Είναι η «Ολγα» της τηλεοπτικής σειράς του Alpha «Άσε μας ρε μαμά». Είναι όμως και η «Βωβούλα» της παράστασης «Κάποτε στον Βόσπορο», στο θέατρο «Βεάκη».
- Από τον
ΗΛΙΑ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ
Η πληθωρική και περήφανη Πόντια Παρθένα Χοροζίδου μάς αφηγείται την ιστορία της, από τα παιδικά χρόνια της στην όμορφη Καβαλά, όπου μεγάλωσε, μέχρι την Αθήνα, όπου ζει σήμερα, έχοντας διαγράψει ήδη μια σημαντική καλλιτεχνική διαδρομή και συνεχίζοντας να κάνει αυτό που αγαπάει σε μια εποχή που, όπως λέει χαρακτηριστικά, χρειάζεται λίγη ψυχραιμία.
Ποιες εικόνες έρχονται πρώτες στο μυαλό σου από τα παιδικά σου χρόνια στην Καβάλα;
Το σπίτι μου, η γειτονιά μου πάνω από το Σούγελο, τα παιχνίδια στους δρόμους με την παρέα μου, το κάστρο της πόλης. Έντονα θυμάμαι και τα ωδεία της Καβάλας, έχω περάσει πολλές ώρες εκεί με καλούς φίλους και ωραίες μουσικές.
Βγήκες στο θέατρο μέσω του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, μια παράσταση των Σταμάτη Κραουνάκη και Λίνας Νικολακοπούλου, που σκηνοθέτησε ο Νίκος Μαστοράκης…
Εγώ τότε δεν ήξερα ακόμη τι σημαίνει θέατρο. Πήγα λοιπόν στην οντισιόν του κ. Κραουνάκη λίγο πριν από την τρίτη λυκείου, είπα ένα τραγούδι, είπα κι έναν μονόλογο και με πήραν στην παρέα τους. Κάναμε σεμινάρια εκεί με πολύ ωραίους δασκάλους που είχαν φέρει από την Αθήνα, και στο τέλος με χρησιμοποίησαν στην πρώτη τους παράσταση, στον «Πλούτο», που χαρακτηρίστηκε μία από τις δύο καλύτερες παραστάσεις της δεκαετίας, παρακαλώ. Φανταστείτε ότι, ενώ εγώ ήμουν ένα παιδί που δεν καταλάβαινε πού ήταν, μόλις έγινε η πρεμιέρα μας, κατάλαβα ακριβώς ότι εκεί ήθελα να είμαι.
Μετά με τον Κραουνάκη δουλέψατε και στη «Σπείρα Σπείρα» για περίπου μία δεκαετία. Τι θυμάσαι απ’ αυτόν;
Ότι είναι ακούραστος και μπορεί να σε ξαφνιάσει με τη φαντασία του και με την όρεξή του για δουλειά. Βέβαια, είναι και πολύ απαιτητικός, με τον εαυτό του πρώτα και μετά με τους άλλους. Τα χρόνια με τη «Σπείρα Σπείρα» ήταν οικογενειακά. Ξυπνούσαμε και κοιμόμασταν με τις παραστάσεις στο μυαλό μας.
Μετά τον «Πλούτο» μετακόμισες στην Αθήνα;
Μόλις τελείωσα το σχολείο, ήρθα στην Αθήνα και σπούδασα στη Δραματική Σχολή του Θεοδοσιάδη. Μάλιστα, η πρώτη μου δουλειά ήταν στο θέατρό του, το Βικτώρια, όπου είχαμε παίξει το «Παιχνίδι της σφαγής» του Ιονέσκο, μαζί με την αγαπημένη μου συμμαθήτρια στη σχολή, την Αγορίτσα Οικονόμου. Στη συνέχεια έκανα ένα έργο για παιδιά της Κάκιας Ιγερινού, που είχε σκηνοθετήσει ο Γιάννης Λαπατάς, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Είχαμε και τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» πάνω στη σκηνή, ενώ είχε έρθει και ο ίδιος ο Μίκης και μας είχε δει. Πολύ συγκινητικές στιγμές.
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο σου έγινε με τις «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη. Πώς ήταν η εμπειρία;
Θυμάμαι ένα τεράστιο επιτελείο συντελεστών, γέλια και χαρές με τον Αποστόλη Τότσικα και ησυχία στο γύρισμα. Δεν το ζητούσε ο ίδιος ο Παντελής Βούλγαρης, αλλά υπήρχε κάτι σαν ιεροσύνη στο χώρο και μόνο που βρισκόταν εκείνος εκεί. Πολύ ωραία εμπειρία. Ήταν κι εκείνος πολύ γλυκός άνθρωπος.
Ποιες άλλες συνεργασίες ξεχωρίζεις με αστερίσκο;
Τον Αλέξανδρο Ρήγα τον βάζω πολύ ψηλά, τόσο στις τηλεοπτικές όσο και στις θεατρικές συνεργασίες μας. Μου έχει δώσει τόσα δώρα, που του είμαι υπόχρεη. Αστερίσκο βάζω και στους Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, με τους οποίους δουλέψαμε πολύ στο θέατρο, με τελευταίο έργο πρόπερσι το «Δικό μας σινεμά», στο Αλσος. Έχω περάσει πολύ καλά στη δουλειά μου. Πραγματικά έχω να θυμάμαι μόνο καλά πράγματα. Όποια άσχημα είναι σαν να τα σβήνω από τον εγκέφαλό μου, αλλά πραγματικά το 90% των αναμνήσεων μου από αυτή τη δουλειά είναι ιδρώτας και πολύ καλή παρέα.
Φέτος σε βλέπουμε στο σίριαλ «Ασε μας ρε μαμά», στον Alpha. Πώς αισθάνεσαι ως μέλος αυτής της επιτυχημένης τηλεοπτικής δουλειάς;
Ευχαριστώ από καρδιάς τον σκηνοθέτη Πιέρρο Ανδρακάκο που επέμεινε να είμαι στο σίριαλ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθανόμουν πολύ εξαντλημένη και δεν ήθελα αμέσως να πάω. Μπορεί να έφταιγαν το καθισιό της καραντίνας και η κλεισούρα. Τελικά ήμουν τυχερή γιατί το αποφάσισα, πήγα σε αυτή την οικογένεια, θα πω, γιατί έτσι την αισθάνομαι. Είμαστε όλη μέρα εκεί, φυσικά, γιατί τα γυρίσματα είναι πολύωρα, αλλά πραγματικά ευχαριστώ τον Πιέρρο που επέμεινε.
Στη σειρά υποδύεσαι την Ολγα Τοντόροβα, τη Ρωσίδα οικονόμο και έμπιστη φίλη της κεντρικής ηρωίδας, που παίζει η Παναγιώτα Βλαντή. Έχεις πιστούς φίλους στον χώρο ή και εκτός αυτού;
Εκτός χώρου, σίγουρα ναι. Και στον χώρο όμως έχω ανθρώπους που αγαπάω πολύ. Την Ελένη Καρακάση, ας πούμε. Είμαστε αυτοκόλλητες από πέρυσι τον Οκτώβριο. Μπορεί αυτό να ακούγεται αφύσικο, αλλά έτσι είναι η δουλειά μας. Θα τον βρεις τον άλλον και, αν ταιριάξεις, θα τον έχεις για μια ζωή. Με τη Χριστίνα Τσάφου έχουμε δουλέψει μαζί μόνο μια φορά, στην «Ονειροπαγίδα». Ε, όταν τη βλέπω σε κάποια πρεμιέρα, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Όπου βρεις άνθρωπο κι έχει ακουμπήσει λίγο η ψυχή του επάνω σου τον βλέπεις και χαίρεσαι.
Η μυθοπλασία φαίνεται να παίρνει φέτος τη ρεβάνς από τα realities. Σε ικανοποιεί αυτό ως ηθοποιό;
Επιτέλους! Φυσικά και με ικανοποιεί τόσο ως ηθοποιό όσο και ως τηλεθεατή. Δεν μου αρέσει να βάζω ανθρώπους στο μικροσκόπιο και να τους κοιτάζω σαν κατσαριδούλες μέσα σε ένα κουτάκι. Με στενοχωρεί και να το βλέπω. Είναι γούστα αυτά, φυσικά. Δεν λέω να μην υπάρχουν τα realities. Προφανώς σε κάποιους αρέσουν… Αλλά να έχει ο κόσμος επιλογές να δει και κάτι άλλο.
Δηλαδή δεν θα πήγαινες στη «Φάρμα» ή στο «Survivor», αν στριμωχνόσουν οικονομικά και σου γινόταν μια δελεαστική πρόταση;
Δεν θα το σκεφτόμουν καν. Θα έκανα κάτι άλλο. Δεν κατηγορώ εκείνους που πηγαίνουν, αλλά εγώ δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να ταλαιπωρήσω το κορμί και την ψυχή μου σε κάτι τέτοιο. Έχω περάσει, ας πούμε, από το «Your Face Sounds Familiar», το οποίο ήταν ταιριαστό με τη δουλειά μου, αλλά τώρα που το βλέπω από μακριά, δεν ξέρω αν θα το έκανα ξανά. Πολύ άγχος!
Πήγες ωστόσο και στο «J2US» με τον Χρήστο Χολίδη. Πώς σου φάνηκε η τραγουδιστική εμπειρία;
Εγώ από εκεί μόνο τον Χολίδη έχω να σκέφτομαι, ότι απέκτησα έναν φίλο για μια ζωή. Εκεί γνωριστήκαμε, κάναμε τέσσερα lives μαζί και πλέον… είναι αδελφός μου. Τελειώσαμε!
Φύγαμε τώρα για τον… Βόσπορο. Είσαι στο πρώτο θεατρικό έργο για τα γεγονότα του 1955 στην Πόλη. Το «Κάποτε στον Βόσπορο» του Ακη Δήμου ανεβαίνει στο θέατρο «Βεάκη» σε σκηνοθεσία Σοφίας Σπυράτου. Ποιος είναι ο ρόλος σου στην παράσταση;
Εγώ είναι η Βωβούλα, η μοδίστρα. Είχα την τύχη να έρθει σε μένα να ραφτεί η μεγάλη Ζωζώ Νταλμάς και με το που το μάθανε όλες οι κυρίες της καλής κοινωνίας, ήρθαν μετά να ραφτούν κι αυτές σε μένα. Ζω και αναπνέω μαζί με τους άλλους ήρωες του έργου στην όμορφη Κωνσταντινούπολη και μετά έρχονται τα γεγονότα αυτά και ξεριζώνομαι, όπως όλοι.
Δύσκολη περίοδος για τους Έλληνες της Πόλης…
Όταν με κάλεσαν να παίξω στο έργο, επειδή εγώ είμαι Πόντια και παρόλο που δεν έχω ζήσει διωγμό, είναι σαν να έχει περάσει στο DNA μου όλο αυτό… Δεν το διάβασα εύκολα το κείμενο του έργου. Στενοχωρήθηκα πολύ και σκέφτηκαν πως, αφού κλαίω που το διαβάζω, θα πάω να παίξω; Ευτυχώς η δική μου νότα στο έργο είναι η πιο κωμική, για να ελαφρύνει λίγο το πράγμα, αφού η ζωή δεν είναι μόνο στενοχώριες, έχει και χαρές, φυσικά, για να υπάρχει μια ισορροπία στο έργο. Ο πατέρας μου, που το είδε, μου είπε: «Βλέπω σαν να το ομαλοποιήσατε λίγο, για μη σου μένει η οργή και η στενοχώρια μόνο, αλλά να λες κιόλας πως αυτοί οι άνθρωποι έζησαν όμορφα εκεί. Να σου μένει δηλαδή μια γλυκιά ανάμνηση».
Πρόσφατα ο Αρης Σερβετάλης αποχώρησε από την παράσταση «Ρινόκερος» για να μην παίζει μόνο σε εμβολιασμένους θεατές. Πώς σχολιάζεις την κίνησή του;
Κι εγώ φοβόμουν να κάνω το εμβόλιο και δεν μπορώ να πω σε κάποιον που φοβάται να το κάνει με το ζόρι. Εύχομαι κάποια στιγμή οι άνθρωποι να καταλάβουν ότι πρέπει να συμβεί αυτό και να ξεπεράσουν τον φόβο τους, όπως τον ξεπέρασα κι εγώ. Για το κοινό καλό το έκανα κι εγώ. Σε ό,τι αφορά τον Αρη Σερβετάλη, έχω να πω ότι γίνεται κάτι και πέφτουμε όλοι από πάνω σαν αρπακτικά να ρίξουμε το φταίξιμο. Πραγματικά, θέλει λίγη ψυχραιμία η εποχή μας. Ψυχραιμία και να βρίσκουμε λύσεις.