«Φρένο» στην τεράστια «κομπίνα» σπείρας, που διέθετε προς πώληση πλαστά έργα τέχνης σε εμπόρους και συλλέκτες του εξωτερικού, έβαλε το Τμήμα Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, της Περιφερειακής Αστυνομίας Κρήτης.
Πρόκειται για εγκληματική οργάνωση, που πουλούσε σε ιδιώτες, συλλέκτες, εμπόρους και οίκους δημοπρασιών σε χώρες του εξωτερικού πίνακες ζωγραφικής, δήθεν φιλοτεχνημένους από διάσημους καλλιτέχνες. Εκτιμάται, δε, ότι το παράνομο οικονομικό όφελος που αποκόμισαν τα μέλη ανέρχεται σε ποσό άνω των 6.000.000 ευρώ.
Στο πλαίσιο της έρευνας για την υπόθεση ταυτοποιήθηκαν πέντε άτομα, ηλικίας 35-69 ετών, τα οποία μάλιστα είχαν μεταξύ τους και ρόλους. Ειδικότερα, ως αρχηγικό μέλος εμφανίζεται ένας 35χρονος, που είχε αναλάβει τον συντονισμό της ομάδας, ερχόταν σε επαφή με οίκους δημοπρασιών, διαπραγματευόταν τις αγοραπωλησίες και διαχειριζόταν τα χρήματα που αποκόμιζαν. Σημαντικός παράγοντας της σπείρας ήταν και ένας 61χρονος, που είχε ζωγραφικές δεξιότητες και ειδικές γνώσεις σχετικά με τη φύση και την τεχνοτροπία των ζωγράφων, και έτσι κατάρτιζε τους πλαστούς πίνακες.
Ακόμη, στο κύκλωμα ενεργό ρόλο είχε μία 69χρονη, η οποία, εκμεταλλευόμενη την αλλοδαπή καταγωγή της, παρείχε πληροφορίες για την οργάνωση της ψευδούς διαδρομής των έργων, από τους αρχικούς δημιουργούς στα μέλη της οργάνωσης, ενώ παρουσιαζόταν ως συλλέκτρια έργων τέχνης στους υποψήφιους αγοραστές.
Στις απάτες συμμετείχε και ένας 56χρονος, που είχε αναλάβει τη συσκευασία των πινάκων και την παράδοσή τους στις μεταφορικές εταιρίες, την είσπραξη των χρημάτων από τις αγοραπωλησίες, την παραλαβή των πλαστών εγγράφων και σφραγίδων, ενώ εκτελούσε χρέη οδηγού της οργάνωσης. Τέλος, στην «κομπίνα» συμμετείχε και μία 48χρονη, ιδιοκτήτρια καταστήματος κατασκευής σφραγίδων, που προμήθευε την οργάνωση με τις πλαστές σφραγίδες.
Σε ό,τι αφορά το modus operandi της σπείρας, διαπιστώθηκε από τις Αρχές πως τα μέλη της προμηθεύονταν τα απαραίτητα υλικά για τη δημιουργία πλαστών πινάκων και για την πιστοποίηση της αυθεντικότητάς τους. Στη συνέχεια πλαστογραφούσαν την υπογραφή του εκάστοτε δημιουργού, αποτύπωναν πλαστές χειρόγραφες αφιερώσεις, ενώ έκαναν χρήση πλαστών σφραγίδων μεταβίβασης και ψευδών τίτλων, που δήθεν είχαν υπογράψει επιφανείς ιστορικοί της τέχνης.
Παράλληλα έρχονταν σε επαφή με οίκους δημοπρασιών του εξωτερικού, παραπλανώντας τους για την αυθεντικότητα των έργων, ισχυριζόμενοι ότι προέρχονται από συλλέκτες του προηγούμενου αιώνα ή από πολιτικά πρόσωπα. Την ίδια ώρα, μέσω διεθνούς δικτύου που είχαν αναπτύξει αναρτούσαν τους πίνακες σε ηλεκτρονικές δημοπρασίες και καταλόγους.
Ακολούθως συσκεύαζαν τα έργα σε ξυλοκιβώτια και τα απέστελλαν στο εξωτερικό μέσω μεταφορικής εταιρίας. Σε βάρος των μελών της σπείρας σχηματίστηκε δικογραφία για σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και παράβαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.