❱❱ Το 25% των εγκύων με σοβαρές επιπλοκές κατά την κύηση μπορεί να έχει πρόωρο τοκετόΤο ένα τέταρτο των γυναικών που έχουν σοβαρές επιπλοκές στην εγκυμοσύνη μπορεί να γεννήσει πρόωρα, με αποτέλεσμα οι οικογένειές τους να αντιμετωπίζουν διπλές δυσκολίες, σύμφωνα με νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στη «ScienceDaily».
Η μελέτη αυτή, που παρουσιάστηκε διαδικτυακά στην επιστημονική επιθεώρηση «The Journal of Maternal – Fetal & Neonatal Medicine», είναι η πρώτη που επικεντρώνεται σε αυτή τη διαπίστωση και δείχνει ότι αφορά μια στις 270 γεννήσεις, ενώ είναι δύο φορές πιο πιθανό να επηρεάσει τις μαύρες γυναίκες.
Δοκιμασία
«Οι περιπτώσεις τοκετών στις οποίες τόσο οι μητέρες όσο και τα νεογέννητα δοκιμάζονται από επιπλοκές είναι ιδιαίτερα στρεσογόνες για τις οικογένειες, που πρέπει να μεριμνήσουν για την υγεία και των δύο.
Παρ’ όλα αυτά οι φορείς υγειονομικής περίθαλψης δεν αναγνωρίζουν αυτό το βάρος, κυρίως μάλιστα όταν τη φροντίδα της μητέρας έχει αναλάβει διαφορετικός ειδικός υγείας από αυτόν που φροντίζει το νεογνό» δήλωσε η δρ Οντρεϊ Λίντον, καθηγήτρια Νοσηλευτικής, βοηθός διευθυντή κλινικής έρευνας στο Κολέγιο Νοσηλευτικής Ρόρι Μέγιερς του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Τα πρόωρα νεογνά -που γεννήθηκαν πριν από τις 37 εβδομάδες κύησης- αντιμετωπίζουν πλήθος προβλημάτων υγείας: αναπνευστικά, πέψης, καρδιάς, ανάπτυξης.
Το ίδιο ισχύει και για τις μητέρες που δοκιμάζονται από επιπλοκές (σοβαρή μητρική νοσηρότητα): αιμορραγίες, θρόμβοι αίματος, καρδιακή ανεπάρκεια, επείγουσα υστερεκτομή και άλλα σοβαρά προβλήματα.
Αν και η σοβαρή μητρική νοσηρότητα είναι σπάνια κατάσταση, αυξήθηκε κατακόρυφα στο διάστημα από το 2002 έως το 2014, με μεγάλες συνέπειες στις ίδιες τις γυναίκες και τις οικογένειές τους.
Οι μελετητές βρήκαν ότι στις 10.000 γεννήσεις οι πρόωροι τοκετοί ήταν 876, ενώ οι περιπτώσεις σοβαρής μητρικής νοσηρότητας ήταν 140.
Επομένως, το ένα τέταρτο των γυναικών με σοβαρή μητρική νοσηρότητα γέννησε πρόωρα. Η πλειονότητα αυτών των γεννήσεων, που επιβαρύνουν και το νεογνό και τη μητέρα, εντοπίστηκαν κυρίως σε περιπτώσεις πραγματικά πρόωρου τοκετού (61%) παρά στις περιπτώσεις προκαλούμενου πρόωρου τοκετού για ιατρικούς λόγους (23%).