❱❱ Ο πρώην υπουργός αποκαλύπτει τον «θησαυρό» της μεγάλης τραγουδίστριας
❱❱ Οι συγκλονιστικές στιγμές στο νοσοκομείο λίγο πριν τον χαμό της «Εγώ ποτέ στα γλέντια μου, αφεντικό δεν βάζω, πολλά ο κόσμος θα μου πει, μα δεν τον λογαριάζω». Αυτοβιογραφικό χαρακτηρίζει το τελευταίο, ακυκλοφόρητο τραγούδι της Σωτηρίας Μπέλλου ο αντιπρόεδρος της Βουλής και πρώην υπουργός Νικήτας Κακλαμάνης, που αποκαλύπτει για πρώτη φορά δημόσια τους στίχους που η μεγάλη τραγουδίστρια έγραψε και δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει.
Ο Νικήτας Κακλαμάνης ανοίγει την καρδιά του στην «Espresso», μιλάει για τη δική του Μπέλλου και βγάζει από τα συρτάρια του το μικρόφωνο της σπουδαίας ρεμπέτισσας που περιήλθε στα χέρια του μετά τον θάνατό της. Ο «άλλος Νικήτας» ξεδιπλώνει την «άλλη ζωή του», αποκλειστικά για την «Espresso», αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι από αυτή σήμερα λείπει ένα παιδί.
Εχετε φέρει μαζί σας το μικρόφωνο με το οποίο τραγουδούσε η Σωτηρία Μπέλλου και το τελευταίο της ακυκλοφόρητο τραγούδι. Ποια ιστορία κρύβεται πίσω από όλα αυτά;
Η Μπέλλου ήταν για μένα η μεγάλη μου αγάπη. Την άκουγα κρυμμένος σε μια γωνιά στο Χάραμα. Είχε, όμως, ένα πάθος. Επαιζε ζάρια. Τα λεφτά της τα ξόδευε όλα εκεί. Οταν αρρώστησε και διάβασα στις εφημερίδες ότι δεν είχε φράγκο, πήγαινα να τη δω, να αφήσω κάτω από το μαξιλάρι της κανένα χαρτζιλίκι. Τι να το κάνει μέσα στο νοσοκομείο, θα μου πεις, αλλά δεν είχε σημασία. Πήγαινα να της κάνω λίγη συντροφιά χωρίς να με παίρνει κανείς χαμπάρι. Εκείνη καταλάβαινε τα πάντα, η διαύγειά της ήταν πλήρης. Εγώ της μιλούσα και εκείνη μου έγραφε σε ένα τεφτεράκι, γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει. «Θέλεις κάτι;» την πρωτορώτησα. Και μου απάντησε: «Μπορείς να με κάνεις να μιλήσω;» Ηταν στο τελευταίο στάδιο της αρρώστιας της και το τραγικό είναι ότι στην περίπτωσή της ο καρκίνος τής είχε χτυπήσει και τον λάρυγγα, τις φωνητικές χορδές. Υπέφερε. Δεν υπάρχει τραγικότερο για μια τραγουδίστρια να μην μπορεί να μιλήσει και να τραγουδήσει. Γνώρισα στην πορεία, λοιπόν, μια από τις πολύ φίλες της, που έγραψε και τη βιογραφία της, τη Σοφία Αδαμίδου. Η Σοφία, ξέροντας την αγάπη που είχα στην Μπέλλου, ήρθε, με βρήκε όταν εκείνη πέθανε, και μου είπε: «Νικήτα μου, θα σου κάνω δώρο το μικρόφωνό της, που μου το έδωσε η ίδια. Την αγαπούσες τόσο πολύ, που πρέπει εσύ να το έχεις να τη θυμάσαι». Και όντως, μου το έφερε η ίδια μετά τον θάνατο της Μπέλλου, μια μέρα που παρουσιαζόταν ένα βιβλίο για τη μεγάλη τραγουδίστρια.
Τι λένε οι στίχοι από το τελευταίο τραγούδι της;
«Θα πίνω, θα ζαλίζομαι, θα ξενυχτώ τα βραδιά,
σαν θα φιλιέμαι θα φιλώ, και θα σκορπάω χάδια.
Εγώ ποτέ στα γλέντια μου, αφεντικό δεν βάζω,
πολλά ο κόσμος θα μου πει, μα δεν τον λογαριάζω».
Νομίζω όλη της η ζωή συμπυκνώνεται σε αυτούς τους στίχους. Τους έγραψε το 1961, μαζί με τη μουσική, αλλά όπως γράφει η ίδια, στο σημείωμα, αυτοί δεν φωνογραφήθηκαν ποτέ. Τότε η ηχογράφηση γινόταν στον φωνογράφο με τη μανιβέλα. Η Μπέλλου, για την εποχή της, ήταν εξτρίμ. Ο χαρακτηρισμός «μοναδική» δεν αφορά μόνο τη φωνή της, αλλά και τον τρόπο ζωής της.
Τι σας συγκινούσε πάνω της;
Που ζούσε όπως γούσταρε, αλλά που κανείς, ακόμη και αυτοί που την κατέκριναν, δεν θυμόταν τίποτε από αυτά όταν η Σωτηρία ανέβαινε στο πάλκο, στο Χάραμα, και άρχιζε να τραγουδάει. Εσβηναν όλα.
Ποια τραγούδια της αγαπούσατε;
Το πρώτο που μου άρεσε πολύ ήταν το «Μην απελπίζεσαι και δεν θα αργήσει, κοντά σου θα ‘ρθει μια χαραυγή». Μετά, όμως, θαύμασα το πόσο μεγάλη τραγουδίστρια ήταν στο «Με αεροπλάνα και βαπόρια». Ο Σαββόπουλος, θυμάμαι, μου είχε πει: «Νικήτα μου, δεν μπορούσε να το πει αυτό το τραγούδι καμία άλλη, γι’ αυτό και όσες προσπάθησαν να το πουν μετά την Μπέλλου, καμιά δεν το είπε όπως αυτή». Λέμε πάντοτε ουδείς αναντικατάστατος, αλλά μερικοί άνθρωποι είναι αναντικατάστατοι. Για παράδειγμα, ποτέ καμία τραγουδίστρια δεν θα πει όπως έλεγε η Βίκυ Μοσχολιού τον «Αλήτη» του Ζαμπέτα. Ποτέ, καμία. Θυμάμαι δε ότι η Μοσχολιού έλεγε τον «Αλήτη» σε τεράστιες πίστες, χωρίς μουσική και χωρίς μικρόφωνο. Ενα βράδυ προτού φύγει από τη ζωή, το είχε διαισθανθεί ότι θα πέθαινε, μου τραγούδησε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Μου είπε: «Γιατρούλη μου», έτσι με έλεγε, «κάθισε να σου τραγουδήσω τον “Αλήτη” για τελευταία φορά».
Είστε φίλος, όμως, και με την Καίτη Γκρέυ;
Η Καιτούλα είναι άλλη γυναίκα. Μποέμισσα, άλλο στιλ. Θυμάμαι, πριν από πολλά χρόνια, στον Ζυγό, στην Πλάκα, έβγαινε στο φινάλε του προγράμματος. Εσβηναν τότε όλα τα φώτα, πίσσα σκοτάδι μέσα στο κέντρο και άναβε ένας αναπτήρας πάνω στη σκηνή. Κάποια κάπνιζε ένα τσιγάρο και φαινόταν η κάφτρα, και τότε ξεκινούσε η Καίτη Γκρέυ με τη μεγάλη επιτυχία της «Αναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά»! Μαζί άναβαν οι προβολείς και έβλεπες ένα «περίπτερο ολόκληρο» να βγαίνει στην πίστα. Ηταν η Καιτούλα, που της άρεσε να στολίζεται. Ο,τι μπορούσε να βάλει πάνω της το έβαζε, αλλά φωνάρα η Καίτη. Ηταν αρτίστα.
Γιατί αυτή η αγάπη στις παλιές αρτίστες;
Δεν ξέρω, μπορεί να το είχα μέσα μου. Το θεωρούσα μεγάλο πράγμα να μιλάς σαν φίλος με ανθρώπους που ήταν ημίθεοι… μύθοι στην εποχή τους. Εχει γεννηθεί Αννα Καλουτά ξανά; Με την Αννα είχαμε γνωριστεί όταν ήμουν υπουργός και νοσηλευόταν η αδελφή της στην Παμμακάριστο. Είχα πάει μια δυο φορές να δω τη Μαρία και ήταν δίπλα της η αδελφή της, από το πρωί έως το βράδυ. Βέβαια έπειτα από λίγους μήνες «έφυγε» και η Αννα και τότε στην κηδεία της είχα παρακαλέσει την ορχήστρα του δήμου να παίξουν την πρώτη, μεγάλη επιτυχία της «Δυο πράσινα μάτια, με μπλε βλεφαρίδες». Σπουδαίος άνθρωπος η Καλουτά και μεγάλη θεατρίνα. Αυτή δεν ήταν ηθοποιός, ήταν θεατρίνα.
Ποια είναι η διαφορά;
Ηθοποιός είναι περισσότερο τεχνικό θέμα, κατά τη γνώμη μου. Θεατρίνα, όμως, ή το έχεις ή δεν το έχεις.
Μήπως υπάρχει καλλιτεχνικό απωθημένο;
Θα ήθελα να είμαι καλλιτέχνης. Μπορεί, όμως, να ήμουν τελείως ατάλαντος. Την αγάπη προς το θέατρο μου την «έμαθε» ο Αριστείδης Εμπειρίκος, δάσκαλός μου στην Ανδρο. Με έβαζε να ακούω κάθε Κυριακή «Το θέατρο στο μικρόφωνο», του Αχιλλέα Μαμάκη, και ύστερα κάναμε μάθημα πάνω σε αυτά. Ετσι, έμαθα όλα τα θεατρικά και τους ηθοποιούς της εποχής. Οταν ήρθα Αθήνα για τα φροντιστήρια, για να μπω στην Ιατρική, το πρώτο πράγμα που ζήτησα από τη μάνα μου ήταν να με πάει θέατρο. Με πήγε σε επιθεώρηση στο Ακροπόλ. Το γκραν φινάλε εκείνης της παράστασης γινόταν με όλο τον θίασο επί σκηνής, όπου η Γεωργία Βασιλειάδου, που υποδυόταν τη διάσημη χορεύτρια Ουλάνοβα, είχε γύρω της «πρίμες μπαλαρίνες», τον Ορέστη Μακρή, τον Νίκο Σταυρίδη, τον Λειβαδίτη, τον Νίκο Ρίζο και τον Κούλη Στολίγκα. Τραγουδούσε η Μπελίντα, έπαιζε η Σπεράντζα Βρανά και εκεί πρωτοτραγούδησε τον «Τραμπαρίφα». Η Σπεράντζα ήταν οργανωμένη στη Δεξιά και τη γνώρισα μετέπειτα και στο κόμμα. Φαντάζεστε εποχές;
Από μια τέτοια ζωή λείπει κάτι;
Ναι. Θα ήθελα να είχα κάνει ένα παιδί, παρότι έχω δυο ανιψιούς που τους αγαπώ πολύ. Νομίζω ότι, αν έχεις ένα παιδί και είσαι στην ηλικία των 70 ετών που είμαι εγώ, ποτέ δεν νιώθεις μόνος, και ας μην είναι το παιδί στο σπίτι. Δεν είσαι μόνος. Αυτό μου λείπει.
Εχετε αισθανθεί εσείς μοναξιά;
Ναι, έχω αισθανθεί μοναξιά παρότι έχω φίλους. Οταν γυρνάς το βράδυ στο σπίτι, είσαι εσύ και τα τέσσερα ντουβάρια. Εως τα 60 μου ένιωθα ότι εγώ ήμουν ο έξυπνος και όχι οι φίλοι μου που είχαν κάνει παιδιά. Εκανα το κέφι μου χωρίς να δίνω λόγο σε κανέναν και νόμιζα ότι ο έξυπνος είμαι εγώ. Μετά τα 60, όμως, και παρότι ψυχικά είμαι χορτάτος και δεν μετανιώνω ούτε για τα λάθη που έχω κάνει, γιατί την ώρα που τα έκανα τα απολάμβανα, εντούτοις κατάλαβα τώρα ότι μου λείπει ένα παιδί.
Εχετε κλάψει στη ζωή σας;
Βέβαια και κλαίω. Τη μέρα που πέθανε η μητέρα μου μπήκα στο δωμάτιο όπου ήταν νεκρή στο κρεβάτι και είπα στην αδελφή μου «μη με ενοχλήσεις μέχρι να ανοίξω την πόρτα». Ηθελα να της πω αυτά που ήθελα και εκεί έκλαψα. Στενοχωρήθηκα πολύ επίσης (και όταν θα φύγω από την πολιτική θα γράψω τις αναμνήσεις μου) στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, που το κόμμα μου με πολέμησε. Η τότε ηγεσία του κόμματος με πολέμησε. Εκεί στενοχωρήθηκα πολύ γιατί μπορούσα να είχα κερδίσει τις εκλογές.
Διαβάστε παρακάτω τη συνέχεια:
Νομοθετούμε χωρίς να ετοιμάσουμε το επόμενο βήμα
Ο Νικήτας Κακλαμάνης τοποθετείται κατά τη διάρκεια της συνέντευξής μας στο ζήτημα της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια.
Εσείς, μιλώντας, λέτε «είχα μια μάνα, έναν πατέρα». Και αναρωτιέμαι, μπορεί να έχει κανείς δυο μάνες, δυο πατεράδες;
Κοίταξε, δεν είναι εύκολη η απάντηση. Αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να είσαι απόλυτος. Εγώ έχω ένα τέτοιο παράδειγμα φίλων μου στις Βρυξέλλες, που είναι ένα γκέι ζευγάρι. Εκαναν με παρένθετη μήτρα και το σπέρμα του ενός ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι. Στον βαθμό που μπορώ να ξέρω, γιατί δεν ζω στο σπίτι τους, βλέπω δυο ευτυχισμένους ανθρώπους και δυο ευτυχισμένα παιδιά. Τα παιδιά είναι μικρά, τριών και τεσσάρων ετών. Πρόκειται για πολύ πετυχημένους ανθρώπους, με μεγάλη περιουσία, που, όταν τους ρώτησα σχετικά, μου είπαν με ένα στόμα: «Γιατί να περιμένουν τα ξαδέλφια και τα ανίψια πότε θα πεθάνουμε για να μας κληρονομήσουν και να μην κάνουμε δυο δικά μας παιδιά, που θα φροντίσουμε να γίνουν δυο ευτυχισμένοι άνθρωποι;» Αλλά εκεί βέβαια υπάρχει η πρόνοια του κράτους για τέτοιου είδους πράγματα, πέραν του ότι είναι άλλη κοινωνία, διότι από τον πρώτο χρόνο υποχρεωτικά το κράτος στέλνει κοινωνική λειτουργό και ψυχολόγο στο σπίτι να μιλάει με τα παιδιά και να τα προετοιμάσει για τη στιγμή που θα πάνε σχολείο, και που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν bullying από τα άλλα παιδάκια, του στιλ «πού είναι η μαμά σου;» Αυτή η τόσο αυτονόητη ερώτηση είναι bullying για το παιδί που δεν έχει γνωρίσει μαμά, αλλά δυο μπαμπάδες. Ετοιμάζονται ψυχολογικά για αυτό. Εμείς, όμως, νομοθετούμε
πράγματα χωρίς να έχουμε προετοιμάσει το επόμενο βήμα.