❱❱ Δύο έρευνες γεννούν ελπίδες για έγκυρη διάγνωση και θεραπεία της ψυχικής νόσουΕλπίδες για την αποτελεσματικότερη διάγνωση και θεραπεία της κατάθλιψης φέρνουν δύο νέες μελέτες Αμερικανών ερευνητών.
Η πρώτη από αυτές, από επιστήμονες του Duke University, διαπίστωσε ότι στα ποντίκια με κατάθλιψη διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου επικοινωνούν διαφορετικά μεταξύ τους. Κατάφεραν μάλιστα να καταρτίσουν έναν χάρτη της εγκεφαλικής δραστηριότητας των ποντικών και να εντοπίσουν συγκεκριμένα μοτίβα που συνδέονται με την κατάθλιψη.
Αν οι συγκεκριμένοι χάρτες εντοπιστούν και στον άνθρωπο, εξετάζοντας απλώς τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα τμήματα του εγκεφάλου «συνομιλούν» μεταξύ τους, οι επιστήμονες θα μπορούν μελλοντικά να προβλέπουν ή να διαγιγνώσκουν μετά βεβαιότητας την κατάθλιψη – η διάγνωση της οποίας σήμερα βασίζεται στις υποκειμενικές απαντήσεις που δίνει ο ασθενής σε ένα ερωτηματολόγιο.
Εγκεφαλικοί χάρτες
Η ανακάλυψη αναμένεται να βελτιώσει σημαντικά και τη θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Με τη βοήθεια των εγκεφαλικών χαρτών, η αμφιλεγόμενη θεραπεία του ηλεκτροσόκ εγκεφάλου θα μπορούσε να γίνει πιο επιλεκτική, κατευθύνοντας την ηλεκτρική ενέργεια σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου και περιορίζοντας δραστικά τις ανεπιθύμητες ενέργειες.
Παράλληλα, ερευνητές του Scripps Research Institute στη Φλόριντα κατάφεραν να εντοπίσουν έναν αινιγματικό μέχρι σήμερα υποδοχέα, την πρωτεΐνη GPR158, τα υψηλά επίπεδα της οποίας συνδέθηκαν με μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης έπειτα από χρόνιο στρες. «Το επόμενό μας βήμα είναι να βρούμε ουσίες ικανές να στοχεύουν αυτόν τον υποδοχέα» τόνισε ο επικεφαλής ερευνητής της μελέτης Kirill Martemyanov, από το τμήμα νευροεπιστημών του ινστιτούτου, ώστε να αντιμετωπιστεί η μείζων καταθλιπτική διαταραχή, για την οποία υπάρχει ένα μεγάλο θεραπευτικό κενό.
Οι υπάρχουσες θεραπείες για την καταθλιπτική διαταραχή πρέπει να ληφθούν τουλάχιστον έναν μήνα ώσπου να αρχίσουν να δείχνουν αποτελέσματα, ενώ δεν είναι αποτελεσματικές για όλους τους ασθενείς.
Η ανακάλυψη του GPR158 ίσως δώσει απάντηση και στο ερώτημα γιατί ορισμένοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στην ψυχική νόσο σε σχέση με άλλους.