Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Πιο πολύ, πιο πολλοί» μεταφέρεται στην τηλεόραση με την υπογραφή της Αννας Αδριανού που «ψάχνει» πρωταγωνίστρια.
Τηλεοπτικό… comeback της Μαλβίνας με ένα σίριαλ που αναφέρεται στη ζωή της! Η Μαλβίνα Κάραλη, η οποία με την ιδιαίτερη και πολύ προσωπική πένα της αλλά και τις καυστικές εκπομπές της άφησε εποχή στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και τη δημοσιογραφία γενικότερα «επιστρέφει» σε μια σειρά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «βγαλμένη από τη ζωή της». Για να ακριβολογούμε, το τελευταίο βιβλίο της αείμνηστης δημοσιογράφου «Πιο πολύ, πιο πολλοί», που περιλαμβάνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, θα μεταφερθεί στη μικρή οθόνη διά χειρός Αννας Αδριανού που εκτός από έμπειρη σεναριογράφος ήταν και φίλη της.
Η Μαλβίνα Κάραλη το 2000 (δηλαδή δύο χρόνια πριν από τον θάνατό της, το 2002, ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο) έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο αναφερόταν -με το γνώριμο ζωντανό ύφος της- σε στιγμές της προσωπικής της ζωής. Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο αυτό (κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αστάρτη) είναι μάλλον άγνωστο στο πλατύ κοινό, καθώς η Μαλβίνα έφυγε από τη ζωή σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την έκδοσή του και, όπως είναι φυσικό, δεν πρόλαβε να το προωθήσει με τον τρόπο που μόνο εκείνη γνώριζε. Ωστόσο για όλα τα πράγματα έρχεται μια στιγμή για να βρουν τον δρόμο που τους αξίζει.
«Εχουν περάσει δέκα και πλέον χρόνια από τον θάνατο της Μαλβίνας και θα πρέπει να πω ότι όλα αυτά τα χρόνια η απουσία της είναι έντονη σε πολύ κόσμο» λέει στην «Espresso» η Εφη Βασιλάκου, εκδότρια του βιβλίου και στενή φίλη της, που συνεχίζει σε αποκαλυπτικό ύφος: «Εγώ προσωπικά, που γνώριζα πολύ καλά τη Μαλβίνα, είχα πάντα στον νου μου να κάνω κάτι που να ακουστεί και πάλι το όνομά της και προπάντων οι παλαιότεροι να θυμηθούν την τόσο ιδιαίτερη παρουσία της και οι νεότεροι να μάθουν πράγματα για εκείνην από πρώτο χέρι. Ετσι μαζί με την Αννα Αδριανού, που επίσης ήταν φίλη της Μαλβίνας, αποφασίσαμε να μεταφέρουμε στη μικρή οθόνη το τελευταίο βιβλίο της που έχει τον τίτλο “Πιο πολύ, πιο πολλοί” και είναι η ίδια η Μαλβίνα και η ζωή της». Με την ολοκλήρωση της μεταφοράς του βιβλίου στις σελίδες του σεναρίου η σειρά θα πάρει τον δρόμο για αναζήτηση τηλεοπτικής στέγης. Οπως είναι επόμενο, οι «μνηστήρες» θα είναι πολλοί, καθώς η Μαλβίνα πάντα ήταν δημοφιλής έχοντας συνεργασίες με όλα τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια.
Οι δυνατοί έρωτες και οι άνθρωποι που τη σημάδεψαν
Η ηρωίδα του βιβλίου αναζητεί τον έρωτα, μακριά από τετριμμένες σχέσεις, μακριά από τον συμβιβασμό και το βόλεμα – αυτά είναι πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία της. Το βιβλίο βρίθει από αναδρομές στην παρελθούσα ζωή της ηρωίδας, καθώς και σε εκείνην της μάνας της. Η συγγραφέας κάνει μια μίξη της πραγματικότητας με τη μυθοπλασία, αφήνοντας στην κρίση του αναγνώστη τι θα πιστέψει και τι όχι. Αφηγούμενη σε έναν φίλο -τον αναγνώστη- τη ζωή της, ξεκινά με τις αναμνήσεις της από την παιδική της ηλικία, τον ερχομό της στην Ελλάδα από το Ισραήλ μαζί με τη μάνα της. Η μάνα ωστόσο γρήγορα θα την εγκαταλείψει. Κάνει παράλληλες αναδρομές στη δική της ζωή και της μητέρας της, την οποία λατρεύει. Διάχυτες οι μνήμες από το Ισραήλ μαζί της, πολλά τα κοινά στοιχεία στον χαρακτήρα τους.
Αναφέρεται στην κόρη που αποκτά στην εφηβεία της -ως ανύπαντρη μητέρα-, στους δύο γάμους της και στους δύο κυρίαρχους έρωτές της. Στερήσεις, δυσκολίες επιβίωσης, αλλά και χρήματα, βιβλία, ταξίδια, κληρονομικά ζητήματα. Υστερα από είκοσι χρόνια ταξιδεύει με τη μάνα της στο Ισραήλ, βρίσκουν τη γιαγιά -τρεις γενιές μαζί-, θυμούνται, συγκινούνται, αποκαλύπτονται γεγονότα του παρελθόντος και ξανά βίαια χωρίζουν. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στον πρώτο της άντρα που της πρόσφερε μια «ήρεμη συγκίνηση», ταξίδια, θέατρα, που φρόντιζε τη μικρή της. Καθώς και στον δεύτερο άντρα της, τον «σκατοχαρακτήρα» που τον πότιζε, τον τάιζε, τον έντυνε. Που δεν ήθελε η γυναίκα να νοιάζεται για τη δουλειά της πρώτα, που δεν άντεχε τα παιδιά. Δύο δυνατούς έρωτες γνώρισε στη ζωή της. Τον πρώτο τον είχε θεό, τον ζήλευε, «ήταν οδυνηρή η μέθη που της προξενούσε». Εφυγε αυτός, δεν άντεχε. Ο δεύτερος υπήρξε όμορφος, ακτινοβόλος, ποιητικός, της άφηνε χώρο να ανασαίνει, υπήρξε για εκείνην «ο άντρας-μάγισσα». Η ζωή της ωστόσο υπήρξε μια διαρκής φυγή από τις σχέσεις που δημιουργούσε, είτε επρόκειτο για γάμους είτε για έρωτες είτε για εφήμερες σχέσεις. Για να διατηρήσεις την ισορροπία πρέπει να σπάσεις την εξάρτηση, αποφαίνεται. Αυτό κι έκανε, καλώντας σε ένα διαρκές κάλεσμα τους ανθρώπους που τολμούν να ερωτεύονται χωρίς αναστολές, χωρίς να βάζουν βαθμό στους έρωτές τους, επιτρέποντάς τους -απλώς- να φωταγωγούν τη ζωή τους.
Η απόδραση από το σπίτι, η μητέρα της και ο πενηντάρης
Για την πρώτη της εξαφάνιση από το σπίτι η Μαλβίνα γράφει στο βιβλίο: «Μια μέρα ξυπνάω, κρύβω κάτω από το στρώμα τη στολή του σχολείου. Φοράω τη φούστα της μάνας μου. Μια πράσινη με κόκκινα λουλούδια. Τη σφίγγω στη μέση με ένα μαντίλι, η φούστα μακριά να σέρνεται. Παίρνω μαζί μου ένα ταλκ και ένα τάλιρο. Φεύγω από το σπίτι. Εξι χρόνων και ούτε. Στέκω στη Βασιλίσσης Σοφίας, προσανατολίζομαι. Κατά τα Τουρκοβούνια. Εκεί που μου είχαν πει πως ζουν οι Τσιγγάνοι. Ερχόταν σπίτι μας να πει τα χαρτιά στη μάνα μου. Βαρβάρα τη λέγανε. Αναβε κάτι κεριά και τα έβαζε κάτω από τη φούστα της η Βαρβάρα. Να διαλυθεί η μαγγανεία της πεθεράς… Σπίτι δεν με χώραγε, φίλε, έξι χρόνων και ούτε. Βαριόμουν. Μόνο να χορεύω και να τραγουδάω με πόδια ξυπόλυτα…»
Για τη μητέρα της αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο ίδιο αποκαλυπτικό ύφος: «Τη μάνα μου κι αυτή δεν τη χωρούσε ο τόπος. Ομορφη. Δεκαέξι χρόνων με ένα μωρό κατεβαίνει στον Πειραιά. Δύο τσίτινα φουστάνια, ένα μωρό με μυρωδιά σκόρδου. Ολα της τα υπάρχοντα. Ο αξιωματικός του ισραηλινού στρατού θαμμένος για πάντα. Μπάσταρδο εγώ. Δεν τη χωράει το Ισραήλ. Μια μέρα μπαίνει στο καράβι, εξαφανίζεται. Προορισμός η Αμερική. Κάτι Εβραίοι της Λάρισας -γνωστοί γνωστών- θα μεριμνούσαν για τη βίζα. Ονειρευόμουν την Αμερική, λουστρινένια όνειρα. Ωραία ρούχα, άντρες δίχως στολές, δρόμοι δίχως τεθωρακισμένα. Φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά…»
Οι σχέσεις της με τους άντρες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της (όχι πάντα θετικό) περιγράφονται με πολύ ρεαλιστικό τρόπο. Αναφερόμενη σε έναν… λυπημένο πενηντάρη λέει: «Τότε γνώρισα τον πενηντάρη. Γελαστός, αδέξιος, λυπημένος πενηντάρης. Με ήθελε. Εγώ με το “καλημέρα” κρεμάστηκα πάνω του. “Μπαμπά” του λέω “σε αγαπώ. Εχω χρέη”. Μου τα πληρώνει όλα. Εφορίες, ρούχα, αυτοκίνητα, τα πάντα. Το παιδί μου σαν δικό του. Το δικό του στη μάνα του. Με παίρνει από το αχούρι, με πάει να μείνω σε ένα ωραίο σπίτι στη Γλυφάδα. Μακριά. Τζαμαρίες προς τη θάλασσα, τα χρέη πληρωμένα, οι ντουλάπες γεμάτες. Και τα βράδια να με κρατάει στην αδέξια λυπημένη αγκαλιά του σαν πολύτιμο στραντιβάριους. Σαν να του δόθηκε χάρη. Δεν του χάρισα ούτε ένα ερωτικό βράδυ. Δεν το απαίτησε ποτέ. Δεν τον αγάπησα, για την ακρίβεια λάτρεψα τη σημασία που είχα γι’ αυτόν. Καλή μαζί του, γελαστή, υπάκουη. Οταν έφερνε δουλειά στο σπίτι περπατούσα στις μύτες των ποδιών να μην τον ενοχλήσω. Γελαστή σερβίριζα τους φίλους του τα κυριακάτικα μεσημέρια. Ησυχη σαν πεθαμένη…»
Αγαπημένες ατάκες της
Οι αγαπημένες ατάκες-αποφθέγματα της Μαλβίνας δεν λείπουν φυσικά από το βιβλίο της ζωής της. Μερικές από αυτές είναι: «Η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να σου κάνει ένας άντρας είναι να σε γνωρίσει στους δικούς του. Αρκεί να είσαι ερωτευμένη μαζί του». «Ο γάμος είναι το κοινωνικό ισοδύναμο της τρομοκρατίας». «Τον παντρεύτηκα για να υπηρετήσω τη μισοτελειωμένη εμμονή μου. Ετσι όπως αγαπάς πάντα αυτόν που σου κάνει τα χατίρια σου». «Τους άντρες-παιδιά δεν τους θέλω με τίποτα. Ανάπηροι. Οι αδερφάρες της μαμάς».
ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΜΠΟΥΝΙΑΣ