεξίου είναι μερικές από τις συνεργασίες των 60 χρόνων καριέρας που έχει στο ενεργητικό της η Σοφία Κολλητήρη, τις οποίες μνημονεύει μέσα στο βιβλίο της.
«Το καλοκαίρι του 1962 η καριέρα μου άρχισε να απογειώνεται. Το κλαμπ των ανώνυμων φανατικών θαυμαστών μου είχε γίνει πολυάνθρωπο. Ο Καζαντζίδης ήταν και παραμένει ο θρύλος του λαϊκού τραγουδιού. Η δισκογραφική μου εταιρεία Columbia μου πρότεινε να συνεργαστώ μαζί του στο Φαληρικόν στο Φάληρο. Ηθελε να με προωθήσει στο λαϊκό τραγούδι. Εβρισκε τη φωνή μου κατάλληλη. Δέχθηκα με ευχαρίστηση. Ετσι, εκείνο το καλοκαίρι δεν βγήκα στα πανηγύρια και στις άλλες εκδηλώσεις της επαρχίας. Στο κέντρο τραγουδούσε και η Μαρινέλλα, με την οποία γίναμε φίλες. Ηταν μια συνεργασία καθοριστική για την καριέρα μου.
Οι θαυμαστές
Ο κόσμος μάλιστα τότε αλλά και σήμερα με ονόμασε “θηλυκό Καζαντζίδη”. Οι θαυμαστές μου διχάστηκαν. Αλλοι το άκουσαν με δυσφορία, διότι ήθελαν να με ακούν μόνο στα δημοτικά τραγούδια, και άλλοι το δέχθηκαν με χαρά. Ολοι, ωστόσο, έρχονταν στο Φαληρικόν να με ακούσουν μαζί με τον Καζαντζίδη και να χορέψουν. Εδιναν παραγγελίες, χόρευαν και πλήρωναν χαρτούρα, όπως στα πανηγύρια…»
«Κάποτε θα χτυπήσει και για μένα το καμπανάκι»
Στις 300 σελίδες της βιογραφίας της η Σοφία Κολλητήρη μιλάει για την καλλιτεχνική αποχώρηση που σχεδιάζει, αν και ήδη εδώ και μερικά χρόνια εμφανίζεται σπανίως στις εκδηλώσεις όπου την καλούν, θέλοντας σιγά σιγά να βάλει τελεία στην 60χρονη καριέρα της.
«Ο χρόνος που όλα τα δαμάζει και όλα τα φθείρει θα ήμουν αφελής να πιστεύω ότι εμένα θα με ξεχάσει, όπως πιστεύουν και μου λένε πολλοί θαυμαστές μου. Κάτω από την αψίδα του θριάμβου όλοι ήταν περαστικοί.
Κάποτε θα χτυπήσει και για μένα το καμπανάκι της τελευταίας στροφής πριν από το τέρμα. Κάποτε και οι ήρωες κουράζονται και γίνονται βετεράνοι.
«Να τραβήξω το καλώδιο»
Δεν θα αποτελέσω εγώ εξαίρεση. Θα αφήσω τον χώρο ελεύθερο για τους νεότερους. Βεβαίως, θέλω να απαλλαγώ από τις ευθύνες των επαγγελματικών υποχρεώσεων, “να τραβήξω το καλώδιο από την πρίζα”. Ποια δουλειά δεν είναι κατά κάποιον τρόπο δουλεία; Βιοποριστικό ήταν το επάγγελμά μου.
Ούτε από πλεονεξία δούλευα ούτε από εργασιομανία. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα. Ο άντρας μου είναι λάτρης του τραγουδιού. Με στηρίζει στη δουλειά μου και είναι μόνιμος συνοδός μου…» αναφέρει.
«Πήγα σε όλες τις χώρες όπου υπήρχαν Ελληνες…»
Η Σοφία Κολλητήρη ευτύχησε να γυρίσει σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου, όπου υπάρχει έντονο το ελληνικό στοιχείο. «Στον Καναδά ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Στο Τορόντο τραγούδησα έναν μήνα χωρίς ρεπό, με μεγάλη επιτυχία, και παρατάθηκε για ακόμα έναν μήνα. Στον Καναδά έχω πάει πολλές φορές. Στη Νέα Υόρκη, στην Ογδοη Λεωφόρο, ήταν τότε τρία ελληνικά κέντρα: η Σπηλιά, το Alibaba και η Αθηνά. Πήγα εκεί για έναν μήνα και ξαναπήγα πολλές φορές. Στη Βοστόνη τραγούδησα για τρεις εβδομάδες, έπειτα στο Σικάγο, στην Αυστραλία πέντε φορές και στη Γερμανία τόσες, που δεν θυμάμαι, γιατί πήγα σε όλες τις πόλεις όπου υπήρχαν Ελληνες».