❱❱ Περισσότεροι από 1.000 Ελληνες μη καπνιστές πεθαίνουν ετησίως
«Στη χώρα πρέπει να ψηφιστεί ένας νόμος με ένα άρθρο, που να λέει ότι θα πρέπει να εφαρμόζεται ο νόμος…» Αυτή τη μεγάλη αλήθεια είπε ο λογοτέχνης Εμμανουήλ Ροΐδης το 1878, ο οποίος θα ήταν έκπληκτος σήμερα εάν μπορούσε να δει ότι η διαπίστωσή του εφαρμόζεται απόλυτα στον αντικαπνιστικό νόμο 141 χρόνια μετά.
Πρόκειται για τον νόμο 3420/2005, που παραμένει ανεφάρμοστος ακόμη και μέσα στη Βουλή από τους εκπροσώπους που τον ψήφισαν αλλά συνεχίζουν να τον απαξιώνουν και να τον… σνομπάρουν καθημερινά μέσα στο Κοινοβούλιο.
Μάλιστα, αποτελεί πρόκληση η αδιαφορία που επιδεικνύει η εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Υγείας και των κυβερνήσεων που έρχονται και φεύγουν, καθώς όλοι δείχνουν την ίδια χαλαρή στάση απέναντι στο κάπνισμα, δηλαδή τον «νούμερο ένα» δολοφόνο που σκοτώνει 16.000 θεριακλήδες και 1.000 παθητικούς καπνιστές στη χώρα μας κάθε χρόνο.
Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Τις εγκυκλίους που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν και αφορούν τα πρόστιμα που φτάνουν έως και 3.000 ευρώ σε άτομα που καπνίζουν σε κλειστούς δημόσιους χώρους ή τα 1.500 ευρώ σε οδηγούς που μέσα στα Ι.Χ. μεταφέρουν παιδιά και καπνίζουν; Τις καμπάνιες ενημέρωσης μέσω των ΜΜΕ για τις τραγικές επιπτώσεις του καπνίσματος που ποτέ δεν είδαμε, αν και έχουν ανακοινωθεί επανειλημμένα από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας; Τα φάρμακα διακοπής καπνίσματος κόστους έως και 100 ευρώ τον μήνα που πληρώνουν ο καπνιστής-ασθενής και o δυνάμει καρκινοπαθής από την τσέπη τους επειδή ο ΕΟΠΥΥ δεν τα καλύπτει; Τα σχέδια επί χάρτου και τις επιτροπές που κάθε κυβέρνηση ανακοινώνει και κανείς δεν ξέρει τι κάνουν και γιατί τις πληρώνουμε;
Ανεφάρμοστος
Αλήθεια, τι να πρωτοπεί κανείς για ένα τόσο σοβαρό θέμα που αντιμετωπίζεται με τόση απάθεια και αδιαφορία; Πέρυσι, περίπου τέτοια εποχή, είχαμε ρωτήσει τον γενικό γραμματέα Δημόσιας Υγείας Γιάννη Μπασκόζο εάν θα εφαρμοστεί επιτέλους ο νόμος τουλάχιστον σε δημόσιες υπηρεσίες, νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, και ήταν αισιόδοξος ότι θα εφαρμοστεί «ακόμη και εάν χρειαστεί να φάμε ξύλο», όπως είχε πει χαρακτηριστικά. Τελικά, παρά τις καλές προθέσεις του, ο νόμος παραμένει ανεφάρμοστος και αυτό κανείς εύκολα το διαπιστώνει αρκεί να επισκεφτεί ένα νοσοκομείο, μια δημόσια υπηρεσία ή το υπουργείο Υγείας στην οδό Αριστοτέλους.
Μάλιστα, η κατάσταση έχει ανέβει σε άλλο… επίπεδο καθώς τα τελευταία χρόνια το τσιγάρο έχει έναν αξιόμαχο αντίπαλο. Και αναφερόμαστε φυσικά στο ηλεκτρονικό τσιγάρο και στα άλλα καπνικά προϊόντα, για τα οποία επίσης υπάρχει εγκύκλιος (νόμος 4419/2016) που απαγορεύει τη χρήση τους σε δημόσιους κλειστούς χώρους, ενώ φυσικά προβλέπει και πρόστιμα.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η πολιτική του υπουργείου Υγείας για το κάπνισμα και τα νέα καπνικά προϊόντα κινείται στη σφαίρα της… ελεύθερης βούλησης. Δηλαδή, όποιος θέλει εφαρμόζει τον αντικαπνιστικό νόμο και όποιος επιθυμεί κάνει ένα τσιγαράκι σε κλειστό χώρο, που τυπικά απαγορεύεται, χωρίς επιπτώσεις και κυρώσεις.
Η σκληρή πραγματικότητα με τη γλώσσα των αριθμών
Αυτό, που πάντα μας προσγειώνει στη σκληρή πραγματικότητα και μάλιστα πολύ ανώμαλα είναι η γλώσσα των αριθμών. Ας δούμε, λοιπόν, ποιο είναι το κόστος του καπνίσματος τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε χρήμα, που περιλαμβάνει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τη νοσηλεία εκατοντάδων χιλιάδων ασθενών (καρκινοπαθείς, καρδιοπαθείς κ.ά.). Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής Γιάννης Τούντας τον περασμένο Μάιο στην Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καπνίσματος -που τη χαρακτήρισε «ημέρα ντροπής»-, περισσότεροι από 16.000 Ελληνες καπνιστές πεθαίνουν κάθε χρόνο και περισσότεροι από 1.000 μη καπνιστές χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας του παθητικού καπνίσματος σε κλειστούς χώρους.
Οσο για τις δαπάνες της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης όσων αρρωσταίνουν εξαιτίας του καπνίσματος, αυτές αγγίζουν το αστρονομικό ποσό των 3,4 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 38% των Ελλήνων καπνίζει, με συνέπεια η χώρα μας να κατέχει την πρώτη θέση μαζί με τη Βουλγαρία στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι Ελληνες είναι οι πιο θεριακλήδες σε όλο τον κόσμο, με 20,5 τσιγάρα ημερησίως, όταν σε άλλες χώρες η κατανάλωση κυμαίνεται από 5,8 έως 17,5 τσιγάρα.
Επίσης, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα όπου δεν εφαρμόζονται τα μέτρα απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, σε ποσοστό 87% στα μπαρ (Ισπανία 8%), σε ποσοστό 70% στα εστιατόρια (Αγγλία 5%) και σε ποσοστό 41% στους χώρους εργασίας, όταν στη Ρουμανία και την Πολωνία δεν ξεπερνούν το 24%.
Υπάρχουν, όμως, και καλά νέα. Σύμφωνα με έρευνα της ΚΑΠΑ Research, για λογαριασμό του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας τον Ιούλιο του 2017, έχει σημειωθεί μείωση των καπνιστών στη χώρα μας τα τελευταία πέντε χρόνια. Συγκεκριμένα, το 27,1% των Ελλήνων δηλώνει ότι καπνίζει, αισθητά μικρότερο ποσοστό από το 36,7% που είχε καταγράψει αντίστοιχη έρευνα της ΚΑΠΑ Research το 2012.
Αυτή η μείωση των 9,6 ποσοστιαίων μονάδων σε μία πενταετία αποτελεί ρεκόρ μείωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τον διευθυντή του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας, διευθυντή του Ερευνητικού Εργαστηρίου «George D. Behrakis», ερευνητή στο Ιδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, καθηγητή Παναγιώτη Μπεχράκη.
Ο ΕΟΠΥΥ δεν καλύπτει τα φάρμακα διακοπής
Σχεδόν σε όλες τις πνευμονολογικές κλινικές των νοσοκομείων της χώρας υπάρχει ιατρείο διακοπής καπνίσματος, με αποτέλεσμα σήμερα στο ΕΣΥ να λειτουργεί ένα εκτεταμένο δίκτυο ιατρείων από την Αλεξανδρούπολη έως την Κρήτη. Ωστόσο, δεν λείπουν τα προβλήματα, όπως μας είπε ο δρ Παναγιώτης Μπεχράκης: «Ολο και περισσότερο ενεργοποιούνται οι συνάδελφοι γιατροί που είναι πιστοποιημένοι στα θέματα διακοπής του καπνίσματος».
100 ευρώ
«Το πρόβλημα, εκτός από τις ελλείψεις σε προσωπικό, είναι ότι τα φάρμακα για τη διακοπή του καπνίσματος δεν συνταγογραφούνται, δηλαδή δεν καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ. Οπότε, εάν ο ασθενής (γιατί ο καπνιστής είναι ο μελλοντικός καρκινοπαθής, εμφραγματίας κ.λπ.) χρειάζεται να δώσει 100 ευρώ για τη φαρμακευτική αγωγή του, τότε αυτό αποτελεί ακόμη μία δικαιολογία για να μην κόψει το κάπνισμα, παρόλο που τα οφέλη στην υγεία του θα είναι πενταπλάσια από τα χρήματα που θα δώσει για τα φάρμακά του».
Ο κ. Μπεχράκης αλλά και η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρία επανειλημμένα έχουν ενημερώσει τις ηγεσίες του υπουργείου Υγείας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. «Ολοι αναγνωρίζουν ότι έχουμε δίκιο, και μάλιστα μας το λένε. Ωστόσο, δεν κάνουν αυτό που πρέπει» καταλήγει χαρακτηριστικά.