❱❱ Ο υπερβολικός έλεγχος των παιδιών τα βλάπτει συναισθηματικά και πνευματικά ανάπτυξή τουςΟι γονείς που δεν δίνουν… χώρο στα παιδιά τους τούς ασκούν διαρκώς υπερβολικό έλεγχο και τα χειραγωγούν στο παιχνίδι, στο διάβασμα, στη διασκέδαση, τελικά μόνο κακό κάνουν στη συναισθηματική και την πνευματική ανάπτυξή τους, προειδοποιούν Αμερικανοί ερευνητές.
Συγκεκριμένα, σε μελέτη που δημοσιεύουν στο επιστημονικό έντυπο «Developmental Psychology» οι ειδικοί του Ινστιτούτου Ανάπτυξης του Παιδιού στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα με επικεφαλής τη δρα Νικολ Πέρι, διαπιστώνουν ότι με το να προσπαθεί ο γονιός να ελέγξει κάθε κίνηση του νηπίου το εμποδίζει να αναπτύξει την ικανότητα διαχείρισης των συναισθημάτων του και της συμπεριφοράς του.
«Παρατηρήσαμε ότι, όταν οι γονείς που ασκούσαν υπερβολικό έλεγχο στα νήπια δύο ετών, εκείνα είχαν φτωχότερη συναισθηματική και συμπεριφορική ρύθμιση σε ηλικία πέντε ετών» λέει η δρ Πέρι.
Προβλήματα στο σχολείο
Σε ηλικία δέκα ετών, η συγκεκριμένη γονική τακτική σχετίστηκε επίσης με περισσότερα συναισθηματικά και ενδοσχολικά προβλήματα, φτωχότερες κοινωνικές δεξιότητες και λιγότερη ακαδημαϊκή παραγωγικότητα.
Οι ερευνητές έθεσαν υπό παρακολούθηση 422 παιδιά για οκτώ χρόνια, αξιολογώντας στην ηλικία των δύο, των πέντε και των δέκα ετών την αλληλεπίδραση με τις μητέρες τους, ενώ αξιολόγησαν και δεδομένα από τους δασκάλους, αλλά και αναφορές των ίδιων των παιδιών όταν ήταν δέκα ετών.
Τα περισσότερα είχαν ενταχθεί στο δείγμα την περίοδο 1994-1996 και προέρχονταν από διάφορα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα. Οταν τα παιδιά ήταν δύο ετών, ζητήθηκε από τις μητέρες να παίξουν μαζί τους σαν να ήταν στο σπίτι. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τον όρο «γονέας-ελικόπτερο» για να περιγράψουν τη διαρκή γονική καθοδήγηση, υποδεικνύοντας στο παιδί με τι να παίξει, πώς να χρησιμοποιήσει το παιχνίδι ή πώς να συμμαζέψει μετά τον χώρο. Επρόκειτο για μητέρες υπερβολικά αυστηρές ή απαιτητικές.
Τα δίχρονα που είχαν εκτεθεί σε τέτοια γονική συμπεριφορά τελικά κατέληξαν να έχουν λιγότερο έλεγχο των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς τους όταν ήταν πέντε ετών, ενώ ήταν αυξημένος ο κίνδυνος συναισθηματικών προβλημάτων όταν πια ήταν δέκα ετών.
Απ’ την άλλη, η καλύτερη συναισθηματική αυτορύθμιση σε ηλικία πέντε ετών είχε συντελέσει σε λιγότερα συναισθηματικά προβλήματα σε ηλικία δέκα ετών, σε καλύτερο έλεγχο της παρόρμησης, σε καλύτερες κοινωνικές δεξιότητες και ακαδημαϊκές επιδόσεις.