❱❱ Η «Espresso» 13 χρόνια μετά τον θάνατο της τεράστιας τραγουδίστριας φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας συνταρακτικές αποκαλύψειςΑπό τον
ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΙΖΑ
Αποκαλύψεις για τους τελευταίους μήνες της ζωής της Βίκυς Μοσχολιού, που προκαλούν ρίγη συγκίνησης, έρχονται πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας.
Σήμερα, 16 Αυγούστου, συμπληρώνονται δεκατρία χρόνια από τον θάνατο της κορυφαίας Ελληνίδας τραγουδίστριας με τη στεντόρεια φωνή και, με αυτή την αφορμή, η «Espresso» συνομίλησε με τη μικρή της κόρη Ευαγγελία Δομάζου και με την αδελφή της Αθηνά Μοσχολιού. Οι δύο γυναίκες, έχοντας εξομολογητική διάθεση, μας εκμυστηρεύτηκαν -μεταξύ άλλων- την επιθυμία της αξέχαστης Βίκυς να γίνει μοναχή, τις οδηγίες που τους έδωσε για την κηδεία της (!) αλλά και το όνειρο που είχε δει με το νεκρό παιδί της, το οποίο την έκανε να καταλάβει ότι το τέλος της πλησίαζε.
Η συνάντησή μας με την Ευαγγελία και την Αθηνά έγινε στο ιδιόκτητο μοναστήρι της οικογένειας Μοσχολιού, στο όρος Καβελάρης Μεγάρων. Επρόκειτο για το ησυχαστήριο της σπουδαίας καλλιτέχνιδας, καθώς περισσότερα από 50 χρόνια ηγουμένη εκεί ήταν η μητέρα της Ελισάβετ, ενώ μόναζε και η θεία της. Μετά τον θάνατο της Βίκυς μάλιστα έγινε μοναχός και ο αδερφός της Νίκος.
«Η μητέρα μου προσευχόταν πολύ. Ηταν πολύ θρήσκα γυναίκα και πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Κι εμάς όμως -εμένα και την αδελφή μου τη Ράνια- ως παιδάκια μάς πήγαινε συνέχεια. Η ίδια προτού φύγει από τη ζωή είχε εκφράσει μάλιστα την επιθυμία της να γίνει μοναχή. Ηθελε να χειροτονηθεί. Ομως, εγώ και η αδερφή μου δεν επιθυμούσαμε με τίποτα να συμβεί αυτό και την αποτρέψαμε» αποκαλύπτει στην «Espresso» η Ευαγγελία Δομάζου. Σε ερώτησή μας αν η Βίκυ φοβόταν τον θάνατο, η κόρη της κομπιάζει. Δείχνει πολύ φορτισμένη συναισθηματικά.
«Θυμάμαι που έλεγε παλιότερα ότι φοβόταν τον θάνατο. Ομως, ποτέ δεν το είπε αυτό προς το τέλος της ζωής της. Ποτέ. Απεναντίας, έλεγε πως “αν έρθει εκείνη η στιγμή να φύγω, είμαι πλέον έτοιμη”. Η μάνα μου έπαιρνε δύναμη από την προσευχή. Ας πούμε, δεν την είδα ποτέ να κλαίει. Μόνο μια φορά και είχα απορήσει πραγματικά…» συνεχίζει και θυμάται με κάθε λεπτομέρεια εκείνη τη συγκλονιστική στιγμή.
«Ηταν τους τελευταίους μήνες της ζωής της, μόλις είχε βγει από το νοσοκομείο και με πήρε τηλέφωνο τρομοκρατημένη. Εκλαιγε γοερά. Είχε δει στον ύπνο της για πρώτη φορά στη ζωή της το μικρό μας αδελφάκι. Το αγοράκι αυτό πέθανε μόλις το γέννησε η μάνα μου. Με το όνειρο αυτό, λοιπόν, κατάλαβε ότι το τέλος της πλησίαζε».
Οι μέρες του νοσοκομείου…
Η Βίκυ Μοσχολιού ταλαιπωρήθηκε πολύ από την αρρώστια της. Για τρία ολόκληρα χρόνια ανέβαινε σιωπηλά τον δικό της γολγοθά. «Ηταν πολύ δύσκολες και επίπονες οι μέρες του νοσοκομείου. Εμπαινε, έβγαινε… Με χειρουργεία αλλά και με μεγάλη δύναμη ψυχής. Ηθελε να ζήσει» περιγράφει η Ευαγγελία Δομάζου και συνεχίζει: «Εμείς με την αδερφή μου τότε ήμασταν στην Πάρο λόγω των οικογενειών μας. Εγώ, λοιπόν, δεν ήξερα τίποτα για το πρώτο χειρουργείο. Η αδερφή μου τα ήξερε όλα. Πήρα άδεια από τη δουλειά και πήγα απευθείας στο “Υγεία”. Το πρωί πριν από το χειρουργείο, που καθόταν καρτερικά στο δωμάτιό της, κρατούσε ένα κομποσκοίνι στο χέρι της και προσευχόταν. Μόλις με είδε καταχάρηκε. Πριν από το χειρουργείο μίλησα με τον ογκολόγο της, ο οποίος μου είπε τότε ότι έβλεπαν έναν μικρό όγκο στο πάγκρεας και ότι θα πρέπει να χειρουργηθεί. Ωστόσο, το χειρουργείο αργούσε να τελειώσει. Κάποια στιγμή βγαίνει ο ογκολόγος και μας ζητάει να τον ακολουθήσουμε στο γραφείο του. Μας βάζει να καθίσουμε και μας λέει: “Βγάλαμε το μισό συκώτι, βγάλαμε τη σπλήνα, το έντερο, το πάγκρεας. Βγάλαμε, βγάλαμε…’’. Τρελάθηκα. Δεν μπορούσα να πιστέψω όσα άκουγα. “Τι έμεινε;’’ τον ρωτώ με δάκρυα και μου απαντά:
“Ηταν γεμάτη καρκίνο. Ακόμα και στα τοιχώματα’’. Η Ευαγγελία κάνει μια παύση στην ανατριχιαστική αφήγησή της και σκουπίζει τα δακρυσμένα μάτια της. Πίνει μια γουλιά νερό και προσπαθεί με κόπο να ολοκληρώσει: «“Συγγνώμη, γιατρέ, θα ζήσει;’’ τον ξαναρωτάω κι εκείνος αποκρίνεται: “Ο,τι μπορέσαμε κάναμε. Από εδώ και πέρα είναι στα χέρια του Θεού”. Εκεί έχασα τον κόσμο μου. Εφυγα από το γραφείο του κλαίγοντας και πήγα απευθείας στο εκκλησάκι που είχε απέξω στο νοσοκομείο. Κάθισα μόνη μου για να προσευχηθώ. Τηλεφωνώ σε μια φίλη μου και της λέω: “Αργυρώ μου, τη χάνω τη μάνα μου”» εξομολογείται με αναφιλητά η Ευαγγελία.
Διαβάστε παρακάτω τη συνέχεια:
ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Η Αθηνά Μοσχολιού κρατά σφιχτά το χέρι της ανιψιάς της όλη την ώρα που μιλάει για την αξέχαστη Βίκυ. Η ίδια δεν θέλε να πει πολλά. Μοιράζεται όμως μαζί μας την πιο γλυκιά ανάμνηση που έχει με την αδελφή της από το μοναστήρι της οικογένειας.
«Τα πιο έντονα και γλυκά συναισθήματα τα έχω από το τελευταίο εκείνο Πάσχα που έμεινε εδώ κοντά μας. Ηταν από τις πιο έντονες στιγμές, χωρίς βέβαια να μπορώ να λησμονήσω καθετί που έζησα κοντά της γενικότερα» λέει στην «Espresso» και συνεχίζει: «Ολη η οικογένειά μας ήταν πολύ δεμένη. Το τελευταίο, λοιπόν, εκείνο Πάσχα το περάσαμε όλοι μαζί εδώ στο σπίτι και στο μικρό μοναστηράκι της μητέρας μου. Η Βίκυ δεν πίστευε τότε ότι θα πεθάνει. Ισως και να ήθελε να δείχνει αυτό προς τα έξω. Είχε μια απίστευτη εσωτερική δύναμη και ήθελε να τη μεταδώσει και σε εμάς. Δεν μας έδωσε να καταλάβουμε πως θα ήταν το τελευταίο της. Φαινόταν καλά, ευδιάθετη και με χιούμορ. Μάλιστα έψαλε στο εκκλησάκι τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας, κάναμε την περιφορά του Επιταφίου. Ηταν τόσο χαρούμενη που έζησε εκείνες τις στιγμές του Πάσχα, που όταν μετά μιλούσαμε στο τηλέφωνο έλεγε και ξαναέλεγε για το πόσο ευχάριστα είχε περάσει μαζί με όλη την οικογένεια».
Οι τελευταίες συγκλονιστικές επιθυμίες της
Λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή η Βίκυ ζήτησε από τις πολυαγαπημένες της κόρες να διώξουν από το δωμάτιο τους πάντες και να μείνουν μόνες.
Η Ευαγγελία αφηγείται τη σκηνή με πολύ μεγάλη δυσκολία: «Ηξερε πλέον και η ίδια ότι βάδιζε προς το τέλος της. Θυμάμαι, κλαίγαμε εγώ και η αδερφή μου, αγκαλιασμένες. Μας λέει: «Κοιτάξτε, εγώ σε λίγο θα φύγω. Θέλω να είστε αγαπημένες και να δίνετε ελεημοσύνη στον κόσμο». Μας ρώτησε τι θα κάνουμε με το σπίτι της Πάρνηθας και της είπαμε ότι πρέπει να το πουλήσουμε. «Ναι παιδιά μου, να το πουλήσετε. Μη σας φάει αυτό το σπίτι», ήταν η απάντηση της. Επειτα μας είπε πώς ήθελε να γίνει η κηδεία της. Μας ζήτησε συγκεκριμένο νεκροθάφτη που τον γνώριζε, μας ζήτησε συγκεκριμένο ξύλο για την κάσα της και μας είπε ότι δεν ήθελε ν’ ακουμπήσει κανένας λουλούδια πάνω στο φέρετρο. Το μόνο που ήθελε ήταν ένας σταυρός από λευκά τριαντάφυλλα που θα έγραφε πάνω «Οι κόρες σου, τα εγγόνια σου».
Επίσης, ήταν επιθυμία να μην ανοιχτεί το φέρετρο, γιατί ήθελε ο κόσμος να τη θυμάται όπως όταν ήταν στις δόξες της. Μας ζήτησε να την θάψουμε στο Α΄ Νεκροταφείο με όλες τις τιμές, να την ακολουθούν μπουζουκάκια στο δρόμο για την τελευταία της κατοικία και πριν γίνει η νεκρώσιμος ακολουθία να την πάμε στο μοναστηράκι, στα Μέγαρα, για να τη διαβάσει και η γιαγιά Ελισάβετ, η οποία ήταν ηγουμένη εδώ. Εγώ και η αδερφή μου βέβαια κλαίγαμε συνεχώς και δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε από πού αντλούσε όλη αυτή την δύναμη. Κι εκείνη μας είχε αγκαλιά και προσπαθούσε να μας ηρεμήσει λέγοντας: «Μην κλαίτε. Τώρα είναι όλα καλά. Μετά θα έρθουν τα δύσκολα που πρέπει να αντιμετωπίσετε». Με την αδερφή μου εκπληρώσαμε όλα όσα μας ζήτησε.