Ο άγιος και ο «ιός» της βλακείας
Με μία σκληρή επιστολή απαντά ο μητροπολίτης Εδέσσης Ιωήλ στα διάφορα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης που συνδέουν με τρόπο κατηγορηματικό την εξάπλωση της πανδημίας στον νομό Πέλλας και στην Έδεσσα με την επίσημη ανακομιδή των ιερών λειψάνων του αγίου Καλλινίκου, επιχώριου επισκόπου, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Οκτωβρίου, δηλαδή ακριβώς πριν από έναν μήνα.
«Θεωρούμε ανυπόστατη και αβάσιμη αυτήν την ετεροχρονισμένη καταγγελία, αφού δεν στηρίζεται ούτε σε πραγματικά εμπειρικά δεδομένα ούτε σε κάποια επιστημονικά συμπεράσματα» αναφέρεται στην επιστολή της μητρόπολης, ενώ σημειώνεται ότι «η εμπειρία απέδειξε, από τις επίσημες ανακοινώσεις και εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, ότι κανένας από τους συμμετέχοντες δεν ασθένησε για το κρίσιμο διάστημα μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου».
Προσθέτουν, άλλωστε, τις επίσημες ενημερώσεις του ΕΟΔΥ και των ειδικών επιστημόνων που αναφέρουν ότι όποιος νοσήσει από τον Covid-19 παρουσιάζει συμπτώματα τις πρώτες 3-5 ημέρες και οπωσδήποτε μέσα σε 14 ημέρες, τονίζοντας, μάλιστα, πως η παρέλευση 14 ημερών από επαφή με κάποιον φορέα -είτε αυτός έχει συμπτώματα είτε όχι- σημαίνει ρητά ότι δεν μεταδόθηκε η νόσος.
«Από την προσωπική μαρτυρία των συμμετεχόντων, κληρικών και λαϊκών, προκύπτει η πεποίθηση ότι η χάρις του Θεού διά πρεσβειών του αγίου Καλλινίκου τούς διαφύλαξε τότε, κατά τη μοναδική και ιστορική εκείνη περίσταση» υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο κ. Ιωήλ. Ο σεβασμιότατος επισημαίνει, επίσης, ότι «όπως οφείλουμε να σεβόμαστε τους νόμους της Πολιτείας και τις διαπιστώσεις της επιστήμης, ως χριστιανοί δεν λησμονούμε παράλληλα -και μάλιστα σε περιστάσεις κρίσιμες σαν τη σημερινή- την αληθινή δύναμη του ζώντος Θεού και τη χάρη των αγίων Του».
Σύμφωνα με πληροφορίες, άλλωστε, η τοπική Εκκλησία έχει ενοχληθεί πολύ από τις ανακρίβειες που δημοσιεύονται απλώς για να δημιουργηθούν εντυπώσεις στο πλαίσιο ενός γενικότερου βρόμικου πολέμου που έχει ξεσπάσει τελευταία με θύμα την Εκκλησία.
Εξάλλου, τις προηγούμενες ημέρες τόσο οι αρχιερείς όσο και οι πιστοί δέχονται μία ευρύτερη επίθεση από μερίδα ανθρώπων και μέσων ενημέρωσης που θέλουν να στοχοποιήσουν όχι μόνο τη θεία κοινωνία, αλλά γενικότερα την πίστη, παρουσιάζοντας συνεχώς υποτιθέμενα κρούσματα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Ιερά Σύνοδος: Νευρωτικοί όσοι ασχολούνται με τη θεία κοινωνία
Στην αντεπίθεση πέρασε -φανερά ενοχλημένη- η Εκκλησία της Ελλάδος, με αφορμή ειρωνικά δημοσιεύματα σχετικά με την εκδημία του μητροπολίτη Λαγκαδά Ιωάννη και τη μαρτυρία της πίστεώς του στη θεία κοινωνία.
Η Ιερά Σύνοδος σε ανακοίνωσή της χαρακτηρίζει επίδοξους καθοδηγητές της κοινής γνώμης όσους επιμένουν με νευρωτικό τρόπο να ασχολούνται αποκλειστικά με τη θεία κοινωνία, να επιβάλουν αντιεπιστημονικούς συσχετισμούς με τη διασπορά του κορονοϊού, σε πείσμα των επιδημιολογικών στοιχείων, και να αποφαίνονται ακόμα και για ζητήματα πίστεως, «δογματίζοντας» δίχως καμία θεολογική γνώση και αρμοδιότητα.
Πειθαρχία στα μέτρα
Παράλληλα σημειώνει πως, από τη στιγμή που η δημοκρατική Πολιτεία εγγυάται τη θρησκευτική ελευθερία, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να ζητά την κρατική απαγόρευση της θείας κοινωνίας ως «ανθυγιεινή», επειδή απλώς ο ίδιος δεν πιστεύει. Κάνει, επίσης, σαφές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος με τις εγκυκλίους και τις ανακοινώσεις της πάντοτε συνιστά πειθαρχία στα υγειονομικά μέτρα μέσα και έξω από τους ιερούς ναούς, ενώ ουδέποτε υποστήριξε τους αρνητές της πανδημίας και, βέβαια, ουδέποτε διέδωσε παιδαριώδεις και ειδωλολατρικές απόψεις, ότι οι ορθόδοξοι ιερείς ή γενικώς οι χριστιανοί δεν πρόκειται να νοσήσουν λόγω της ιδιότητάς τους.
Διευκρινίζει, ακόμη, ότι η διοικούσα Εκκλησία από την αρχή της υγειονομικής κρίσης συνεργάζεται με την Πολιτεία και τα μέλη της τηρούν τις υγειονομικές προβλέψεις, προτρέποντας τους κληρικούς και τον πιστό λαό να εφαρμόζουν όσους περιορισμούς θεσμοθετούνται από το κράτος και εισηγούνται οι επιστημονικοί σύμβουλοί του. Αναφορικά με τα ειρωνικά σχόλια σχετικά με την εκδημία του μητροπολίτη Λαγκαδά, η Ιερά Σύνοδος τα χαρακτηρίζει απολίτιστα, υπογραμμίζοντας με έμφαση ότι δεν είναι δικαίωμα κανενός να επιχαίρει και να χλευάζει την κοίμηση ενός συνανθρώπου του, επειδή ήταν κληρικός της Εκκλησίας, την οποία θεωρεί ως παράταξη, και μάλιστα αντίθετή του.