Δάκρυα συγκίνησης και ένα μεγάλο «ευχαριστώ».
Αυτή ήταν η πρώτη λέξη που ψέλλισε σχεδόν με λυγμούς η θρυλική Καλή Καλό πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι όπου βρίσκεται πλέον καθηλωμένη, μόλις ο υπογράφων και ο πρόεδρος του ΣΕΗ Σπύρος Μπιμπίλας την επισκεφτήκαμε στο Γηροκομείο Αθηνών, εκεί όπου, όπως αποκαλύπτουμε σήμερα, βρήκε τελικά καταφύγιο βάζοντας ένα τέλος στη μεγάλη της περιπέτεια.
Από το Νίκο Νικόλιζα
Η εντολή από τον πρόεδρο του Γηροκομείου Αθηνών Σπύρου Χαμακιώτη προς τους ανθρώπους του ιδρύματος ήταν σαφής: «Να τη φιλοξενήσουμε στο καλύτερο δωμάτιο και θα έχει όλες τις παροχές μιας μεγάλης σταρ εκείνης της εποχής που μεγαλούργησε». Ετσι κι έγινε. Πριν από λίγες ημέρες το Γηροκομείο Αθηνών υποδέχτηκε με όλες τις τιμές που αρμόζουν σε έναν θρύλο την τελευταία εν ζωή θιασάρχισσα της δεκαετίας του ’50 Καλή Καλό, δίνοντας έτσι τέλος στις δυσκολίες που της επιφύλαξε η μοίρα στη δύση της ζωής της!
Μια περιπέτεια ζωής που λίγο έμελλε να γραφτεί με μελανά γράμματα στην πολιτιστική ιστορία αυτού του τόπου, αφού η μεγάλη ηθοποιός λίγο έλειψε να πεταχτεί στον δρόμο.
Η «Espresso», μαζί με τον πρόεδρο του ΣΕΗ και βουλευτή της Πλεύσης Ελευθερίας Σπύρο Μπιμπίλα, ανέδειξε το θέμα και κατάφερε μέσω της δημοσιότητας, να κινητοποιήσει όλες τις Αρχές, με σκοπό να δοθεί ένα τέλος στον γολγοθά της 97χρονης Καλής Καλό.
Το μεγάλο δράμα για την ηθοποιό, που το όνομά της έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ξεκίνησε πριν από περίπου ενάμιση μήνα, όταν γείτονες της ηθοποιού τη μετέφεραν στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Ωστόσο, όταν ήταν να πάρει εξιτήριο, κανείς δεν έβαζε την υπογραφή του για να πάρει την ευθύνη της μεταφοράς της αλλά και της φροντίδας της στο μικρό διαμέρισμα όπου διέμενε, στην Ανω Κυψέλη.
Ο πρόεδρος του ΣΕΗ μετά το πρωτοσέλιδο της «Espresso» κατάφερε να σπάσει τα δεσμά της γραφειοκρατίας που κρατούσαν «δεμένη» τη σπουδαία ηθοποιό ως νοσηλευόμενη σε κεντρική κλινική της Αθήνας, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί, ευτυχώς, σε ένα από τα καλύτερα δωμάτια του ιδρύματος. Η 97χρονη Καλή Καλό, που σήμερα είναι φιλοξενούμενη στο Γηροκομείο Αθηνών, μιλάει αποκλειστικά στην «Espresso» και ανοίγει την καρδιά της, όπως την πόρτα του δωματίου της, θέλοντας να εξομολογηθεί τα πάντα! Για το τότε και το τώρα. Μιλάει τόσο για την πολυτάραχη ζωή της και τους μεγάλους πρωταγωνιστές που ανέδειξε από τους θιάσους της όσο και για το μακάβριο εύρημα που βρέθηκε κάτω από το κρεβάτι της, στο σπίτι της στην Κυψέλη, που δεν ήταν άλλο από τα οστά του λατρεμένου της γιου, ο οποίος είχε πεθάνει πριν από 45 ολόκληρα χρόνια.
Δευτέρα, ώρα 10.00 το πρωί: Το ραντεβού μας με την Καλή Καλό είχε κλειστεί εδώ και μέρες. Εκείνη, αν και πολύ διστακτική να μιλήσει δημοσίως, αποδέχτηκε την πρόταση, λόγω της μακροχρόνιας φιλίας που έχει με τον υπογράφοντα. Το δωμάτιο όπου μας μεταφέρει η κοινωνική λειτουργός λάμπει και μοσχοβολάει αρώματα. Ενα βάζο με λουλούδια, μια τηλεόραση και ένα μπαλκόνι που βγαίνει στον τεράστιο και καλλωπισμένο κήπο του γηροκομείου, είναι τα λιτά αλλά υπέροχα που θέλει ένας υπέργηρος για να νιώθει ευτυχισμένος. Εκεί και οι δύο νοσηλεύτριες που της παρέχουν τα πάντα.
«Εχουμε εντολή κάθε φιλοξενούμενος του γηροκομείου και κυρίως τέτοιες προσωπικότητες, όπως η Καλή Καλό, να νιώθουν δέκα φορές καλύτερα από το σπίτι τους» μας λέει η Κωνσταντίνα, η οποία βρίσκεται τις περισσότερες ώρες της ημέρας δίπλα στη μεγάλη ηθοποιό. «Αν η Ελλάδα είχε δέκα ακόμα ιδρύματα όπως το Γηροκομείο Αθηνών, όλοι οι ηλικιωμένοι θα ήταν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι της Γης» μας λέει συγκινημένη και καθισμένη πλέον μόνιμα στο αναπηρικό της καροτσάκι. «Στην αρχή είχα πει του Μπιμπίλα ότι δεν θέλω να πάω σε ίδρυμα. Θέλω να πεθάνω στο σπίτι μου. Δεν ξέρω πώς μου είχε περάσει η εικόνα ότι τα ιδρύματα είναι κατάντια. Οταν όμως μετά από παρακλήσεις με μετέφεραν εδώ, νιώθω σαν να είμαι στον παράδεισο. Εχω τα πάντα και φυσικά δεν έχω το άγχος των εξόδων» αποκρίνεται.
Ο αναπνευστήρας τον οποίο έχει σε καθημερινή βάση μαρτυρά ότι η υπέργηρη ηθοποιός έχει αρκετά προβλήματα υγείας. Ωστόσο έχει πλήρη διαύγεια, που σου δίνει την εντύπωση νεαρού κοριτσιού. Της ζητάμε να μας πει τώρα, στη δύση της ζωής της, αν έκανε λάθη. Λάθη για τα οποία μετάνιωσε. «Λάθη κάνουμε όλοι στη ζωή μας, αρκεί να μπορούμε να τα διορθώσουμε. Εγώ έκανα μεγάλους θιάσους και αυτό το πλήρωσα ακριβά με τα χρήματα που έχασα. Ηθελα να μείνει το όνομά μου μέσα από τη δουλειά μου. Και, νομίζω, αυτό έμεινε πλέον και είμαι περήφανη. Χρήματα από το θέατρο δεν έβγαλα. Οποιος θιασάρχης θεωρεί ότι θα κάνει χρήματα από το θέατρο γελιέται» μας λέει και ζητάει από τη νοσοκόμα να της δώσει λίγο χυμό πορτοκάλι.
Η κουβέντα μας φτάνει και στο μακάβριο εύρημα των οστών που ο Σπύρος Μπιμπίλας βρήκε μαζί με αστυνομικούς κάτω από το κρεβάτι της, όταν πήγε να μεταφέρει τα πράγματά της και να ξενοικιάσει το σπίτι της. Το πρόσωπό της στην ερώτησή μας σκοτεινιάζει. Κατεβάζει τα μάτια της και στα αποστεωμένα πλέον χέρια της κρατάει μια χαρτοπετσέτα. «Αυτά ήταν τα οστά του γιου μου. Της μεγάλης μου λατρείας. Αυτό το παιδί ήταν όλη μου η ζωή. Και πού δεν το πήγα για να το γιατρέψω. Πάνω από δέκα χρόνια γύρισα όλο τον κόσμο για να το κάνω καλά. Δεν τα κατάφερα. Οταν έγινε η εκταφή, δεν μπορούσα να βάλω τα οστά του στο οστεοφυλάκιο μαζί με τα άλλα. Το θεωρούσα σαν να τα πετούσα. Κι εμείς οι Κρητικοί τιμούμε τους νεκρούς μας. Τα πήρα με ευλάβεια, τα έπλυνα και τα τοποθέτησα σε ένα λευκό σεντόνι και τα έβαλα σε ένα μικρό ξύλινο κουτάκι. Ηθελα να νιώθω ότι ο γιος μου είναι κοντά μου. Και τα είχα εκεί 45 χρόνια. Δεν έκανα κανένα έγκλημα. Τα οστά του γιου μου είχα και για μένα ήταν ιερό πράγμα».
Λίγο πριν τελειώσουμε την πολύωρη συζήτησή μας φτάνουμε και στον τραγικό θάνατο της Ελένης Παπαδάκη που βρήκε μέσα στην Κατοχή. Το όνομα της Καλής Καλό συχνά πυκνά ακούγεται πάνω σε αυτό το περιστατικό. Η ίδια, χωρίς περιστροφές, μας εξηγεί: «Η τεράστια αυτή ηθοποιός έκανε ένα φοβερό λάθος στη ζωή της. Παντρεύτηκε τον πρώτο δοσίλογο και συνεργάτη των Γερμανών. Κάποια στιγμή, λοιπόν, οι Γερμανοί συνέλαβαν έναν νεαρό από το αντάρτικο της πόλης. Η ράφτρα της πηγαίνει γονυπετής και την παρακαλεί: “Κυρία Παπαδάκη, συνέλαβαν τον νεαρό. Σας εκλιπαρώ, θα τον σκοτώσουν”. Και γυρίζει η Παπαδάκη και της λέει: “Αφού πήγε με αυτούς, καλά να πάθει”. Αυτό ήταν και η καταδίκη της. Δεν της το συγχώρησαν ποτέ».
Στην ερώτησή μας αν ήταν τόσο σπουδαία ηθοποιός όσο φημολογείται, η Καλή Καλό, που την έζησε, λέει με πίστη στα λεγόμενά της: «Η Ελένη Παπαδάκη; πήρε το πρώτο Οσκαρ Γυναικείου Ρόλου παγκοσμίως στην “Πιλάρ”. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μια ηθοποιό και δη Ελληνίδα; Τεράστιο κατόρθωμα. Οσο γι’ αυτό που λένε, ότι ήταν καλύτερη από την Παξινού, δεν συγκρίνονται. Η Παπαδάκη ήταν ένα μείγμα υποκριτικής τέχνης που δεν πρόκειται να ξαναγεννηθεί. Δυστυχώς, έφυγε άδικα».
Στο Γηροκομείο Αθηνών μείναμε αρκετές ώρες. Το ήθελε η ίδια η θρυλική πρωταγωνίστρια. Θυμήθηκε λεπτομερώς πολλές ιστορίες από την εποχή της μεγάλης δόξας της.
«Πίσω μας αφήνουμε μόνο την υστεροφημία μας, το όνομά μας και τίποτα άλλο. Ευτύχησα να ανακαλύψω τον Βουτσά και να τον βάλω να παίξει δίπλα μου. Τότε σχεδόν ήταν απαγορευμένο, αυτό γιατί ο θιασάρχης σκέπαζε τους πάντες. Κι όμως, εγώ τον επέβαλα και έγινε αυτός που έγινε. Είχε τεράστιο ταλέντο, όμως σπάνια ο Κώστας θυμήθηκε να αναφέρει δημοσίως την Καλή Καλό. Ας είναι καλά εκεί που είναι, κάποια στιγμή θα συναντηθούμε και θα τα πούμε οι δυο μας» λέει χαμογελώντας αλλά και με μια δόση πικρίας στα λόγια της.
Το όνομα της Καλής Καλό αναφέρεται σε όλα σχεδόν τα θεατρικά βιβλία αλλά και τις βιογραφίες των μεγάλων ηθοποιών εκείνης της γενιάς. Τη ρωτάμε για τη Βλαχοπούλου και την επιθεώρηση. «Σας το έχω ξαναπεί, είχε μια κακία απέναντί μου. Προσπάθησε αρκετές φορές να μου βάλει τρικλοποδιά και δεν μπορώ να της το συγχωρήσω αυτό. Βέβαια ήταν η εποχή που ο καθένας μας έπρεπε να πατήσει επί πτωμάτων για να επικρατήσει, όμως δεν μπορώ να της το συγχωρήσω».