«Τελειώσαμε ως λαός εμείς οι Θεσσαλοί. Δεν υπάρχει τίποτα. Πρέπει να μεταναστεύσουμε σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα». Με αυτά τα λόγια και με δάκρυα στα μάτια, οι πρώτοι κάτοικοι από το χωριό Μεταμόρφωση του Δήμου Παλαμά, που χάθηκε κάτω από τις λάσπες, έφτασαν στα πλημμυρισμένα σπίτια τους, εννιά ημέρες μετά τη βιβλική καταστροφή του «Daniel».
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
- Φωτογραφίες: Βαγγέλης Ρασσιάς
Τα δύο παλικάρια που πήγαν πρώτα στο χωριό Μεταμόρφωση και συναντήσαμε κρατούσαν στα χέρια τους τα κυνηγετικά όπλα που είχαν κρύψει στα σπίτια τους.
Κολύμπησαν μέσα στα λασπόνερα προκειμένου να τα πάρουν, για να μην πέσουν στα χέρια όσων κάνουν πλιάτσικο. Είναι αυτοί που προσπαθούσαν να δώσουν τρόφιμα και νερό στο ζευγάρι της σοφίτας που επέζησε μέσα στα λασπόνερα του χωριού όλες αυτές τις ημέρες.
Καρέ καρέ
Η «Espresso» βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στον «Τιτανικό» της Θεσσαλίας, καταγράφοντας καρέ καρέ όλα όσα συνέβησαν. Με τον φωτογραφικό φακό του Βαγγέλη Ρασσιά και βοηθό τον Πέτρο Ευσταθόπουλο κατορθώσαμε και φτάσαμε και στα πλημμυρισμένα χωριά.
Στα λασπόνερα
Ημέρα Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου. Ολες αυτές τις ημέρες, έξι χωριά είναι ολοκληρωτικά χαμένα κάτω από τα λασπόνερα. Το νερό βρίσκεται έως και τα κεραμίδια. Στη Μεταμόρφωση Λάρισας, άνθρωποι κάθε ηλικίας κάθονται στο ανάχωμα απέναντι από το χωριό και περιμένουν να πέσουν τα νερά, ώστε να πάνε στα σπίτια τους και να περισώσουν ό,τι δεν θάφτηκε στη λάσπη!
Τα ΜΜΕ σε όλη την Ελλάδα μιλούσαν για το μοναδικό ζευγάρι που ζούσε στο συγκεκριμένο χωριό, πάνω σε μια σοφίτα. Ενα ζευγάρι που έκανε το πανελλήνιο να αγωνιά για την τύχη του. Μια βάρκα κάθε δύο μέρες προσπαθούσε να τους φέρει νερό και τροφή για να αντέξουν. Από μακριά, ένας ασπρομάλλης μεσόκοπος κύριος μαζί με μια γυναίκα κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι οι ναυαγοί της σοφίτας που άντεξαν όλες αυτές τις ημέρες μέσα στον βούρκο. Δεν γνωρίζαμε την ταυτότητά τους. Ο ασπρομάλλης άντρας προσπαθεί να κρατηθεί από την κούραση πάνω σε ένα ξύλο. Η πολυήμερη ταλαιπωρία τον έχει γονατίσει.
Τους ρωτάμε τι συμβαίνει στο χωριό. Χαμογελούν εξουθενωμένοι. «Είμαστε εμείς που ζούσαμε στη σοφίτα του πλημμυρισμένου χωριού» μας λέει και μας συστήνεται. «Λέγομαι Κώστας Πλατιάς. Ολες τις ημέρες ήμασταν μέσα. Ζούσαμε μέσα στη σοφίτα εγώ και η σύζυγός μου» λέει συγκινημένος, αντικρίζοντας ύστερα από καιρό το φως της ημέρας. Τον ρωτάμε πώς επιβίωναν.
Ελάχιστες προμήθειες
«Στην αρχή, όταν το ποτάμι άρχισε να φουσκώνει, πήραμε το αυτοκίνητο για να φύγουμε. Είναι το αυτοκίνητο που δείχνετε όλα τα ΜΜΕ και είναι πεσμένο μέσα στο ποτάμι. Δεν τα καταφέραμε και γυρίσαμε πίσω στο χωριό. Μαζί με τη γυναίκα μου σκεφτήκαμε και πήραμε όσα πράγματα είχαμε στα συρτάρια από φαγώσιμα και ανεβήκαμε πάνω στη σοφίτα.
Σφραγίσαμε την πόρτα, κάναμε τον σταυρό μας και είπαμε “είτε θα ζήσουμε είτε θα πνιγούμε μαζί”. Τις πρώτες ημέρες, τα πράγματα που είχαμε προμηθευτεί μπόρεσαν και μας κάλυψαν – κάνα δυο μπουκάλια νερό, κάτι τρόφιμα. Ομως, από την τέταρτη μέρα, τα περιθώρια στένεψαν. Το νερό είχε σκεπάσει τα πάντα. Απέξω έβλεπες απλά μια λίμνη. Οσοι συγχωριανοί μας είχαν φύγει από το χωριό μάς είχαν έγνοια. Μας έφερναν κάθε μέρα κάποια πράγματα για να αντέξουμε όλες αυτές τις ημέρες» λέει συγκινημένος, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του και ευχαριστώντας τους συμπατριώτες του που είναι ζωντανοί αυτός και η σύζυγός του.
«Νιώθουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη που είμαστε ζωντανοί. Ζητάω από το κράτος να σκύψει πάνω από το πρόβλημά μας για να ξαναφτιάξουμε τις ζωές μας. Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τα μέρη μας. Δεν μπορούμε στα 65 χρόνια μας να πάμε μετανάστες. Αν ήμασταν νεότεροι θα φεύγαμε» λέει με πολλή πίκρα, πριν τον αποχαιρετήσουμε, με τον ίδιο να χάνεται από τον ορίζοντά μας σαν σκιά. Αυτή η «σκιά» πρέπει να επιβιώσει, να βρει το κουράγιο να συνεχίσει να αναπνέει…