❱❱ Αποκλειστικά στην «Espresso» και η συγκλονιστική κατάθεση ψυχής της συζύγου του Νάντιας: «Μου έγνεφε αβίαστα πως ήταν έτοιμος για το τελευταίο του ταξίδι»Από τον
Θάνο Μακρογαμβράκη
Το δικαίωμα στην ευθανασία ήταν για τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Αλέξανδρο Βέλιο το ίδιο σημαντικό με αυτό της αξιοπρεπούς ζωής. Αυτό, άλλωστε, άφησε να εννοηθεί με τον τρόπο που ο ίδιος επέλεξε να φύγει προς την αιωνιότητα μετά τη μάχη του με τον καρκίνο, πριν από ακριβώς δύο χρόνια.
Γι’ αυτό το δικαίωμα στην ευθανασία πάλεψε τους τελευταίους μήνες της ζωής του, είτε δίνοντας αμέτρητες συνεντεύξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη είτε καταστρώνοντας ένα ολόκληρο επικοινωνιακό στρατηγείο μέσα στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, μαζί με τους πέντε στενούς συνεργάτες του.
Ανάμεσά τους ήταν ο γνωστός δημοσιογράφος Κρικόρ Τσακιτζιάν, ο οποίος ανοίγει σήμερα αποκλειστικά στην «Espresso» το συρτάρι των αναμνήσεών του και θυμάται την ημέρα που ο Αλέξανδρος Βέλιος τον κάλεσε κάπου στο Σύνταγμα. «Ηταν ντυμένος στα λευκά και μου λέει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο: “Εχω καθολικό καρκίνο, έχω μετρημένες μέρες ζωής. Το αργότερο μέχρι τον Σεπτέμβριο θα έχω καταλήξει, όπως εγώ θέλω”» τόνισε.
Για τον δημοσιογράφο ήταν αξέχαστη η στιγμή που ζήτησε από τον Αλέξανδρο Βέλιο μια διαφορετική συνέντευξη από τις άλλες. Θα ήταν μεταθανάτια, καθώς θα δημοσιευόταν έναν μήνα μετά την κηδεία του!
Κοινωνικό μανιφέστο
Η συνέντευξη από τον «άλλον κόσμο», ένα μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε τότε και αναδημοσιεύει σήμερα ολόκληρη η «Espresso», είναι ένα κοινωνικό μανιφέστο. Είναι τόσο φιλοσοφημένες οι απαντήσεις του Αλέξανδρου, που αφοπλίζουν και τον πιο καχύποπτο απέναντί του, γι’ αυτό και αξίζει να τη διαβάσετε.
ΒΕΛΙΟΣ: Ο φίλος μου ο Κρικόρ μού ζήτησε μια «μεταθανάτια» συνέντευξη, την οποία βρήκα πρωτότυπη ως ιδέα – και χρήσιμη για την καταγραφή κάποιων απόψεων. Ο εθισμός στην ευκολία του υπολογιστή και η γενικότερη κόπωση των ημερών με απέτρεψαν από το να γράψω ιδιοχείρως. Ακολουθούν, λοιπόν, οι απαντήσεις στις ενδεικτικές ερωτήσεις που μου έστειλε, πληκτρολογημένες. Προστέθηκαν κάποιες διορθώσεις της τελευταίας στιγμής με το χέρι, που προκύπτουν πάντα όταν ξαναδιαβάζεις από απόσταση ένα κείμενο γραμμένο μονορούφι.
Κρικόρ: Αλέξανδρε, με το που δημοσιοποίησες το πρόβλημά σου έγινε κυριολεκτικά χαμός. Κατάφερες να στείλεις το μήνυμα που ήθελες προς όλες τις κατευθύνσεις. Το βέβαιο είναι πως άνοιξε για τα καλά η συζήτηση στη χώρα μας για την ευθανασία. Αυτό δεν ήθελες; Τώρα είναι απλά θέμα χρόνου να το αποδεχθούν όλες οι πλευρές και να γίνει νόμος του κράτους, έστω και με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών.
Δεν θα είχε νόημα να σου κάνω κι εγώ άλλη μια συνέντευξη μέσα στις τόσες που έδωσες και να τη δημοσιεύσω όσο είσαι εν ζωή.
Γι’ αυτό διάλεξα να τα πούμε… μετά θάνατον. Θα μου πεις, δύσκολο. Ναι, αλλά τελικά, όπως βλέπεις κι εσύ, όχι ακατόρθωτο.
Τι λες, δεν ξεκινάμε;
Κρικόρ: Τώρα που έχεις φύγει από αυτόν τον μάταιο κόσμο, τι θα ήταν αυτό που θα ήθελες να φωνάξεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου (συγγνώμη, παρασύρθηκα, εσύ δεν έχεις πια ψυχή) και να σε ακούσει όλος ο κόσμος από κει ψηλά που βρίσκεσαι;
Βέλιος: Ακόμα κι αν εδώ ψηλά διέθετα φωνή και συνείδηση, ο κόσμος δεν θα με άκουγε, ούτε αν ανακοίνωνα πως επίκειται η… Δευτέρα Παρουσία! Ο κόσμος μας -ο κόσμος σας θέλω να πω- έχει αυτιά μόνο για τα κελεύσματα του Μαμμωνά, υπηρετεί αποκλειστικά τον Θεό του Χρήματος. Οι μεταφυσικοί του αισθητήρες έχουν ατονίσει. Αυτό που ονομάζει ευτυχία είναι συνάρτηση των οικονομικών του δυνατοτήτων, όταν μιλάει για απόλαυση, εννοεί τον ξώπετσο ηδονισμό. Το ανθρώπινο είδος έχει απολέσει την αίσθηση της ιστορικότητάς του. Εδώ πάνω είναι το άπειρο της ανυπαρξίας. Εκεί κάτω κυριαρχεί το άπειρο του Μηδενός. Τα αυτιά σας είναι κλειστά.
Κρικόρ: Πώς βλέπεις τα πράγματα από κει πάνω, τώρα που είσαι απαλλαγμένος από μικροδεσμεύσεις και τυπικότητες: Μιλάω κοινωνικά, πολιτικά και πάνω απ’ όλα από πλευράς ηθικής της κοινωνίας.
Βέλιος: Απεχθανόμουν τον κομφορισμό όσο ζούσα, δεν ανήκα σε κανένα κόμμα, Εκκλησία, ομάδα, απέφευγα τη συναναστροφή με άτομα που δεν εκτιμούσα ή με παρέες που με έκαναν να πλήττω. Δεν υπήρξα ούτε πολιτικά ούτε κοινωνικά ορθός, επομένως από λίγα βαρίδια με απήλλαξε ο θάνατος. Κυρίως, από την ανάγκη να κερδίζω το ψωμί μου με τον ιδρώτα μου – και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό! Από εδώ, βλέπω μια ανθρωπότητα να διαγκωνίζεται κυνηγώντας αξιώματα, χρήματα, αναγνώριση, απολαύσεις, προνόμια και δεν διαισθάνεται πόσο αυτό το κυνηγητό της χρυσής ματαιότητας έχει τη γεύση της στάχτης.
Κρικόρ: Τα έβαλες με το κατεστημένο, σχεδόν όλα τα δημοσιογραφικά σου χρόνια. Τελικά τι είναι αυτό το κατεστημένο, βρε Αλέξανδρε; Δεν έχει ταυτότητα; Ποιοι είναι αυτοί που κρύβονται τόσο καλά πίσω από αυτό; Δεν βρίσκονται ανάμεσά μας; Μήπως είναι τίποτα φαντάσματα;
Βέλιος: Γιατί φαντάσματα; Οι ολιγάρχες της Μεταπολίτευσης έχουν κατονομαστεί επανειλημμένα, το γεγονός ότι λεηλάτησαν κυριολεκτικά τον τόπο ως κράτος εν κράτει έχει περιγραφεί επαρκώς. Λίγο πολύ, γνωστοί είναι και οι μισθοφόροι τους πολιτικοί, δημοσιογράφοι, παραγοντίστικοι πάσης φύσεως. Το ντόπιο κατεστημένο περιλαμβάνει ακόμα τα τρωκτικά των κομμάτων εξουσίας, ένας εσμός ευρύτερος από τους βουλευτές που δρουν σαν υπεργολάβοι της εξουσίας αποσπώντας δουλειές και παχυλές μίζες. Πόσοι και πόσοι δεν φτιάχτηκαν έτσι στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αλλά γιατί μιλάω για όλα αυτά, που δεν με αφορούν πια, σε ενεστώτα χρόνο…
Κρικόρ: Πάντα έλεγες ότι δεν πιστεύεις σε θεούς και αγίους. Πράγματι, ποτέ σου δεν πίστεψες ή έπαψες να πιστεύεις από κάποια περίοδο της ζωής σου και μετά;
Βέλιος: Εχω μια φυσική αποδομητική τάση απέναντι στις θρησκείες και στα χαϊμαλιά τους, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ακόμα και στο δημοτικό! Τις θεωρούσα πάντοτε πρωτόγονες συνταγές εξουσίας. Από την άλλη, διατηρούσα βαθιά πίστη στις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου, αν και δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις για την ανθρώπινη φύση. Κατά βάθος αυτό με κάνει πιο θρησκευόμενο από πάρα πολλούς πιστούς κατά συνθήκη.
Κρικόρ: Εκεί που πήγες, συνάντησες τον Θεό; Να ελπίζει κανείς ότι μπορεί να τον δει; Να του μιλήσει; Τι λες;
Βέλιος: Δεν είχα τέτοια ελπίδα φεύγοντας. Εκεί που είμαι τώρα δεν υπάρχει συνείδηση, δεν υπάρχει Εγώ – άρα πώς να υπάρχει Θεός; Αλλά μιλάω προσωπικά. Δεν έχω το δικαίωμα να στερήσω την ελπίδα για μετά θάνατον ζωή από κανέναν άνθρωπο. Θα ήταν απάνθρωπο και, στο κάτω κάτω, αυθαίρετο.
Κρικόρ: Μια ζωή ζητούσες να επικρατήσει το αυτονόητο. Μα είναι τελικά τόσο δύσκολο να επιτευχθεί σε αυτό τον τόπο το αυτονόητο; Διεκδίκησες το δικαίωμα στο να επιλέγει κανείς να πεθαίνει με τον τρόπο που επιθυμεί. Λες ότι τα κατάφερες; Δηλαδή τώρα εκεί που βρίσκεσαι είσαι ικανοποιημένος;
Βέλιος: Διεκδίκησα για λογαριασμό μου και για όλους το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια του θανάτου – και κατ’ επέκταση στην αξιοπρέπεια της ζωής. Αυτά δεν αρέσουν στις συστημικές εξουσίες. Με κάτι τέτοια ανοίγει ο ασκός του Αιόλου της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου! Μακάρι να είχα φύγει με τη σιγουριά ότι η περίπτωσή μου ενέπνευσε επαρκώς κάποιες κοινωνικές δυνάμεις και η Πολιτεία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει, υπό όρους προφανώς, το δικαίωμα στην ευθανασία. Αλλά έμαθα να μην υποτιμώ τη δύναμη της κοινωνικής αδράνειας, ιδίως σε μια χώρα σαν την Ελλάδα.
Κρικόρ: Εχεις ζητήσει κάτι, από τον κόσμο ή από τους φίλους σου, που να μπορεί να σου φανεί χρήσιμο έστω και μετά τον θάνατό σου;
Βέλιος: Θα ευχόμουν να είχα προλάβει να ιδρύσω έναν φορέα με την επωνυμία «Πολίτες για την αξιοπρέπεια στη ζωή και στον θάνατο», ο οποίος να πίεζε και να πετύχαινε την αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας. Τότε θα αισθανόμουν ότι «έφυγα» πραγματικά δικαιωμένος.
Κρικόρ: Φίλε, πες μου ειλικρινά, νιώθεις προνομιούχος; Δεν πιστεύεις ότι κατάφερες να δεις πώς θα αντιδράσει ο κόσμος με τον θάνατό σου, ενώ βρισκόσουν ακόμη εν ζωή; Σου άφησε μια γλυκόπικρη γεύση αυτό το συναίσθημα; Σου μαλάκωσε λίγο τον πόνο όσο προετοιμαζόσουν γι’ αυτό το ταξίδι;
Βέλιος: Νιώθω προνομιούχος γιατί με την παρουσίαση του βιβλίου μου παρευρέθηκα στο ωραιότερο μνημόσυνο που θα μπορούσα να φανταστώ για τον εαυτό μου! Νιώθω προνομιούχος γιατί «έφυγα» εισπράττοντας πολλή αγάπη, συμπαράσταση και αλληλεγγύη. Νιώθω, τέλος, προνομιούχος γιατί «έφυγα» σωματικά νέος ακόμη, με όλες τις δημιουργικές ικανότητές μου άθιχτες, απρόσβλητος από πόνο, φθορά και μαρασμό.
Κρικόρ: Τέλος, θέλω να μου πεις από κει που βρίσκεσαι, σου λείπει αυτός ο μάταιος και σκληρός κόσμος;
Βέλιος: Είναι πράγματι σκληρός, και ταυτόχρονα ωραίος. Μάταιος; Για τους πολλούς, ναι. Αλλά δεν βρίσκω ματαιότητα σε εκείνον που δημιουργεί και ολοκληρώνεται μέσα στη ζωή. Πλην όμως, πόσοι είναι αυτοί; Οχι, εγώ προσωπικά είχα ένα καλό μέρισμα ζωής και δεν μπορώ να πω ότι ο κόσμος σας μου λείπει.
Κρικόρ: Μήπως, τελικά, «έφυγες» την ώρα που έπρεπε για να μη δεις τα χειρότερα που ενδεχομένως έρχονται ή μήπως ήσουν από εκείνους που πίστευαν ότι έρχονται καλύτερες μέρες;
Βέλιος: Λοιπόν, «έφυγα» έχοντας απολέσει κάθε ελπίδα και ίσως κάθε ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Στον ορατό ορίζοντα δεν έβλεπα άλλη προοπτική από την περαιτέρω φτωχοποίηση, την περαιτέρω οικονομική και κοινωνική αποτελμάτωση. Τι κίνητρο ζωής είχα όταν δεν υπήρχε τίποτε να διεκδικήσεις ή να αντιπαλέψεις; Η αιωνία Ελλάς είναι μια χαμένη ιστορία – όπως άλλωστε και η Ενωμένη Ευρώπη κατά πάσα πιθανότητα. Με ανακούφιση άφησα πίσω μου τον βάλτο με τα βατράχια των τηλεπαραθύρων. Τα τελευταία χρόνια ζούσα με το αίσθημα του εσωτερικού μετανάστη, ανήμπορος να συνδιαλλαγώ με την κυρίαρχη μικρόνοια, μικρολογία, μικροπρέπεια. Σαν να μην ανήκα πια κατά βάθος ούτε στον τόπο ούτε στη γλώσσα μου ούτε στο επάγγελμά μου. Αυτά τα έχω περιγράψει στην ποιητική μου σύνθεση «Οδύσσεια», που εκδόθηκε τρεις μήνες πριν από το «Εγώ κι ο θάνατός μου».
Κρικόρ: Κλείσε αυτή τη συνομιλία μας, όπως θέλεις εσύ. Εγώ σε αποχαιρετώ και σου λέω κάνε υπομονή. Θα συναντηθούμε.
Βέλιος: Δεν είμαι φτιαγμένος για πομπώδεις αποχαιρετισμούς. Να ξέρεις μόνο ότι «έφυγα» με το χαμόγελο στα χείλη, διότι κατάφερα να έχω αξιοπρεπή ζωή κι έναν αξιοπρεπή θάνατο.
ΥΓ. Κρικόρ: Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, να υπογράψεις τη συνομιλία μας αυτή, γιατί πολλοί θα με πάρουν για τρελό. Θέλω να με προστατέψεις όσο βρίσκομαι κι εγώ ανάμεσα σε τόσο δύσπιστους και σκληρούς ανθρώπους. Μη μου κρεμάσουν τίποτα κουδούνια, ότι την ψώνισα. Πρέπει να πειστούν ότι πράγματι συνομιλήσαμε.
Αντίο, φίλε.
Διαβάστε παρακάτω τη συνέχεια:
«Τελείωσα με εσένα, θάνατε! Τώρα κάνε ό,τι θέλεις»
Δύο χρόνια συμπληρώθηκαν στις 4 Σεπτεμβρίου από την ημέρα που ο Αλέξανδρος Βέλιος αποφάσισε να φύγει από τη ζωή. Και δύο χρόνια μετά η σύζυγός του Νάντια Γερολυμάτου, με κείμενό της που απέστειλε στην «Espresso», συγκλονίζει:
Είναι αλήθεια ότι δεν έχω συνειδητοποιήσει πώς πέρασαν δύο χρόνια από τότε που με κοίταξε ατρόμητος για τελευταία φορά στα μάτια. Η ευστάθεια του νου και της σάρκας του δεν τον είχαν προδώσει. Το βλέμμα του είχε μια πραότητα, μου έγνεφε αβίαστα πως ήταν έτοιμος και αποφασισμένος για το τελευταίο του μεγάλο ταξίδι…
Είναι φανερό ότι η διαχείριση του χρόνου είναι προσωπική. Ο Αλέξανδρος κατάφερε, έχοντας επίγνωση της έλευσης του θανάτου του, να χρησιμοποιήσει τον λίγο χρόνο που του απέμενε ως πυκνωτή της ζωής του. Εγραψε σε διάστημα δέκα ημερών ένα ποιητικό δοκίμιο, την “Οδύσσεια”, με θέμα τη σημερινή κρίση και την ιστορική παρακμή του Ελληνισμού. Και αμέσως μετά πήρε την απόφαση να γράψει το βιβλίο “Εγώ κι ο θάνατός μου: Το δικαίωμα στην ευθανασία”, το οποίο συνέβαλε στο να κατανικήσει τον φόβο του επερχόμενου θανάτου. Και απέναντι στην απόλυτη μοναχικότητα που κάθε θάνατος προϋποθέτει, αντιπαρέθεσε τη θαρραλέα εξομολόγηση, χρησιμοποιώντας την πλούσια πνευματική του σκευή που με τα χρόνια απέκτησε. Εγραψε το βιβλίο σε 15 νύχτες και, όταν το τελείωσε, θυμάμαι ήταν ξημερώματα, ήρθε και μου είπε: “Τελείωσα με εσένα, θάνατε. Τώρα κάνε ό,τι θέλεις”. Και, βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτά τα έργα. Το συγγραφικό του έργο δυστυχώς δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό. Σειρά από κείμενα του Αλέξανδρου έχουν δημοσιευτεί στις εκδόσεις Printa/Ροές στις οποίες υπήρξε υπεύθυνος.
Ο Αλέξανδρος άφησε μια παρακαταθήκη αξιοπρέπειας, μια παρακαταθήκη πνευματικού αγγίγματος, μια παρακαταθήκη ψυχικής αντοχής. Εγκεφαλικός, ευρυμαθής, εστέτ, διανοούμενος, ποιητής, δημοσιογράφος, μια πολυπρισματική προσωπικότητα. Δέχτηκε θαρραλέα το χαστούκι του καρκίνου, θαρραλέα αντιμετώπισε το αδυσώπητο θηρίο που λέγεται καρκίνος όταν η μάχη ήταν εκ προοιμίου άνιση. Δεν λύγισε στιγμή, δεν παραδόθηκε στον φόβο του θανάτου. Δεν υπήρξε ποτέ από εκείνους που παρατηρούν την εξέλιξη των πραγμάτων με το μάτι του αιχμαλώτου. Δεν βούλιαξε απαθώς στην απονεύρωσή του. Ο Αλέξανδρος υπήρξε πάντα ένα ελεύθερο και μάχιμο πνεύμα. Κατάφερε την πιο τρομακτική, την πιο αδιανόητη, την ύστατη στιγμή να αναφωνήσει: “Κι όμως είμαι ακόμη ζωντανός!”
Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι που αγαπάς δεν χάνονται. Πεθαίνουν μαζί σου. Και αυτό που ήταν, αυτό που απελευθέρωνε το είναι τους γίνεται αλησμόνητο και αντάξιο μιας αβάσταχτης νοσταλγίας».