Το τέλος μιας ολόκληρης κινηματογραφικής εποχής! Αυτό σηματοδοτεί ο θάνατος του Κώστα Καζάκου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή χθες το απόγευμα, σε ηλικία 87 ετών. Ακούραστος, συνεπής με τις αρχές του, υπήρξε για μισό και πλέον αιώνα παρών στο καλλιτεχνικό αλλά και στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Από τον Νίκο Νικόλιζα
Άνθρωπος των γραμμάτων αλλά και πιστός σε όσα πρέσβευε, ο Κώστας Καζάκος ούτε μια στιγμή δεν ξέφυγε από τους κανόνες της υποκριτικής τέχνης και δεν έκανε υποχωρήσεις, όσο κι αν πιέστηκε στην πενηντάχρονη πορεία του! Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες νοσηλευόταν στον Ευαγγελισμό με αναπνευστικά προβλήματα που επιβαρύνθηκαν ακόμη περισσότερο και εξαιτίας του κορονοϊού… Εξαιτίας των αναπνευστικών προβλημάτων του, άλλωστε, τον περασμένο Απρίλιο είχε αναγκαστεί να διακόψει τη συνεργασία του με παράσταση στην οποία θα συμπρωταγωνιστούσε!
Διαβάστε επίσης: Συντριμμένος ο Κωνσταντίνος Καζάκος φεύγει από το νοσοκομείο λίγο μετά το χαμό του πατέρα του
Γεννημένος στον Πύργο Ηλείας, μεγάλωσε στον Πειραιά, όπως και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, με τον οποίο τα χρόνια της δόξας των δύο καλλιτεχνικών ζευγαριών, Αλίκης – Δημήτρη, Τζένης – Κώστα, συνυπήρχαν στην ίδια παρέα. Ο ίδιος, μιλώντας πριν από πέντε χρόνια στη «Lifo», είχε θυμηθεί όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια όταν πρωτοξεκινούσε το επάγγελμα του ηθοποιού: «Ενα σημείο καμπής ήταν όταν τελείωσα το σχολείο. Τα σχέδιά μου από πολύ μικρός ήταν να πάω στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω Φιλολογία, ήθελα να γίνω δάσκαλος. Είχα επαφή με τα βιβλία και τα γράμματα από πολύ μικρός, διάβαζα συνεχώς. Αυτό το σχέδιό μου δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, γιατί, όταν έφτασα στη γραμματεία να υποβάλω τα χαρτιά μου, έλειπε ένα χαρτί ουσιώδες για την εποχή, το χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων, που έπρεπε να πάρω από την Ασφάλεια.
Διαβάστε επίσης: Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μαθαίνει on camera για το χαμό του Κώστα Καζάκου
Έτσι έκλεισε η πόρτα για το πανεπιστήμιο. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία μου, γιατί αναγκάστηκα να αλλάξω όλα μου τα σχέδια. Και επειδή είχα ταλαιπωρηθεί πολύ αυτά τα πέντε χρόνια στην Αθήνα, με δουλειές, χαμαλίκια, εξευτελισμούς και καταναγκασμούς, ήθελα να κάνω μια δουλειά όπου να μην έχω αφεντικά. Η έννοια του αφεντικού με είχε διαλύσει. Τυχαία μια μέρα, περνώντας από την οδό Αριστοτέλους, βλέπω την επιγραφή “Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργος Σταυράκος”. Ούτε είχα ιδέα από θέατρο ή σινεμά» έλεγε ο ίδιος στη συνέντευξη.
Το 1956, σπουδαστής ακόμα, έπαιξε στην ταινία «Η αρπαγή της Περσεφόνης» του Γρηγόρη Γρηγορίου, όταν ο κινηματογράφος ήταν ακόμα στα σπάργανα, μέχρι να απογειωθεί. Στο θέατρο εμφανίστηκε το 1957 με την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης «Η αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και συνέχισε συμμετέχοντας και στις επόμενες παραστάσεις, όπως «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ και «Ψηλά απ’ τη γέφυρα» του Μίλερ. Τον επόμενο χρόνο μαζί με άλλους 12 αποφοίτους της Σχολής του Κουν σχημάτισαν δικό τους θίασο με την επωνυμία Ελεύθερο Θέατρο και ανέβασαν τέσσερα έργα σε σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά.
Πάνω στις μεγάλες του κινηματογραφικές και θεατρικές επιτυχίες γνωρίζει τη μεγάλη του αγάπη, την Τζένη Καρέζη. Ο ίδιος πάντα αναπολούσε στις συνεντεύξεις του τη γυναίκα της ζωής του, για την οποία έλεγε: «Ενας άλλος, πολύ σημαντικός σταθμός για μένα ήταν το φθινόπωρο του ’66, που ετοίμαζε ο Φίνος μια ταινία με την Καρέζη και για πρώτη φορά με φωνάξανε στο μεγάλο μαγαζί, στη μεγάλη πόρτα, στη Χίου. Επαιξα έναν αξιωματικό σε μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Ντίνος Δημόπουλος σε σενάριο του Φώσκολου, στο “Κοντσέρτο για πολυβόλα”. Εκεί γνωρίστηκα με την Τζένη. Εκεί συνδεθήκαμε και ζήσαμε μαζί 26 χρόνια, μέχρι τον θάνατό της. Είναι περίεργο γιατί, ενώ την είχα συναντήσει δύο φορές μέχρι τότε σε δουλειές, ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί.
Στη μία ήμουν βοηθός σκηνοθέτη, σε μια ταινία που γύρισε ο Ερρίκος Θαλασσινός με την Καρέζη και τον Φούντα, στην οποία, μάλιστα, είχαμε γράψει μαζί το σενάριο. Επαιζα κι έναν μικρό ρόλο, έναν μπουζουξή. Τη συναντούσα την Τζένη στο καμαρίνι για να μάθει τα λόγια της, να ετοιμαστεί, αλλά ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί. Κι άλλη μια φορά, σε ένα θεατρικό που κάναμε στο ραδιόφωνο, δεν κάναμε καμία αίσθηση ο ένας στον άλλον, ούτε την είδα ούτε με είδε. Ε, ήρθε η ώρα το ’66, που ήμασταν μέρα νύχτα μαζί στα γυρίσματα του “Κοντσέρτου για πολυβόλα” και κολλήσαμε. Από το ’68 ξεκινήσαμε τις παραγωγές στο θέατρο, να κάνουμε μαζί ταινίες, ήταν μια καθοριστική συνάντηση για τη ζωή μου. Οταν πέθανε η Τζένη, συνέχισα μόνος μου, στο θέατρο κυρίως, αλλά και στον κινηματογράφο, όποτε μου ζητήθηκε.
Διαβάστε επίσης: Κώστας Καζάκος: Το ΚΘΒΕ αποχαιρέτησε τον σπουδαίο ηθοποιό
Και η τηλεόραση μου αρέσει, δεν είχα ποτέ καμία αντιπάθεια. Έχω κάνει πολλή τηλεόραση και κινηματογράφο, 41 ταινίες μετράω, αλλά στο θέατρο ήταν η βάση μου. Δουλεύω ανελλιπώς εδώ και 64 χρόνια. Και είναι η δουλειά μας τέτοια, που δεν μπορείς να κάνεις απολογισμό, δεν προλαβαίνουμε να κοιτάξουμε πίσω. Είναι μια δουλειά στην οποία πρέπει να είμαστε συνέχεια με το ντουφέκι, επί σκοπόν, χειμώνα καλοκαίρι δίνουμε εξετάσεις. Είναι ο τόπος μας τέτοιος, που δεν μετράει ούτε η επιτυχία ούτε η αποτυχία, κάθε φορά πρέπει να αποδεικνύεις ότι κάνεις γι’ αυτό ή δεν κάνεις. Αυτό μας κάνει να είμαστε συνέχεια σε εγρήγορση με όλες μας τις δυνάμεις και σε επιφυλακή» είχε αναφέρει.
Κορυφαία στιγμή της θεατρικής καριέρας τους ήταν το 1973 με την αξέχαστη παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, την οποία σκηνοθέτησε ο ίδιος. Η παράσταση, αν και λογοκριμένη, είχε τεράστια απήχηση στο κοινό της Αθήνας, και έπειτα από ταλαιπωρίες των πρωταγωνιστών και των συντελεστών συνεχίστηκε και στη Μεταπολίτευση, εμπλουτισμένη με πολλά νέα και επίκαιρα κείμενα. Με το ίδιο έργο περιόδευσε το 1975 σε όλη την Ελλάδα και το 1976 σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, με πρωτοφανή απήχηση στο κοινό.
Μέχρι και τον περασμένο Απρίλιο πρωταγωνίστησε σε δεκάδες παραστάσεις, ενώ πάνω από 15 τις σκηνοθέτησε ο ίδιος. Στον κινηματογράφο έπαιξε σε περίπου 40 ταινίες μέχρι το 1991, ενώ πρώτη συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ ήταν το 1962 στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1966 επανήλθε στη Φίνος Φιλμ παίζοντας στην «Κοινωνία ώρα μηδέν» του Δημόπουλου, και μέχρι το 1970 πρωταγωνίστησε σε ακόμα πέντε ταινίες της εταιρίας.
Παράλληλα με τις πλούσιες καλλιτεχνικές του δραστηριότητες ο Κώστας Καζάκος ανέπτυξε και έντονη πολιτική, συνδικαλιστική και κοινωνική δράση. Στις εκλογές του 2007 και του 2009 εκλέχτηκε βουλευτής, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΚΚΕ. Τιμήθηκε με τον «Χρυσό Απόλλωνα», βραβείο ηθοποιού Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών (1967) και με το Α΄ Χρυσό Βραβείο του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1973) για την παραγωγή της ταινίας του «Λυσιστράτη».
Από τον γάμο του με την Τζένη Καρέζη απέκτησε το 1969 τον επίσης γνωστό σήμερα ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο, και άλλα τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο γάμο του, με την επίσης ηθοποιό Τζένη Κόλλια: τον Αλέξανδρο, την Αρτεμι-Γεωργία, την Ηλέκτρα και τη Μάγια.
Τα δύο… εθνικά ζευγάρια του σινεμά
Αν και τα δύο ζευγάρια είχαν συνδεθεί απόλυτα με τον κινηματογράφο και ήταν το αντίπαλο δέος μεταξύ τους, εντούτοις ο Κώστας Καζάκος πριν από μερικά χρόνια, μιλώντας στην εκπομπή «Καλύτερα δε γίνεται», είχε ξεκαθαρίσει τη σχέση που είχαν μεταξύ τους: «Το ότι ήμασταν δύο εθνικά ζευγάρια είναι περισσότερο δημιούργημα των μέσων ενημέρωσης. Δεν υπήρχε καμία κόντρα μεταξύ της Τζένης και της Αλίκης. Σε τι; Δεν είχαν κοινό τόπο για να υπάρχει κόντρα. Αλλη πορεία η μία, άλλη πορεία η άλλη. Η μία χειριζόταν τη δουλειά της με έναν τρόπο, η άλλη με εντελώς άλλο. Δεν δουλεύανε στο ίδιο… χωραφάκι».
Αναφερόμενος, μάλιστα, στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, είχε δηλώσει: «Εγώ δεν είχα καμία σχέση με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Γνωριζόμασταν και απλά συντρώγαμε μερικές φορές πριν χωρίσουν με την Αλίκη. Φιλία δεν είχαμε, δεν υπήρχε επίσης κοινός τόπος».