Επανάσταση στη θεραπεία καρκίνου του αίματος των ηλικιωμένων εκτιμάται ότι θα φέρει η δημιουργία πειραματικού φαρμάκου, που έδωσε ελπιδοφόρα αποτελέσματα στις πρώτες κλινικές δοκιμές.
Το φάρμακο αποδείχτηκε αποτελεσματικό εναντίον της Χρόνιας Μυελογενούς Λευχαιμίας (ΧΜΛ), χωρίς να δώσει καμία από τις σοβαρές παρενέργειες που προκαλούν τα υπάρχοντα φάρμακα.
Η ΧΜΛ είναι καρκίνος του αίματος και του μυελού των οστών, στον οποίο ο οργανισμός παράγει υπερβολικό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων και συνήθως η διάγνωσή του γίνεται μετά τα 60 έτη. Όπως επισημαίνει έρευνα που δημοσιεύτηκε στο «New England Journal of Medicine», τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της ΧΜΛ και είναι γνωστά ως «αναστολείς πρωτεϊνικών κινασών» μπορεί να προκαλέσουν παρενέργειες, όπως διάρροια, εμετό και μυαλγία, ενώ κάποιες φορές παύουν να είναι αποτελεσματικά έπειτα από καιρό. Οι αρνητικές συνέπειες οφείλονται στο γεγονός ότι τα υπάρχοντα φάρμακα καταστρέφουν και τα υγιή κύτταρα, εκτός από τα καρκινικά.
Οι ερευνητές από το South Australian Health and Medical Research Institute της Αυστραλίας, με επικεφαλής τον καθηγητή Tim Hughes, δοκίμασαν το πειραματικό φάρμακο asciminib, που επίσης ανήκει στην κατηγορία των αναστολέων πρωτεϊνικών κινασών σε 150 ασθενείς με χρόνια μυελογενή λευχαιμία, οι οποίοι ήδη λάμβαναν άλλη θεραπεία.
Παρενέργειες
Κάθε εθελοντής λάμβανε από 10 mg μέχρι 200 mg asciminib μία ή δύο φορές την ημέρα για 14 μήνες κατά μέσον όρο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μετά την ολοκλήρωση του 14μήνου το asciminib παρέμενε ακόμη αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση της ΧΜΛ. Αντίθετα με τους άλλους αναστολείς πρωτεϊνικών κινασών, το asciminib δεν συνοδευόταν από τις πολύ σοβαρές παρενέργειες που χαρακτηρίζουν τα υπάρχοντα φάρμακα.
Κάποιοι από τους ασθενείς όμως παρουσίασαν πονοκέφαλο, κούραση και υψηλή αρτηριακή πίεση, παρενέργειες που, σύμφωνα με τους ερευνητές, ήταν εύκολα αντιμετωπίσιμες και γι’ αυτό θεώρησαν επιτυχημένες τις πρώτες κλινικές δοκιμές του πειραματικού φαρμάκου asciminib. Το επόμενο στάδιο των ερευνών είναι η τέλεση μεγαλύτερου εύρους κλινικών δοκιμών τους επόμενους μήνες.