Συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από το χαμό της Ζωής Λάσκαρη.
Επιμέλεια: Βάσω Λιόκαυτου
Το πρωί της 18ης Αυγούστου του 2017 η Ζωή Λάσκαρη δεν ξύπνησε ποτέ βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά της και τον καλλιτεχνικό κόσμο. Έφυγε στον ύπνο της σε ηλικία 75 χρονών ενώ ήταν ενεργή στο θεατρικό σανίδι και έκανε σχέδια για το καλλιτεχνικό της μέλλον.
Μπορεί να υπήρξε στα σταρ αλλά για τον κόσμο και τους συναδέλφους της ήταν πάντα η Ζωίτσα. Πάντα σεμνή και αντι-στάρ χωρίς ίχνος σνομπισμού γι’αυτό και μέχρι το τέλος ο κόσμος την αγαπούσε.
«Δεν είμαι πρωταγωνίστρια, είμαι μια ηθοποιός που συνεργάζομαι με καλούς ηθοποιούς και θεωρώ ότι και οι έξι υπόλοιποι είναι πρωταγωνιστές, στην παράσταση «Νύφη κουράγιο», στη «θεατρική Σκηνή Ζωή Λάσκαρη» στον πολυχώρο «Αθηναίς», όπου βρισκόμαστε. Αλίμονο, αν πεις ότι «εγώ είμαι και όχι οι υπόλοιποι», είναι ισάξιοι πρωταγωνιστές, τους το λέω κάθε φορά και στις πρόβες. Είμαστε μαζί με μένα 7 πρωταγωνιστές. Στην Αγγλία βλέπετε ότι και ο τελευταίος «κλέβει» την παράσταση, είναι ομαδικό το παιχνίδι. Δεν με βλέπω έτσι, με βλέπω σαν μια ηθοποιό που αγωνίζομαι κάθε φορά, ξεκινάω από το μηδέν και προσπαθώ να είμαι καλή σ’ αυτό που πάω να κάνω, αλλά με τους υπόλοιπους μαζί, εκτός αν κάνω μονόλογο. Όταν είσαι με άλλους ηθοποιούς, υπάρχει ένα σύμπλεγμα και γίνομαι ένα μ’ αυτό, δεν γίνεται αλλιώς», είχε πει σε συνέντευξή της.
Η Ζωή Λάσκαρη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 12 Δεκεμβρίου 1942. Υπήρξε μια από τις διασημότερες σταρ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που ξεκίνησε την καριέρα της κερδίζοντας τον τίτλο της «Σταρ Ελλάς», το 1959.
Το πραγματικό της ονοματεπώνυμο ήταν Ζωή Κουρούκλη, ίδιο με της εξαδέλφης της Ζωής Κουρούκλη, γνωστής τότε τραγουδίστριας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 θεωρήθηκε –μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη– μια από τις εμπορικότερες ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου.
Το βράδυ του Σαββάτου 20 Ιουνίου 1959, στην «φαντασμαγορικήν χοροεσπερίδα εις τα Αστέρια της Γλυφάδας, εξελέγη Σταρ Ελλάς 1959 η 18έτις δεσποινίς Ζωΐτσα Κουρούκλη, με το ψευδώνυμον Αμαρυλλίς (αριθμός 12), υπό τας επευφημίας του πλήθους που είχε κατακλύσει το κέντρον».
Στην ίδια εκδήλωση –παρουσία του Λάμπρου Κωνσταντάρα και της Χριστίνας Σύλβα– απονεμήθηκε ο τίτλος της «Μις Ελληνίδα 1959» στην μετέπειτα ηθοποιό Πάρις Λεβέντη, που συμμετείχε στον διαγωνισμό με το ψευδώνυμο «Καρυάτιδα».
Στα στοιχεία που έδινε καθημερινά για τις επικρατέστερες της στέψη η αθηναϊκή εφημερίδα Απογευματινή, αναφέρεται ότι «η Αμαρυλλίς εγεννήθη εις την Θεσσαλονίκην, είχε ύψος 1,68 μ., βάρος 57 κιλά, περίμετρο θώρακος 0,88, μέσης 0,62 και λεκάνης 0,93».
Στις 26 Ιουλίου 1959 στο Λονγκ Μπιτς των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ζωή Λάσκαρη διαγωνίστηκε αξιοπρεπώς για την ανάδειξη της «Μις Υφήλιος 1959».
Ο τίτλος της Σταρ Ελλάς αλλά και η κοινή καταγωγή της με τον Γιάννη Δαλιανίδη ήταν η αφορμή ώστε ο τελευταίος να την επιλέξει για πρωταγωνίστρια της ταινίας Ο Κατήφορος το 1961.
Η τεράστια επιτυχία της ταινίας έκανε την Λάσκαρη μία από τις μεγαλύτερες σταρ της εποχής και μόνιμη πρωταγωνίστρια του ελληνικού κινηματογράφου, υπογράφoντας αποκλειστικό συμβόλαιο με τη σημαντικότερη ελληνική εταιρία παραγωγής, τη Φίνος Φιλμ.
Από τότε πρωταγωνίστησε σε πολύ μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες και στα περισσότερα είδη ταινιών της εποχής (κωμωδία, κοινωνικό δράμα, μιούζικαλ) κατά την χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Φιλοποίμην Φίνος επέλεξε να μην κρατήσει το πραγματικό της επίθετο, προκειμένου να μη γίνεται σύγχυση με την πρώτη της εξαδέλφη Ζωή Κουρούκλη, η οποία ήταν ήδη γνωστή τραγουδίστρια. Το επίθετο Λάσκαρη επέλεξε ο Γιάννης Δαλιανίδης από την ονομασία ενός Ιταλού.
Η εικόνα που διαμορφώθηκε μέσα από τις ταινίες της ήταν αυτή μιας δυναμικής και μοιραίας γυναίκας, που αποτελούσε το αντικείμενο του πόθου πολλών αντρών. Πρωταγωνίστησε σε πολλά επιτυχημένα κινμηματογραφικά φιλμ, όπως τα: Μερικοί το προτιμούν κρύο (1962), Νόμος 4000 (1962), Κορίτσια για φίλημα (1965),
Στεφανία (1967), Οι θαλασσιές οι χάντρες (1967), Μια κυρία στα μπουζούκια (1968) και πολλές άλλες. Συνεργάστηκε με σημαντικά και δημοφιλή ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου, όπως οι Ρένα Βλαχοπούλου, Ντίνος Ηλιόπουλος, Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Μαίρη Χρονοπούλου, Αλέκος Αλεξανδράκης, Φαίδων Γεωργίτσης, Νίκος Κούρκουλος κ.ά.
Μετά την πτώση του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αν και στράφηκε αποκλειστικά στο θέατρο, πρόλαβε να συμμετάσχει και σε ταινίες βίντεο.
Η βιντεοταινία Η γυναίκα της πρώτης σελίδας, σε σκηνοθεσία του Nίκου Φώσκολου, κυκλοφόρησε το 1987 και το 1990 προβλήθηκε στο κανάλι Mega, ως σειρά 12 επεισοδίων.
Συμμετείχε και στη βιντεοταινία του Μανούσου Μανουσάκη Αντίστροφη πορεία(1987), στο ρόλο μιας εκδότριας μεγάλης εφημερίδας, όπου συμπρωταγωνίστησε με τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
https://www.youtube.com/watch?v=CvUNe9CRZMQ
Το 1966 έκανε την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στην Κύπρο με τα έργα Μιας πεντάρας νιάτα των Γιαλαμά-Πρετεντέρη, Η παγίδα του Ρομπέρ Τομά και το Βαθιά γαλάζια θάλασσα του Τέρενς Ράττιγκαν.
Στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας εμφανίστηκε το 1970 με το έργο του Γιάννη Δαλιανίδη Μαριχουάνα Στοπ και ακολούθησαν η μεγάλη θεατρική επιτυχία Εραστές του ονείρου, πάλι Δαλιανίδη, μαζί με τον Tόλη Βοσκόπουλο (1972).
Στη συνέχεια, Ο άνθρωπος που γύρισε από τον γύψο των Κώστα Καραγιάννη και Νίκου Καμπάνη, Πως να κερδίσετε τον άντρα σας του Ρόμπερτ Σμιθ (1975), Ξυπόλητη στο πάρκο του Νηλ Σάιμον (1977) και Η κυρία του Μαξίμ του Ζωρζ Φεϋντώ (1979). Παράλληλα συμμετείχε σε μεταφορές θεατρικών έργων για την τηλεόραση, από το αντίστοιχο τμήμα της EPT.
Ακολούθησαν τα θεατρικά έργα: Φρύνη η εταίρα του Γεωργίου Ρούσσου (1980), Παντρεύομαι τον άντρα μου του Νόρμαν Κράσνα (1980), Εγώ, εσύ και ο άλλος του Τζιν Κερ (1982), Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» της Ανίτα Λος (1983), Μις Πέπσι του Μπρουνό (1984) και Η Ντόρις και ο γυαλάκιας του Μπιλ Μάνχοφ (1984).
Το 1990 ο Μίνως Βολανάκης την σκηνοθέτησε στην μεγάλη θεατρική επιτυχία Καινούρια σελίδα του Νηλ Σάιμον και το 1994 ο Ανδρέας Βουτσινάς στο Ορφέας στον Άδη του Τενεσί Ουίλιαμς, σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ.
Ακολούθησαν τα έργα: Τρελοί για έρωτα του Σαμ Σέπαρντ (1995), Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ του Άλμπι (1996), πάλι σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ, Τρεις ψηλές γυναίκες του Έντουαρντ Άλμπι (1996), Τρωάδες του Ευριπίδη
(1996), Το μακρύ ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ (1997), Η συνάντηση του Νάντας (2000), Σκηνές γάμου του Άλμπι (2000, σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας),
Ευαίσθητη ισορροπία του Άλμπι (2003), Διαμάντια και μπλουζ της Λούλας Αναγνωστάκη (2006), Άλμα Μάλερ του Ρον Χάρτ (2009), Ρόουζ του Μάρτιν Σέρμαν (2011) και Ωραία χρόνια του Xάρολντ Πίντερ (2013).
Στο θέατρο συνεργάστηκε με τους σκηνοθέτες: Μιχάλη Κακογιάννη, Ανδρέα Βουτσινά, Μίνω Βολανάκη, Σταμάτη Φασουλή, Άντολφ Σαπίρο, Σταύρο Τσακίρη, Αθανασία Καραγιαννοπούλου, Γιώργο Ρεμούνδο, Γιώργο Θεοδοσιάδη, Δημήτρη Νικολαΐδη, Κωστή Μιχαηλίδη, Κώστα Μπάκα, Αντώνη Αντωνίου, Γιάννη Δαλιανίδη.
https://www.youtube.com/watch?v=pcbZ9Ob6oXk
Η προσωπική της ζωή πάντα απασχολούσε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και πολλές σχέσεις της είχαν συζητηθεί. Από τον γάμο της με τον Πέτρο Κουτουμάνο απέκτησε μία κόρη, τη Μάρθα, που είχε παντρευτεί τον Βλάσση Μπονάτσο.
Ο δεύτερός της γάμος έγινε με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1976 και το 1978 απέκτησε μια κόρη, τη Μαρία – Ελένη, πρώην σύζυγο του ηθοποιού Απόστολου Γκλέτσου.
Είχε διατελέσει δημοτική σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων, με την παράταξη του Δημήτρη Αβραμόπουλου. Το 2013 της απονεμήθηκε βραβείο από την Ακαδημία Κινηματογράφου για τη συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο. Απεβίωσε στις 18 Αυγούστου του 2017 από καρδιακή ανακοπή.
«Όχι. Εγώ δεν γυρνάω πίσω. Δεν σκέφτομαι το παρελθόν. Ούτε αναπολώ, ούτε νοσταλγώ. Τίποτα. Τα πράγματα έγιναν όταν έπρεπε να γίνουν. Τα έζησα όλα στην ώρα τους. Τις τρέλες µου, τα ξενύχτια µου, τα νιάτα µου, τους φίλους µου… Δεν νοσταλγώ τίποτα απ’ όσα έζησα. Είμαι γεμάτη. Και είμαι ευχαριστημένη. Το παρόν. Μόνο αυτό µε ενδιαφέρει. Πέρασα πολύ καλά. Σαφώς είχα δυσκολίες και σαφώς είχα και αποτυχίες, αλλά η ζωή είναι κύματα.
Έχει τα πάνω και τα κάτω της. Δεν νοσταλγώ, δεν λέω αχ και να ήμουνα. Θυμάμαι κατά καιρούς µε πολλή αγάπη κάποια πράγματα, αλλά δεν νοσταλγώ τίποτα. Τι απολογισμό να κάνω, αγάπη µου; Ο γέγονε γέγονε. Είμαι χορτάτος άνθρωπος, αν αυτό εννοείς. Απλόχερα µου δόθηκαν πράγματα. Όχι εύκολα, µε δυσκολία µεν και σκληρή δουλειά, αλλά θα ήμουν αχάριστη εάν δεν ήμουν ευγνώμων, εάν δεν έλεγα δόξα τω Θεώ», είχε δηλώσει στο περιοδικό Down Town Κύπρου.
«Εγώ δεν έχω πρόβλημα με τον χρόνο. Ελπίζω να µην έχει ούτε αυτός. Η φυσιολογική φθορά, που φέρνει, σας απασχολεί; Δόξα τω Θεώ, µε είδατε και στη σκηνή… Αεικίνητη! Στο μέλλον θα δούμε. Αλλά νομίζω ότι η φθορά έρχεται από την ώρα που αποφασίζεις να βγεις στη σύνταξη. Να τελειώσεις. Αλλιώς, αν είσαι σε εγρήγορση, δεν έχεις χρόνο να αφήσεις τη φθορά να έρθει», είχε προσθέσει στην ίδια συνέντευξη.
«Δεν ξέρω αν αγαπήθηκα, ξέρω ότι αγάπησα πολύ. Έπεσα στα πατώματα. Κάηκα. Το αν οι άλλοι µε αγαπήσανε, είναι ένα µμυστήριο. Και δεν θα το ψάξω. Είμαι γεμάτη απ’ αυτό που έχω δώσει. Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγαπήσανε. Αν δεν αγάπησες, τι έζησες; Τι έκανες σ’ αυτή τη ζωή; Ναι, αλλά μπορεί να είναι µμονόπλευρο αυτό;
Δεν µε ενδιαφέρει τι έκανε ο άλλος. Με ενδιαφέρει τι έκανα εγώ. Αν δεν έχεις ερωτευτεί, την έχεις χάσει τη ζωή. Η ζωή περνά και χάνεται. Πολλοί φοβούνται να εκτεθούν. Γιατί; Ερωτεύτηκα; Ναι. Έπεσα µε ταµπούνια; Ναι. Είχε κόστος; Ναι. Αλλά την έζησα τη ζωή. Αλίμονο σ’ όποιον δεν τολμάει να καεί», είχε πει.
Όταν είχε ερωτηθεί αν τη φοβίζει ο θάνατος εκείνη είχε απαντήσει: «Κάποτε είμαι και κάποτε δεν είμαι. Είναι δύσκολο. Είναι αναπόφευκτο µεν, αλλά πόσο εξοικειωμένος µμπορεί να είσαι; Ακόμα κι αν είσαι, «ην εγγύς έλθη θάνατος ουδείς βούλεται θνήσκειν». Που πάει να πει, όταν πλησιάζει ο θάνατος, κανείς δεν θέλει να πεθάνει».
«Δεν υπάρχει ανεκπλήρωτη επιθυμία. Όχι µε την έννοια ότι εκπλήρωσα τα πάντα, αλλά µε την έννοια ότι η επιθυμία είναι ένα σακούλι χωρίς πάτο. Που όσα και να βάλεις µμέσα, δεν γεμίζει ποτέ. Και τελικά γίνεται δυστυχία. Το «θέλω» και το πείσμα για το «θέλω» γίνεται εγωισμός. Και ο εγωισμός, καταστροφή».