❱❱ Υπεύθυνη για 1 στα 3 εγκεφαλικά επεισόδιαOι καρωτίδες είναι οι δύο κύριες αρτηρίες που μεταφέρουν αίμα πλούσιο σε οξυγόνο στον εγκέφαλό μας για να λειτουργεί.
Η στένωση των αρτηριών αυτών μπορεί να αποβεί μοιραία, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικό επεισόδιο. Επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι ένα στα τρία εγκεφαλικά οφείλεται στη λεγόμενη καρωτιδική νόσο.
Υπάρχουν δύο καρωτίδες, μία σε κάθε πλευρά του λαιμού και καθεμία καρωτίδα διχάζεται σε έσω και έξω μέρος.
Η έσω καρωτίδα είναι εκείνη που μεταφέρει το αίμα στον εγκέφαλο, ενώ η έξω είναι εκείνη που μεταφέρει αίμα στο πρόσωπο, στον τράχηλο και στο τριχωτό της κεφαλής. Εκτός των δύο καρωτίδων υπάρχουν δύο άλλες μικρότερες αρτηρίες, οι σπονδυλικές, οι οποίες επίσης μεταφέρουν αίμα στον εγκέφαλο.
«Η καρωτιδική νόσος είναι μια ασθένεια κατά την οποία μια ουσία λιπαρή σαν κερί, που λέγεται αθηρωματική πλάκα, αναπτύσσεται σιγά σιγά μέσα στο έσω τοίχωμα της καρωτίδας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να στενεύει ο αυλός της καρωτίδας και να ελαττώνεται η ροή του αίματος διαμέσου αυτής. Από την άλλη, η ίδια η πλάκα μπορεί να αποσπαστεί και να δημιουργήσει θρόμβους, οι οποίοι μπορούν να μεταφερθούν στις μικρές αρτηρίες του εγκεφάλου και να τις αποφράξουν» εξηγεί ο αγγειοχειρουργός Κωνσταντίνος Ζαρμακούπης, λέκτορας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Σε σοβαρού βαθμού στενώσεις υπάρχει κίνδυνος εκδήλωσης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
Στα αρχικά στάδια η καρωτιδική νόσος είναι ύπουλη, καθώς δεν δίνει συμπτώματα. «Το μοναδικό σημάδι καρωτιδικής νόσου μπορεί να είναι ένα φύσημα στον τράχηλο που ακούγεται με το στηθοσκόπιο. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε φύσημα στον τράχηλο είναι και σημάδι καρωτιδικής νόσου» επισημαίνει ο κ. Ζαρμακούπης.
Πρώτη εκδήλωση
Σε μερικούς ανθρώπους η πρώτη εκδήλωση καρωτιδικής νόσου είναι ένα παροδικό ισχαιμικό εγκεφαλικό που κρατά λιγότερο από 24 ώρες, ενώ σε άλλους το εγκεφαλικό είναι η πρώτη εκδήλωση. «Τα συμπτώματα του εγκεφαλικού ή του μίνι εγκεφαλικού περιλαμβάνουν αδυναμία κίνησης ενός ή περισσότερων άκρων (χέρι/πόδι), αδυναμία όρασης, οξύ και δυνατό πονοκέφαλο, ζάλη και απώλεια ισορροπίας, αδυναμία ομιλίας και έκφρασης/κατανόησης, μούδιασμα ή αδυναμία στο πρόσωπο ή στα άκρα της μίας πλευράς του σώματος» προσθέτει ο ίδιος.