❱❱ Πώς η Λουίζα Μπατίστα από εργάτρια του θεάτρου έγινε πρωταγωνίστρια στο σποτ που έγραψε ιστορίαΑπό τον
ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΙΖΑ
«Θέλω να έχουν κάποια στοιχεία για μένα όταν θα φύγω από τη ζωή. Και είμαι έτοιμη για να “φύγω”» λέει συγκινημένη στην «Espresso» η Λουίζα Μπατίστα και αρχίζει να ξεδιπλώνει το νήμα της ενδιαφέρουσας ιστορίας της.
Η 89χρονη, μία από τις πιο σπουδαίες «άγνωστες» (στους πολλούς) ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου, έγινε ξαφνικά πριν από μερικά χρόνια η φιγούρα της διπλανής πόρτας, μέσα από μια διαφήμιση μερικών δευτερολέπτων γνωστής μάρκας καφέ, στην οποία έλεγε την ατάκα: «Φουντούκι έχετε;». Στην όμορφη συνέντευξη που μας παραχώρησε μας μίλησε, μεταξύ άλλων, για το ξεκίνημα της Μαρινέλλας ως ηθοποιού, για την πολύ καλή της φίλη Γεωργία Βασιλειάδου, για το ασυναγώνιστο χιούμορ του Βασίλη Αυλωνίτη, αλλά και για τον Κώστα Χατζηχρήστο, ο οποίος τη φλέρταρε επίμονα…
Η κυρία Λουίζα μένει στο σπίτι της στα βόρεια προάστια μαζί με την εγγονή της και τις αναμνήσεις μιας ζωής, που θα μπορούσαν να είναι ένας τόμος στην εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού κινηματογράφου! «Η αλήθεια είναι ότι δεν έπαιξα σε πολλές ταινίες. Μόλις 16, αλλά για μένα ήταν μία προς μία. Ημουν κυρίως εργάτρια του θεάτρου» λέει χαμογελώντας στην «Εspresso» η ηθοποιός, που μεσουρανούσε από τη δεκαετία του ’50 έως και τη δεκαετία του ’80, οπότε και αποσύρθηκε.
Στο σαλόνι του σπιτιού της δεσπόζουν φωτογραφίες με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Γεωργία Βασιλειάδου, τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Σταυρίδη, τη Ρένα Βλαχοπούλου. Τα πάντα για εκείνη έχουν μείνει πίσω, στο σπουδαίο παρελθόν της. Ψάχνοντας στο internet, δεν βρίσκεις πληροφορίες γι’ αυτή τη σπουδαία ηθοποιό, που έχει συνεργαστεί με όλα τα ιερά τέρατα της τέχνης. «Θέλω να έχουν κάποια στοιχεία για μένα όταν θα φύγω από τη ζωή» λέει συγκινημένη και αρχίζει να εξιστορεί τη ζωή της.
«Κατάγομαι από τη Λαμία. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός και, όπως καταλαβαίνεις, πήγα παντού σχολείο, λόγω των μεταθέσεών του. Από τη Λαμία πήγαμε Θεσσαλονίκη, όπου άρχισα να σπουδάζω στο ωδείο. Θυμάμαι λοιπόν ήρθε ο Χατζώκος, που είχε ένα θέατρο στην πλατεία Αριστοτέλους, και μου μίλησε για θέατρο και με έπεισε να μπω στον θίασο. Ηταν ένα πολύ ωραίο θεατρικό σχήμα, από όπου βγήκαν όλες οι μετέπειτα φίρμες. Η Μαρινέλλα, που τότε την έλεγαν Κική Παπαδοπούλου, η Μαίρη Βασιλάκη, ο Γιώργος Κάππης, ο Κώστας Βουτσάς, η Μάρθα Καραγιάννη, ο Αλέκος Τζανετάκος, εγώ και πολλοί άλλοι. Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, έπρεπε για να δουλέψεις σε θέατρο να έχεις άδεια ηθοποιού. Κι έτσι αποφάσισα να κατέβω στην Αθήνα, όπου έμεναν τα δύο μου αδέρφια».
Στο σημείο αυτό τη διακόπτουμε για να τη ρωτήσουμε σχετικά με το ξεκίνημα της Μαρινέλλας. «Σε εκείνον τον θίασο κάναμε μαζί ένα νούμερο. Ηταν ηθοποιός ακόμα. Και στον θίασο αυτό για πρώτη φορά τραγούδησε ένα τραγούδι της Κατερίνας Βαλέντε. Μείναμε άφωνοι με τη φωνή της. Και όλοι τότε λέγαμε ότι η Μαρινέλλα θα γίνει μεγάλη ερμηνεύτρια. Και έγινε» μας λέει και «πιάνει» την αφήγηση για τη ζωή της από εκεί που την άφησε…
Στην Αθήνα όταν ήρθε αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού ως εξαίρετο ταλέντο, έχοντας κριτές τον Δημήτρη Χορν, τις αδερφές Καλουτά, τη Μαρίκα Κρεββατά και πολλούς άλλους. Τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο τής τον εμπιστεύτηκε στο Περοκέ ο Κώστας Χατζηχρήστος. «Πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Δοτικός, γεμάτος αγάπη και πολύ… γυναικάς. Θυμάμαι ότι κάθε φορά που τελείωνα την παράσταση μου έλεγε: “Πάμε για φαγητό”. Την άλλη μέρα: “Πάμε για καφέ”. Ντε και καλά να με κάνει φιλενάδα του» μας λέει και χαμογελάει δυνατά.
Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν με τον Χατζηχρήστο, ο ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου θεάτρου της Αθήνας, του Ακροπόλ, ο Βασίλης Μπουρνέλλης είχε μάθει για τη μεγάλη επιτυχία της Λουίζας Μπατίστα. Και την πήρε τηλέφωνο να συνεργαστεί μαζί του με διπλάσια χρήματα και τριετές συμβόλαιο. «Και ο Χατζηχρήστος γίνεται πυρ και μανία. “Μωρή σκατόβλαχα, σε έκανα ηθοποιό και πήγες στον απέναντι” μου είπε και χίλια άλλα. Και εγώ μούγκα. Δώδεκα χρόνια έμεινα στον Μπουρνέλλη. Αργότερα, βέβαια, ξαναδουλέψαμε με τον Κώστα και γίναμε πολύ καλοί φίλοι» θυμάται.
«Εκανα τη διαφήμιση λόγω της… εφορίας!»
Πριν από 22 χρόνια έφυγε από τη ζωή ο σύζυγός της. Η απώλειά του την έκανε να κλειστεί στον εαυτό της και, όπως η ίδια λέει, «ακόμα και σήμερα έχω κατάθλιψη σε σοβαρή μορφή.
Η απώλειά του μου στοίχισε ανεπανόρθωτα. Ενα μικρό διάλειμμα σε αυτόν τον μοναχικό δρόμο που διαβαίνω ήταν η διαφήμιση που έκανα με το “φουντούκι έχετε;” Και πώς έγινε; Εντελώς τυχαία. Ενας νεαρός διαφημιστής της γειτονιάς μού είπε: “Ρε Λουιζάκι, θα μου κάνεις ένα μικρό βιντεάκι για ένα προϊόν καφέ, προκειμένου να το στείλω ως δείγμα δουλειάς σε μια γερμανική εταιρία καφέ;” Είχαν στείλει εκατοντάδες promo. Και οι Γερμανοί με βρήκαν εξαιρετική. Εγώ, από την άλλη, δεν ήθελα με καμία δύναμη να την κάνω. Στο σπίτι μου ήρθε μέχρι και ο διευθυντής από τη Γερμανία. Από τα πολλά με πήγαν στο Πήλιο και το γυρίσαμε» μας λέει. «Και ξέρεις γιατί αποδέχτηκα την πρόταση; Ηθελα να μαζέψω χρήματα για την Εφορία για να γράψω το σπίτι αυτό που μένω στην εγγονή μου. Τίποτα άλλο».
Λίγο προτού ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας μιλάμε για τον θάνατο. «Οχι, δεν τον φοβάμαι. Εξάλλου, είμαι έτοιμη να “φύγω”. Και ξέρετε πώς θα “φύγω”; Εχω υπογράψει χαρτί να με κάψουν. Ποτέ δεν θα βάλω τους ανθρώπους που αγαπώ να νιώσουν ό,τι ένιωσα εγώ με τον χαμό του συζύγου μου. Ποτέ!».
Ο Σταυρίδης και η Ρένα
Μοιραία, η συζήτησή μας πηγαίνει και στο θεατρικό ταίρι της Βασιλειάδου, τον Βασίλη Αυλωνίτη. «Απίθανος άνθρωπος! Εξω καρδιά. Χαμογελούσε πάντα και σε έκανε να νιώθεις πολύ όμορφα όταν ήσουν κοντά του. Παίξαμε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις. Ελεγε ό,τι ήθελε στο θέατρο. Εβαζε δικές του προθήκες και έκανε τέτοιες γκριμάτσες που ακόμα και ο πιο δύσκολος στο γέλιο δεν άντεχε να μη γελάσει. Δυστυχώς, πέθανε πάμπτωχος, έπαιζε τα χρήματά του στον ιππόδρομο» λέει και μας δείχνει μέσα από τα δεκάδες άλμπουμ φωτογραφίες στις οποίες έπαιξαν μαζί.
Από την άλλη, θεωρεί πολύ δύσκολο άνθρωπο τον Σταυρίδη. «Με τον Νίκο είχαμε μαζί θίασο. Δεν είχαμε ανταλλάξει ποτέ κακή κουβέντα. Στο σανίδι έβαζε πολλά δικά του και χαλούσε κόσμο. Ηταν ευρηματικός τύπος. Ομως, εκτός σκηνής ήταν απομονωμένος, δεν χαμογελούσε εύκολα». Τέλος, για τη φίλη της Ρένα Βλαχοπούλου μόνο καλά θυμάται. «Σπουδαίος χαρακτήρας. Μην την πειράξεις, όμως, σε “έτρωγε”. Βοηθούσε πολύ κόσμο η Ρένα, χωρίς να το μάθει κανείς. Τελευταία, που ήταν πολύ άρρωστη, μας ζήτησε να τη σηκώσουμε από το κρεβάτι και μαζί με τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου να την πάμε βόλτα στην Αθήνα. Την περάσαμε από όλα τα θέατρα. Ελαμψε όλο της το πρόσωπο. Νομίζω, ήταν και η τελευταία της βόλτα».
«Η φίλη μου, η Βασιλειάδου»
Ανάμεσα στις δεκάδες ιστορίες που μας εκμυστηρεύτηκε η κ. Μπατίστα μερικές από αυτές αφορούσαν την κολλητή της, τη Γεωργία Βασιλειάδου.
«Με τη Γεωργία μάς συνέδεαν πολλά χρόνια φιλίας. Οταν πρωτοήρθα στην Αθήνα και τα αδέρφια μου έλειπαν, η Γεωργία με καλούσε σε μια παράγκα που έμενε στο Νέο Ηράκλειο για να μου κάνει το τραπέζι. Ηταν σπουδαίος χαρακτήρας με πηγαίο χιούμορ. Ομως, ως χαρακτήρας ήταν απόλυτη, αλλά ήμασταν σαν οικογένεια. Καθόμασταν και μου έλεγε ιστορίες για τη ζωή της. Μια φορά, λοιπόν, είχε αποφασίσει να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος στο Νέο Ηράκλειο. Μας κάλεσε, λοιπόν, ένα από εκείνα τα βράδια ότι θα βγάλει λόγο. Είχε ανέβει σε ένα μπαλκόνι και έλεγε, έλεγε, έλεγε. Μόλις κατέβηκε, της λέω:
“Μωρή, μόνο παιδιά δεν είπες ότι θα μας κάνεις”. Η καημένη δούλεψε σκληρά σε όλα τα μπουλούκια που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Επαιξε παντού για να κάνει μια μεγάλη περιουσία. Η ίδια σκέψου φορούσε ό,τι πιο λαϊκό υπήρχε. Δεν την ένοιαζε καθόλου ούτε η εμφάνισή της ούτε τίποτα. Οταν αρρώστησε βαριά, στο τέλος της ζωής της, κάθε πρωί ήμουν εκεί, δίπλα της, σε ένα νοσοκομείο που την είχαν στα Μελίσσια. Επαιρνα τα ρούχα της, τα έπλενα και της τα πήγαινα ξανά. Τελικά, βγήκε από το νοσοκομείο και εγώ πάλι δίπλα της. Μου τηλεφωνούσε κάθε μία ώρα. Ενιωθε μοναξιά: “Λουιζάκι μου, θέλω λίγο νεράκι”. Και εγώ εκεί, έτρεχα δίπλα της. Λίγο καιρό μετά πέθανε. Πήγαν ελάχιστοι στην κηδεία της. Ξέρω τόσα πολλά μυστικά για τη Γεωργία, όμως θα τα πάρω μαζί μου στον τάφο μου» μας λέει.