❱❱ Το θολό τοπίο στην αγορά και οι ευθύνες της πολιτείας
Σε έναν κόσμο που η μόλυνση του περιβάλλοντος πυροδοτεί μια σειρά από καρκινογενέσεις, καρδιοπάθειες, άσθμα, αλλεργίες και πολλές άλλες σοβαρές ασθένειες, είναι λογικό πολλοί άνθρωποι να στρέφονται ολοένα και περισσότερο στα βιολογικά προϊόντα φυτικής και ζωικής παραγωγής.
Η αγορά βιολογικών προϊόντων στη χώρα μας έχει μακρά πορεία. Απόδειξη το γεγονός ότι το 2015 οι βιολογικές εκτάσεις άγγιζαν σχεδόν τα 4.000.000 στρέμματα, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Από αυτά, τα 840.000 ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα υπόλοιπα βοσκότοποι. Σήμερα υπάρχουν 29.000-30.000 βιοκαλλιεργητές.
Θα έπρεπε, λοιπόν, να είμαστε ευχαριστημένοι και ήσυχοι όταν αγοράζουμε βιολογικά προϊόντα; Οχι ιδιαίτερα, καθώς το τοπίο είναι θολό και οι αιτίες για αυτό είναι πολλές.
Η αρχή του κακού είναι, φυσικά, οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες που έχουν περάσει από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και από το 2013 δίνουν απλόχερα άδειες σε αγρότες που τους ενδιαφέρει μόνο η επιδότηση και όχι η βιοκαλλιέργεια.
Με «κλειστά μάτια»
Αυτή, λοιπόν, η κακή νοοτροπία πυροδοτεί μια σειρά από καταστάσεις που μόνο προς όφελος του καταναλωτή δεν είναι. Να σημειωθεί εδώ ότι και ο καταναλωτής έχει μεγάλη ευθύνη, όταν, για παράδειγμα, ζητάει βιολογική ντομάτα τον Ιανουάριο και μάλιστα απαιτεί να είναι και… νόστιμη!
Σύμφωνα λοιπόν με ανθρώπους της αγοράς των βιολογικών προϊόντων, δυστυχώς στην Ελλάδα γίνονται έλεγχοι με «κλειστά μάτια» από ορισμένους από τους 16 φορείς πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων που υπάρχουν στη χώρα μας (όταν στην Ιταλία είναι επτά για 100.000 βιοκαλλιεργητές). Και αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν φορείς που δίνουν τις πιστοποιήσεις αντί χαμηλών τιμών. Επίσης υπάρχουν αγρότες – βιοκαλλιεργητές που ενδιαφέρονται μόνο για τις επιδοτήσεις που παίρνουν χωρίς να εμπορεύονται τα προϊόντα τους ή τα δίνουν ως συμβατικά.
Ακόμη η ακατανόητη ομερτά των συλλόγων παραγωγών στις βιολογικές λαϊκές αγορές αλλά και των συνεταιρισμών με βιολογικά προϊόντα διατηρεί μια νοσηρή κατάσταση και έτσι διαιωνίζονται τα πρόβληματα καθώς δεν ξεκαθαρίζει «η ήρα από το στάρι».
Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουν οι καταναλωτές για να μην πληρώνουν βιολογικά προϊόντα «μαϊμού» από βιοκαλλιεργητές «μαϊμού»;
«Ο,τι ακριβώς κάνουν όταν θέλουν να βρουν έναν καλό γιατρό, έναν καλό δικηγόρο, έναν καλό επαγγελματία» μας λέει ο γεωπόνος – βιοκαλλιεργητής Δημήτρης Δημητριάδης, διευθυντής του Οργανισμού Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων ΔΗΩ, του παλαιότερου φορέα πιστοποίησης στη χώρα, και συνεχίζει: «Καταρχάς οι καταναλωτές πρέπει να είναι ενημερωμένοι, να αναζητούν πάντα στα προϊόντα που αγοράζουν τις ετικέτες πιστοποίησης, να προσέχουν εάν έχουν το ευρω-φύλλο, το σήμα πιστοποίησης της Ε.Ε., να ζητούν την πιστοποίηση του παραγωγού που πουλάει τα προϊόντα του στον πάγκο της βιολογικής λαϊκής και, φυσικά, να αξιολογούν οι ίδιοι τα φρούτα και τα λαχανικά που αγοράζουν».
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα βιολογικό προϊόν δεν σημαίνει ότι είναι και νόστιμο. Εάν ο καταναλωτής αγοράζει βιολογικές φράουλες τον χειμώνα, επειδή δεν είναι η εποχή τους, δεν θα είναι τόσο νόστιμες όσο όταν θα τις φάει την άνοιξη. «Αυτό που λέει ο λαός “κάθε πράγμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο” θα πρέπει να είναι η φιλοσοφία του καταναλωτή. Εάν υπάρχει ένα μαζικό κίνημα ενημερωμένων και ευαισθητοποιμένων καταναλωτών, τότε θα πιέσουν τις αντίστοιχες ενώσεις καταναλωτών, που έχουν τεράστια δύναμη, όπως γνωρίζουμε στο εξωτερικό. Οσο υπάρχει ζήτηση για προϊόντα εκτός εποχής, π.χ. ντομάτες τον Δεκέμβριο και μήλα τον Ιούλιο, τόσο θα παράγονται, είναι απλό. Γι’ αυτό επισημαίνω ότι είναι θέμα παιδείας και κουλτούρας τόσο για τον βιοκαλλιεργητή όσο και για τον καταναλωτή» μας είπε ο κ. Δημητριάδης.