❱❱ Γονιδιακός έλεγχος και κολπική μαρμαρυγή στο επίκεντρο συνεδρίου στον ΒόλοΤη δυνατότητα έγκυρης διάγνωσης με σκοπό την εξατομικευμένη θεραπεία για κάθε ασθενή δίνει ο γονιδιακός έλεγχος μέσω της χαρτογράφησης του γονιδιακού υποστρώματος κληρονομούμενων καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως οι μυοκαρδιοπάθειες, τα αρρυθμιογόνα ηλεκτρικά σύνδρομα και οι αορτοπάθειες.
Τα πάνελ γονιδίων που χρησιμοποιούν σήμερα, σε συνδυασμό με την «πιθανολογική φύση» της μεθόδου και σε αντίθεση με την τακτική στον κλασικό εργαστηριακό έλεγχο, αυξάνουν τον βαθμό δυσκολίας ορθής ερμηνείας και κλινικής συσχέτισης των αποτελεσμάτων.
Μια άστοχη ερμηνεία του γονιδιακού αποτελέσματος στις κληρονομικές ασθένειες της καρδιάς συνοδεύεται από επιπτώσεις για ολόκληρη την οικογένεια.
Πληροφορίες
Το παραπάνω θέμα για τον γονιδιακό έλεγχο, ο οποίος παρέχει πληροφορίες και καλλιεργεί το πεδίο της στοχευμένης και εξατομικευμένης θεραπείας, θα αναπτύξει ο καρδιολόγος κ. Κωνσταντίνος Ριτσάτος, μέλος της Μονάδας Κληρονομικών και Σπάνιων Καρδιαγγειακών Παθήσεων του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, κατά τη διάρκεια του 5ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ενώσεως Ελευθεροεπαγγελματιών Καρδιολόγων Ελλάδος (ΕΕΚΕ), που αρχίζει σήμερα, 30 Μαρτίου, και θα ολοκληρωθεί την 1η Απριλίου στον Βόλο. Εμφαση θα δοθεί και στην πιο συχνή αρρυθμία, την κολπική μαρμαρυγή.
Ο επεμβατικός καρδιολόγος κ. Νικόλαος Γ. Πατσουράκος, θα αναλύσει τη θεραπευτική αξία των νέων φαρμακευτικών επιλογών στην αντιμετώπιση της πάθησης. Η καθιερωμένη αντιπηκτική θεραπεία για την πρόληψη των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή, τα τελευταία 50 χρόνια, είναι οι ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ.
Η βαρφαρίνη, που είναι ο κύριος εκπρόσωπός τους είναι ένα παλιό, καθιερωμένο, αποτελεσματικό, ασφαλές και φθηνό φάρμακο, η χρήση της όμως προϋποθέτει αιματολογικό έλεγχο (INR) κάθε 20-30 ημέρες και προσοχή στις διατροφικές συνήθειες. Επίσης, οι πλούσιες σε βιταμίνη Κ τροφές ανταγωνίζονται την αντιπηκτική της δράση. Τα προβλήματα αυτά πρόκειται να λυθούν με τα νέα αντιπηκτικά, η αξία των οποίων εκτιμήθηκε σε τρεις μεγάλες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες (RE-LY, ROCKET-AF, ARISTOTLE), όπου συγκρίθηκαν με τη βαρφαρίνη.