Τα λιμνάζοντα νερά της επιτροπής λοιμωξιολόγων, αλλά και της κυβέρνησης, ήρθε να ταράξει με την άποψή του για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού ο έγκριτος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και επιστημονικός συνεργάτης της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Τάκης Βιδάλης.
Σε χθεσινή του παρέμβαση, ο καθηγητής ξεκαθάρισε ότι ο καταναγκασμός των πολιτών να εμβολιαστούν και η «τιμωρία» που επιφέρει η ανυπακοή είναι νομικά και ηθικά απαράδεκτα! Μάλιστα, καυτηρίασε το γεγονός ότι ένας τόσο σοβαρός περιορισμός των ατομικών ελευθεριών και της προσωπικής αυτονομίας επιβάλλεται μέσω μίας τροπολογίας σε ένα άσχετο νομοσχέδιο, παραθέτοντας αναλυτικά το μείζον συνταγματικό θέμα που προκύπτει από τη διαχείριση της κυβέρνησης.
Ασκώντας σφοδρή κριτική στον νυν υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη, στον οποίο καταλογίζει εμμέσως διγλωσσία, ο κ. Βιδάλης επισημαίνει πως η κυβέρνηση δεν είχε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια πειθούς που είχε προς τους πολίτες, πριν προχωρήσει στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Και πώς να το κάνει, όταν επί δύο χρόνια το μόνο άγχος που είχαν οι κυβερνώντες ήταν να χρησιμοποιούν πολιτικά τον κορονοϊό, για να περάσουν με μεγαλύτερη ευκολία την ατζέντα τους και όταν οι επικοινωνιακές καμπάνιες ενημέρωσης προορίζονταν για… φίλους και γνωστούς;
Ο καθηγητής καταγγέλλει την κυβέρνηση και για το γεγονός ότι δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, επισημαίνοντας ότι το εμβόλιο είναι το μόνο -και αποδοτικότερο- όπλο κατά του κορονοϊού. Συνεπώς, δεν μπορεί να εφαρμοστεί η υποχρεωτικότητα με τόσο σφοδρά τιμωρητικά μέτρα. Παράλληλα, ο κύριος Βιδάλης καυτηριάζει την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην επί της ουσίας ακύρωση κάθε έννοιας προσωπικών δεδομένων.
«Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αναφέρει πόσοι και όχι ποιοι εργαζόμενοι είναι εμβολιασμένοι» υποστηρίζει ο καθηγητής. Σε αντίθετη περίπτωση, έχουμε παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Το καίριο πρόβλημα συνταγματικότητας της τροπολογίας, όπως αναφέρει ο κ. Βιδάλης, είναι η συνέπεια της άρνησης εμβολιασμού, που μπορεί να σημαίνει την άδεια ή αναστολή καθηκόντων άνευ αποδοχών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Όσο κι αν αυτή η συνέπεια δεν ισοδυναμεί με απόλυση του εργαζομένου, στην πράξη οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: Δεν θα μπορεί να συντηρήσει τον εαυτό του (και ίσως τα μέλη της οικογένειάς του), επειδή δεν «συμμορφώνεται» με την απαίτηση της Πολιτείας.
Μία δημοκρατική Πολιτεία δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε τέτοιο αδιέξοδο οποιονδήποτε πολίτη ή κάτοικό της, για έναν λόγο: Διότι η αξίωσή της να εκπληρώνει ο καθένας το χρέος της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθ. 25 Σ) -στην οποία αναφέρθηκε εμφατικά ο πρωθυπουργός και μαζί του συμφώνησε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας- προϋποθέτει (και δεν συνεπάγεται!) τον απόλυτο σεβασμό από την πλευρά της στην αξία κάθε ανθρώπου.