Δεν χωράει ανθρώπινος νους τις δραματικές στιγμές που βίωσαν το απόγευμα της Πέμπτης οι κάτοικοι της Νέας Αγχιάλου, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή με βάρκες, ενώ μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά οι εκρήξεις από την αποθήκη πυρομαχικών της Αεροπορίας, όπου είχε φτάσει η πυρκαγιά, που έκαιγε στον Βόλο, διαδέχονταν η μία την άλλη.
Περίπου 2.500 άνθρωποι έφυγαν από τα σπίτια τους και μεταφέρθηκαν στον Βόλο. Πολλοί από αυτούς φιλοξενήθηκαν σε φίλους και συγγενείς. Κάποιες εκατοντάδες διανυκτέρευσαν στο Εκθεσιακό Κέντρο Βόλου, που πολύ γρήγορα οργανώθηκε κι έγινε ένα ασφαλές καταφύγιο. Δήμος, ιδιώτες, εθελοντές συντονίστηκαν, έστησαν κρεβάτια, έφεραν φαγητό και νερό για όλους και πέρασαν το πρώτο βράδυ. Η αγωνία τούς κυριεύει, αφού δεν γνωρίζουν σε τι κατάσταση είναι ο τόπος τους. Οπως εξηγούν, οι καπνοί από την πυρκαγιά ήταν πυκνοί και η ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Η κυρία Κατερίνα διανυκτέρευσε με τον σύζυγό της και τα παιδιά της στο Εκθεσιακό Κέντρο Βόλου. Χθες περίμεναν όλη μέρα καρτερικά μία ενημέρωση για το πότε θα γυρίσουν στο σπίτι τους. Βέβαια, αυτό που τους ένοιαζε ήταν ότι ήταν καλά και μαζί.
«Μετά τη δουλειά κατέβηκα με την κόρη μου προς τα κάτω, είχε καπνό και επιστρέψαμε σπίτι. Εγιναν οι εκρήξεις. Η κόρη μου πανικοβλήθηκε, έπαθε κρίση πανικού. Προσπαθήσαμε να την ηρεμήσουμε. Ο γιος μου ήταν με έναν φίλο του σε σπίτι προς την παραλία. Οι τζαμαρίες από τα μαγαζιά έσπαγαν. Μας πήρε ο γιος μου κάποια στιγμή τηλέφωνο ότι υπάρχουν βάρκες στο λιμάνι κι εκείνος επιβιβάστηκε σε μία. Κατεβήκαμε κι εμείς και μπήκαμε σε πλωτό και μας έφεραν στον Βόλο. Βρεθήκαμε με τον γιο μου, αγκαλιαστήκαμε και λέμε δόξα τω Θεώ» είπε αρχικά η κυρία Κατερίνα και συνέχισε με μάτια βουρκωμένα:
«Δεν πίστευα ότι θα ζούσαμε ποτέ κάτι τέτοιο. Και τώρα νομίζω ότι είναι όνειρο, ότι δεν το ζήσαμε. Αυτό που έγινε ήταν ανεπίτρεπτο. Φύγαμε όπως ήμασταν. Κλείσαμε το σπίτι και φύγαμε. Ηταν λες και ζούσαμε πόλεμο. Χτυπούσαν οι καμπάνες, υπήρχε παντού καπνός, ο κόσμος να μην ξέρει τι να κάνει, στην αρχή δεν ξέραμε από πού ήταν οι εκρήξεις. Ζήσαμε μία φρίκη, αυτό όσο ζω δεν θα το ξεχάσω. Το βλέπαμε στις ταινίες και δεν πιστεύαμε ότι θα ζήσουμε κάτι τέτοιο. Να ζεις τέτοιο πράγμα; Λέγαμε, ευτυχώς είμαστε όλοι ζωντανοί. Μέχρι να φτάσουμε με το φουσκωτό και να δω ότι και ο γιος μου είναι καλά, μου είχε φύγει η ψυχή».
Ο Γιάννης Μπουρλής ζει με την οικογένειά του στην Αθήνα, όμως ήρθε για μερικές ημέρες στο εξοχικό του στη Νέα Αγχίαλο. Την Πέμπτη βρισκόταν μόνος του στο σπίτι όταν συνέβη το ανατριχιαστικό περιστατικό.
«Λες και ήμουν κάτοικος Ουγκάντας. Αυτά ούτε κι εκεί γίνονται. Ασυδοσία. Με την έκρηξη ήταν λες κι έγινε σεισμός. Πήγα σε έναν φίλο μου, δίπλα στη θάλασσα, καθίσαμε εκεί, ξεκίνησε και ήρθε η γυναίκα μου από την Αθήνα. Αρχικά με πήρε ασθενοφόρο από την Αγχίαλο, δεν μπορούσαν να με πάνε προς Αλμυρό, με γύρισαν σπίτι» περιέγραψε, με τη σύζυγό του δίπλα να σημειώνει πως μέχρι να φτάσει και να παραλάβει τον άνδρα της είχε τρελαθεί από την αγωνία της.
Από την πλευρά του, ο κ. Θωμάς κράτησε την ψυχραιμία του την ώρα των εκρήξεων και την ώρα που ο περισσότερος κόσμος είχε πανικοβληθεί. Πήρε τα παιδιά του και ήρθαν στον Βόλο. Τώρα περιμένουν με αγωνία να δουν πότε θα επιστρέψουν πίσω στο σπίτι τους.
«Είχε πιάσει φωτιά και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Κατεβήκαμε αρχικά στην παραλία κι έπειτα ανεβήκαμε στο σπίτι. Εκεί ακούσαμε τις εκρήξεις και αποφασίσαμε να φύγουμε. Στην πρώτη μεγάλη έκρηξη ήμουν στο αυτοκίνητο και αυτό ταρακουνήθηκε. Πήρα τα παιδιά μου και με το αυτοκίνητο ήρθαμε στην παραλία του Βόλου. Εκεί κάποια στιγμή ακούστηκε μία μεγάλη έκρηξη κι ήρθαμε μετά στο Εκθεσιακό και περάσαμε εδώ τη νύχτα μας. Ευτυχώς εδώ ήταν όλα οργανωμένα, όμως έχω ένα γενικό παράπονο. Δεν υπάρχει ένας αρμόδιος να μας ενημερώσει, να πας πει πότε θα πάμε στα σπίτια μας. Είμαστε εγκλωβισμένοι. Κατακρίνω όποιον είναι υπεύθυνο. Δεν ξέρουμε πότε θα γυρίσουμε και κανείς δεν ξέρει» υπογράμμισε.
Τον απόλυτο τρόμο ένιωσε και η κυρία Ευαγγελία, κάτοικος της Νέας Αγχιάλου. «Ημουν ξαπλωμένη στο σπίτι και κοντέψαμε να πνιγούμε από τον καπνό. Με την έκρηξη φοβηθήκαμε, άνοιξαν οι τζαμαρίες. Περνούσε η Αστυνομία και μας έλεγε να φύγουμε. Ο άνδρας μου έμεινε εκεί. Ο γιος μου, η νύφη μου, τα παιδιά έφυγαν για Βόλο. Εγώ με την ανιψιά μου ήρθαμε στον Βόλο με αυτοκίνητο. Το μυαλό μου ήταν πίσω στον άνδρα μου» ανέφερε. Δίπλα της η Δήμητρα Γιαννάκη, η οποία μεταφέρθηκε στο Εκθεσιακό Κέντρο, με τους αρμοδίους να της προτείνουν να διανυκτερεύσει σε ξενοδοχείο. Πράγματι, πέρασε το βράδυ της Πέμπτης σε κατάλυμα και το επόμενο πρωί επανήλθε στο Κέντρο, όπου βρίσκεται στην αναμονή για το εάν και πότε θα επιστρέψει στο σπίτι της.
Η κυρία Ελευθερία με τον σύζυγό της και την εγγονή της βρέθηκαν στη Νέα Αγχίαλο για λίγες ημέρες από την Καρδίτσα, προκειμένου να κάνουν διακοπές. Η φωτιά και οι εκρήξεις τούς ώθησαν να φύγουν, αφήνοντας πίσω τα πάντα και κοιτώντας μόνο να βρεθούν κάπου και να είναι ασφαλείς.
«Με τις εκρήξεις τρίζανε τα πάντα, τα τζάμια, οι πόρτες στο ξενοδοχείο. Μας είπαν ότι σε σπίτια έσπασαν τζαμαρίες. Ο καπνός πύκνωνε, δεν βλέπαμε στα δύο μέτρα. Είχα μάσκες, πετσέτες και για το παιδί αν χρειάζονταν να τις βρέχαμε. Είδαμε τον δήμαρχο που κατέβαινε στο λιμανάκι, είδαμε και τις βάρκες, μας είπαν ότι φεύγει κόσμος, μπήκαμε στη βάρκα και φύγαμε. Αφήσαμε τα πάντα πίσω μας. Πού να μείνουμε εκεί; Και το παιδί έβλεπε άλλους να φωνάζουν, να κλαίνε, τρομοκρατήθηκε. Στη βάρκα ήμασταν τέσσερα άτομα, μας υποδέχτηκαν λεωφορεία στον Βόλο και μας έφεραν εδώ» σημείωσε η γυναίκα.
Τις ανατριχιαστικές στιγμές που βίωσε περιέγραψε και η κυρία Ελένη. «Είδαμε τη φωτιά να προχωράει προς Μικροθήβες και ακούσαμε το πρώτο μπαμ. Στις εκρήξεις ούρλιαξα. Δεν μπορούσα να περπατήσω και είπα ότι θα μείνω εκεί κι ό,τι θέλει ας γίνει. Σιγά σιγά με τα πόδια, και μετά μας βοήθησε το αφεντικό του γιου μου, φύγαμε από το σπίτι. Με τη βοήθεια ενός αστυνομικού ήρθε ένα ταξί, μας πήρε και μας έφερε εδώ» εξήγησε η ίδια.