Κλείσαμε δύο χρόνια από εκείνη την ημέρα που έκανε την εμφάνισή του στη χώρα το πρώτο κρούσμα του κορονοϊού. Τότε, μέσα από ένα μήνυμά του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας καθησύχαζε τον κόσμο, λέγοντας πως ο κρατικός μηχανισμός είναι έτοιμος και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. «Το πρώτο κρούσμα του νέου κορονοϊού στη χώρα μας επιβεβαιώθηκε. Ήταν κάτι που περιμέναμε. Είμαστε απόλυτα προετοιμασμένοι. Δεν υπάρχει κανένας λόγος πανικού» είχε πει τότε ο Βασίλης Κικίλιας.
Από τις 26 Φεβρουαρίου 2020, την ημέρα δηλαδή που εντοπίστηκε το κρούσμα «μηδέν» στη χώρα, πέρασαν δύο χρόνια. Σε αυτό το διάστημα είχαμε στην Ελλάδα περίπου 2.500.000 κρούσματα και περίπου 26.000 θανάτους από επιπλοκές του κορονοϊού. Παράλληλα, είχαμε καραντίνες, έκτακτα μέτρα, χαλάρωση εν όψει τουριστικών περιόδων, αφόρητη πίεση στο ΕΣΥ που έφερε στα όριά τους τούς υγειονομικούς και, φυσικά, μια κοινωνία διχασμένη από τους κυβερνητικούς εκβιασμούς που στόχο είχαν τη συγκάλυψη των ευθυνών των κυβερνώντων στη διαχείριση των εμβολίων.
Στην πραγματικότητα, ο κορονοϊός ήρθε να βάλει φωτιά στα θεμέλια μιας κοινωνίας που μόλις έβγαινε από τη δεκαετή οικονομική κρίση και από μια περίοδο έντονης πολιτικής πόλωσης, και να επιτείνει ακόμα περισσότερο τα προϋπάρχοντα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος.
Πρωτόγνωρη κρίση
Σήμερα, δύο χρόνια μετά την έναρξη μιας εκ των μεγαλύτερων κρίσεων που πέρασε στη σύγχρονη Ιστορία της, η Ελλάδα και η κοινωνία της παλεύουν να επουλώσουν τις πληγές τους και να αφήσουν πίσω τους αυτή την πρωτόγνωρη κρίση. Σε αυτό επενδύει και η κυβέρνηση, η οποία το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται όλο και πιο έτοιμη να δώσει το σύνθημα για τη λήξη της πανδημίας, δημιουργώντας μια επίπλαστη εικόνα κανονικότητας.
Όμως αυτό το «βήμα προς τα εμπρός» δεν μπορεί να γίνει πράξη, γιατί οι συνέπειες των κυβερνητικών επιλογών είναι ακόμα εδώ. Οι αλλαγές που έφερε η πανδημία δεν περιορίζονται στους επιδημιολογικούς δείκτες ή στα περιοριστικά μέτρα, αλλά αγγίζουν έμμεσα σχεδόν όλες τις εκφάνσεις της ζωής, από την ψυχική υγεία μέχρι τις καθημερινές συνήθειες.
Ενδεικτικό είναι πως, σύμφωνα με έκθεση της Ε.Ε. που δημοσιεύτηκε στις αρχές Φεβρουαρίου, το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα την πρώτη χρονιά της πανδημίας, το 2020, ήταν 81,2 έτη και χαμηλότερο σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της νότιας Ευρώπης. Στην Ισπανία και την Ιταλία το προσδόκιμο ήταν 82,4 έτη, στη Γαλλία 82,3, στη Μάλτα 82,6 και στην Πορτογαλία 81,1.
Την ίδια ώρα, όσο κανένας δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες που του αναλογούν για τα εγκληματικά λάθη που έγιναν στη διαχείριση της πανδημίας, όσο η κυβέρνηση δεν παρουσιάζει ένα ουσιαστικό σχέδιο για την ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων και όσο δεν αποσύρεται η λογική του διχασμού, στην οποία έχει επενδύσει πολιτικά η κυβέρνηση, βήμα μπροστά δεν μπορεί να γίνει.
Αντί, μάλιστα, η κυβέρνηση να αποδεχτεί τα λάθη της και να ξεδιπλώσει ένα σχέδιο που θα βάλει τη δημόσια Υγεία στο προσκήνιο, κάνει το ακριβώς αντίθετο φέρνοντας από το… παράθυρο την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας Υγείας, με την πληρωμή χειρουργείων από την τσέπη των ασθενών.
Ενδεικτική είναι η συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα ο Θάνος Πλεύρης, ο οποίος παραδέχτηκε πως στον νέο υγειονομικό χάρτη της χώρας ο ασθενής θα πρέπει να πληρώνει από την τσέπη του για να γίνει το χειρουργείο του σε απογευματινή ώρα. «Πρώτα από όλα θα λειτουργούν και με ιδιωτικούς όρους, δηλαδή γι’ αυτόν ο οποίος θα πηγαίνει στο απογευματινό χειρουργείο θα συμμετέχουν δύο πυλώνες, ο ΕΟΠΥΥ, όπως πληρώνει τις ιδιωτικές κλινικές. Και, όπως στις ιδιωτικές κλινικές που πηγαίνει ασφαλισμένος πληρώνει ο ΕΟΠΥΥ, έχει και ο ίδιος συμμετοχή, θα πληρώνει συμμετοχή. Από αυτήν τη συμμετοχή θα πληρώνονται νοσηλευτές, παραϊατρικό προσωπικό και ο γιατρός. Τι πετυχαίνουμε με αυτόν τον τρόπο; Πετυχαίνουμε να έχει έσοδα παραπάνω το νοσοκομείο. Στο προσωπικό, το οποίο όλοι το αναγνωρίζουμε για τον αγώνα που έχει κάνει, γιατροί και νοσηλευτές στη διάρκεια της πανδημίας, δίνουμε τη δυνατότητα με απολύτως διαφανείς τρόπους να αυξήσει το εισόδημά του. Δεν θα είναι υποχρεωτικό» είχε πει ο κ. Πλεύρης.
Oλα τα παραπάνω έρχονται να επιβεβαιώσουν πως έχουμε μια κυβέρνηση η οποία ακόμα και αυτήν την ώρα λειτουργεί με γνώμονα την υπεράσπιση των ιδιωτικών συμφερόντων, αδιαφορώντας για τη δημόσια Υγεία. Μια κυβέρνηση η οποία ακόμα και σήμερα αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της.