Με καταθέσεις που λύγισαν ακόμη και τους πιο ψύχραιμους συνεχίστηκε χθες η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Τη συγκλονιστική ιστορία τους διηγήθηκαν η Βάσια και η Αθηνά, οι οποίες αναγκάστηκαν να αφήσουν μέσα στα κύματα δύο αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η Αθηνά Μουτάφη, τα δύο της παιδιά Βάσια και Βίκτωρας μαζί με τη φίλη τους Αιμιλία έφυγαν από τα σπίτια τους σε κατάσταση πανικού για να γλιτώσουν από τη φωτιά. «Δεν ενημέρωσε κανείς για τίποτα! Ηταν αιφνιδιαστικό! Φύγαμε με τις πιτζάμες!» είπε η Βάσια Μίχα στο δικαστήριο. «Η θάλασσα ήταν κοντά, μπήκαμε αμέσως μέσα, αλλά μετά από λίγα λεπτά βρεθήκαμε στη μέση του πελάγους. Η Αιμιλία έχασε της αισθήσεις της. Η μαμά μου προσπάθησε να την κρατήσει δίπλα της γιατί πιστεύαμε ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει.
Ηθελε να την πάει στα παιδιά της» ανέφερε με λυγμούς. «Ο Βίκτωρας όταν κατάλαβε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα ο Βίκτωρας έφυγε. Ηταν γυρισμένος ανάποδα. Η μαμά τον γύρισε, είδε το πρόσωπό του και ήταν μαύρος. Εγώ τον κρατούσα. Μου είπε, “αν συνεχίσεις να τον κρατάς, θα φύγεις και εσύ, θα φύγω και εγώ”.
Τον άφησα να φύγει. Τρέμαμε από το κρύο και την κούραση» κατέθεσε και συμπλήρωσε: «Στις 11 το βράδυ μάς μάζεψε μια βάρκα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να αισθανθώ. Είχα αφήσει πίσω μου τον αδερφό μου. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Ψάχναμε τον αδελφό μου οκτώ ημέρες. Τότε, μας είπαν ότι είχε βρεθεί και έγινε και ταυτοποίηση. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε ένα κλειστό φέρετρο».
«Ηθελα να ουρλιάξω»
Τη σκυτάλη στο βήμα του μάρτυρα πήρε η Αθηνά Μουτάφη, η μητέρα του Βίκτωρα, που αναγκάστηκε να αφήσει το παιδί της να χαθεί στα κύματα, για να σώσει το άλλο της παιδί. «Μας έπνιγαν τα κύματα. Η φίλη μας Αιμιλία ύστερα από λίγο μου έκανε νόημα. Την κοίταξα. “Πες στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω πολύ” μου είπε. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Ηθελα να τη βγάλω έξω να τη δουν τα παιδιά της. Μετά από λίγο είδα τον Βίκτωρα μπρούμυτα να επιπλέει. Τον γύρισα. Ηταν μαύρος παντού. Δεν ανταποκρινόταν. Επρεπε να αποφασίσω. Ή θα πήγαινα μαζί του ή θα άφηνα τον Βίκτωρα να σώσω τη Βάσια. Λειτούργησε το μητρικό ένστικτο. Τον άφησα και έφυγα. Ηθελα να ουρλιάξω» είπε στο δικαστήριο.
Ακολούθησε η κατάθεση του Τάσου Αθανασόπουλου, ο οποίος στο Μάτι έχασε την ηλικιωμένη μητέρα του. Ο μάρτυρας, που δεν ήταν στη φωτιά, περιέγραψε την προσπάθειά του να εντοπίσει μέσα στην καταστροφή τη μητέρα του, την οποία αναγνώρισε τελικά από το δαχτυλίδι που φορούσε. «Στον έκτο και όγδοο όροφο του Ευαγγελισμού βρήκα σχεδόν όλη την πολυκατοικία που ζούσε η μάνα μου. Βρήκα μια φίλη της μάνας μου, η οποία μου είπε ότι “προσπαθούσε να φύγει και κάπου τη χάσαμε”. Θεώρησα ότι ήταν χρέος μου να γυρίσω σπίτι να ψάξω να τη βρω. Εκείνο το βράδυ, αναζητώντας την έχασα επτά κιλά υγρά, κάηκαν τα παπούτσια μου και ήμουν με τις κάλτσες. Εφτασα ξανά στο σπίτι.
Οι αστυνομικοί μού είπαν ότι είναι πολλοί οι καμένοι. Ψάχνοντας τους σάκους είδα ένα δαχτυλίδι στο χέρι. Εκείνη τη στιγμή πήρα φωτογραφία του νεκρού που κειτόταν μπροστά μου. Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της έστειλα μια φωτογραφία, που ήταν σκληρή, και μόλις είδε το δαχτυλίδι, είδε ότι ήταν οι βέρες του παππού μου και του πατέρα μου, που τα είχε ενώσει και της το είχε κάνει δώρο» κατέθεσε και συμπλήρωσε: «Πέρα από τη δίκη που οφείλει μια Πολιτεία να κάνει για να δει ποιος φταίει, ο καθένας από εμάς κάνει μια δίκη μέσα του. Μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια κάνω μια δίκη. Τολμώ να σας πω ότι σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, ευχαριστώ τον Θεό που η μάνα μου έφυγε έτσι, γιατί οι φίλες της που σώθηκαν βασανίζονται και θα βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν, χωρίς να μπορούν να έρθουν να σας πουν όσα βίωσαν».