Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν από τον χαμό του Θανάση Βέγγου.
Σπουδαίος ηθοποιός που έγραψε ιστορία τόσο με το ταλέντο όσο και με το ήθος του.
Είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής και είχε σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Θεωρείται ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ μέχρι και το τέλος της ζωής του συνέχιζε να εμφανίζεται σε ταινίες, στην τηλεόραση και το θέατρο. Ήταν γνωστός και ως ο «Καλός μας άνθρωπος».
Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο, και γονείς του ήταν ο Βασίλης και η Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, συγκεκριμένα εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, και ήρωας της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο, εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η απόλυση του πατέρα του προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση, κάτι που τον ανάγκασε να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο. Κυριότερη μεταξύ των επαγγελμάτων με τα οποία ασχολήθηκε ήταν η απασχόλησή του σε επεξεργασίες δερμάτων. Παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά.
Τα χρόνια 1948-1950 υπηρέτησε τη θητεία του ως “ανεπιθύμητος” στρατιώτης στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία Μαγική Πόλη του Κούνδουρου.Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα κινηματογραφικά πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή.
Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1960. Τον ίδιο καιρό, το 1959, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς-πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.
Την εποχή που γυριζόταν “Ο δράκος” παντρεύτηκε την Μίνα (Ασημίνα) Βέγγου με την οποία ήταν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Απέκτησαν μαζί δυο γιους, τον Βασίλη και τον Χάρη. Οι γιοι του τού έδωσαν εγγόνια τα οποία υπεραγαπούσε, όπως επιβεβαιώνει και η γυναίκα του : “Η αγάπη του Θανάση ήταν τόσο μεγάλη για την Νίκη και τον Θανασάκη που σχεδόν έκλαιγε κάθε φορά που άκουγε το όνομά τους. Είχε λατρεία για τα δυο του εγγόνα και τίποτα δεν μπορούσε να την επισκιάσει. Ούτε τα μικροπροβλήματα υγείας. Δεν μπορείτε να καταλάβετε το πάθος του για αυτά”
Σύμφωνα με τον πρωτότοκο γιο του Βασίλη, ο Θανάσης Βέγγος έκανε παρέα “με τον Δημήτρη Νικολαΐδη, την Σούλη Σαμπάχ, τον Γιώργο Λαζαρίδη και τον Ντίνο Κατσουρίδη. Ένας πραγματικός φίλος του είναι ο Γιώργος Σταυρόπουλος. Γενικά θεωρεί το καλλιτεχνικό κύκλωμα λίγο περίεργο και αισθάνεται σαν ψάρι έξω από το νερό”.
Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Με ταινίες όπως Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ, Μην είδατε τον Παναή, Ζήτω η τρέλλα!, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρία παραγωγής ΘΒ-Ταινίες Γέλιου. Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις Φανερός πράκτωρ 000, Τρελός, παλαβός και Βέγγος, Ποιος Θανάσης;, που τις χαρακτηρίζουν το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός και η πηγαία ερμηνεία. Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο μετά από πολλά χρόνια.
Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ η δημοτικότητά του παραμένει σταθερή κι οδηγεί στην αποθέωση του από τον κόσμο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971, όπου η ταινία Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού.
Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας του 1976. Η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίζεται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο. Τη δεκαετία του ’80 ασχολείται με το γύρισμα έξι βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς Βεγγαλικά που, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988. Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης.
Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας, με κορυφαία στιγμή το ρόλο του στην ταινία Όλα είναι δρόμος του 1998. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997, στο ρόλο του Δικαιόπολι στους Αχαρνής και το 2001 στην Ειρήνη του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία. Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά Περί ανέμων και υδάτων. Συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι από τους πιο αγαπημένους και δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου. Η τελευταία κινηματογραφική συμμετοχή του ήταν στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Ψυχή βαθιά”, το 2009.
Την εποχή που γυριζόταν “Ο δράκος” παντρεύτηκε την Μίνα (Ασημίνα) Βέγγου με την οποία ήταν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Απέκτησαν μαζί δυο γιους, τον Βασίλη και τον Χάρη. Οι γιοι του τού έδωσαν εγγόνια τα οποία υπεραγαπούσε, όπως επιβεβαιώνει και η γυναίκα του : “Η αγάπη του Θανάση ήταν τόσο μεγάλη για την Νίκη και τον Θανασάκη που σχεδόν έκλαιγε κάθε φορά που άκουγε το όνομά τους. Είχε λατρεία για τα δυο του εγγόνα και τίποτα δεν μπορούσε να την επισκιάσει. Ούτε τα μικροπροβλήματα υγείας. Δεν μπορείτε να καταλάβετε το πάθος του για αυτά”
«Δεν είναι θέμα ταλέντου ό,τι γίνεται. Το έχω πει επανειλημμένα ότι δεν είναι θέμα ταλέντου,αλλά αυτός ίσως ο πρωτογονισμός που έχω μέσα μου. Πώς γίνεται και ο κόσμος με ανέχεται τόσα χρόνια; Το ξαναλέω. Είναι θέμα φάτσας και όχι ταλέντου. Και κάτι άλλο. Ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι πάνω στον Βέγγο υπάρχει μια εντιμότητα, ότι ο Βέγγος δεν έχει προσπαθήσει ποτέ να τον κοροϊδέψει.Πίσω από κάθε προσπάθεια υπάρχει η ηθική προσπάθεια που με καταβάλλει», είχε πει στο Βήμα το 1978.
«Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα έτοιμος, ποτέ. Σε ό,τι και αν έκανα. Μια ζωή στην τσίτα ήμουν. Δεν ηρεμώ ποτέ. Είμαι της… αγχωτικής κωμωδίας εγώ. Όπως μου το είχε γράψει ο Γιάννης Σολδάτος. Το άγχος είναι η σπεσιαλιτέ μου. Σήμερα πλέον ο κόσμος δεν γελάει με τίποτε. Έχει πολλά προβλήματα. Δεν γελάει όπως γελούσε. Έχει ανάγκη να γελάσει, και μεγαλύτερη από παλιά, αλλά δεν γελάει. Είναι πικραμένος ο κόσμος. Του δίνουμε αυτό που χρειάζεται του κόσμου; Δεν νομίζω», είχε δηλώσει στο Βήμα το 1998.
Ο Θανάσης Βέγγος νοσηλευόταν από τις 19 Δεκεμβρίου 2010 στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου “Ερυθρός Σταυρός” λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου – εκεί απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011, λίγο πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του. Τάφηκε στην Αμοργό, τόπο καταγωγής της μητέρας του και της γιαγιάς του.
Αν και σπουδαίος ηθοποιός ήταν πάντα σεμνός και κάθε φορά που βραβευόταν ή άκουγε καλά λόγια από τον κόσμο δεν έκρυβε τη συγκίνησή του. Παρέδωσε μαθήματα ήθους και αξιοπρέπειας στοιχεία που θα έπρεπε να έχει κάθε μεγάλος καλλιτέχνης αλλά και κάθε ΜΕΓΑΛΟΣ άνθρωπος όπως εκείνος.
Δεν σε ξεχνάμε καλέ μας άνθρωπε….