Ένα αδίστακτο κύκλωμα trafficking, που εκμεταλλευόταν ανυπεράσπιστες γυναίκες από τη Βενεζουέλα και άλλα κράτη της Λατινικής Αμερικής, εξαρθρώθηκε ύστερα από συντονισμένη επιχείρηση του Τμήματος Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων της Ασφάλειας Αττικής, σε συνεργασία με την αμερικανική υπηρεσία Homeland, τη Europol και την αστυνομία της Ισπανίας.
Η σπείρα, με αρχηγικό μέλος της οργάνωσης μια πρώην εκδιδόμενη γυναίκα, εξέδιδε ανυπεράσπιστες γυναίκες σε οίκους ανοχής της Αθήνας και έπαιρνε το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής από τους δεκάδες πελάτες. Όπως και σε αντίστοιχα κυκλώματα trafficking από τη Λατινική Αμερική, έψαχναν γυναίκες που είχαν οικονομική ανάγκη μέσω του διαδικτύου.
Ως δόλωμα «έριχναν» δίπλα τους μια γυναίκα, η οποία τις προσέγγιζε διαδικτυακά και υποσχόταν ότι θα τους βρει δουλειά με καλή αμοιβή και καλές συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα. Οι κοπέλες πείθονταν και αφού έρχονταν στην Αθήνα, στη συνέχεια τις μετέφεραν σε διαμέρισμα στο κέντρο της πρωτεύουσας, όπου έπαιρναν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα. Τότε αποκαλύπτονταν η παγίδα και ο εφιάλτης που θα ζούσαν επί τρεις μήνες, όσο διαρκούσε η βίζα από τις χώρες τους.
Τους έλεγαν πως θα πρέπει να τους ξεπληρώσουν τα έξοδα του ταξιδιού, υποχρεώνοντάς τες να εκδίδονται καθημερινά με δεκάδες πελάτες σε έξι οίκους ανοχής. Στα πρώτα τέσσερα ραντεβού οι κοπέλες δεν έπαιρναν αμοιβή, καθώς όλα τα λεφτά πήγαιναν στο κύκλωμα. Στη συνέχεια τους έδιναν ελάχιστα χρήματα για να μπορέσουν να ζήσουν, ενώ τα υπόλοιπα τα παρακρατούσαν δήθεν για τη σίτιση και τη διαμονή τους.
Σε κάθε βάρδια τις υποχρέωναν να κάνουν 15 με 20 ραντεβού, με αποτέλεσμα η σπείρα να αποκομίζει μεγάλα χρηματικά ποσά. Όταν έληγε η τρίμηνη βίζα των κοριτσιών, επέστρεφαν στην πατρίδα τους και τις αντικαθιστούσαν με άλλες κοπέλες-θύματα του κυκλώματος. Πριν έρθουν στην Αθήνα, οι γυναίκες περνούσαν πρώτα από «κάστινγκ» από την αρχηγό του κυκλώματος. Οι υποψήφιες υποχρεώνονταν να στέλνουν φωτογραφίες προκειμένου να πάρουν το «πράσινο φως» από το αρχηγικό μέλος της οργάνωσης, με βάση την εξωτερική τους εμφάνιση.
Η 43χρονη αρχηγός του κυκλώματος trafficking είχε συλληφθεί και παλαιότερα για παρόμοιες υποθέσεις. Όπως προέκυψε από την προανάκριση, έκανε οικονομικές αναλύσεις με τη Νο 2 της σπείρας, μια 57χρονη, για τις «επιδόσεις» των κοριτσιών που εκμεταλλεύονταν, με βάση την επισκεψιμότητα των πελατών στους οίκους ανοχής και τα χρήματα που είχαν αποκομίσει από τις υπηρεσίες τους. Στις εκδιδόμενες κοπέλες είχε δώσει ψευδώνυμα, όπως «Λολίτα», «Ντονέλα» και «Πάμελα».
Η δράση του κυκλώματος τερματίστηκε το περασμένο Σάββατο, ύστερα από συντονισμένη επιχείρηση αστυνομικών του Τμήματος Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων της Ασφάλειας Αττικής, με τη συνδρομή των αμερικανικών και ευρωπαϊκών Αρχών. Σημαντική ήταν η βοήθεια από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις «Our Greece» και «Α21», που είναι εξειδικευμένες στην αρωγή και την προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.
Οι αστυνομικοί πέρασαν χειροπέδες σε έξι μέλη της σπείρας, καθώς και σε τέσσερις γυναίκες που εντοπίστηκαν στους έξι οίκους ανοχής. Κατά τις έρευνες βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 6.382 ευρώ, κάμερες και καταγραφικά επιτήρησης, δεκάδες ηλεκτρονικές συσκευές και πλήθος εγγράφων και ιδιόχειρων σημειώσεων αναφορικά με τη λειτουργία των οίκων ανοχής και τη νομιμοποίηση εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα.
Εις βάρος των συλληφθέντων σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, εμπορία ανθρώπων, παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η Αρχή και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, και οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα, ενώ έλαβαν προθεσμία για να απολογηθούν στον ανακριτή.
Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη έρευνα εις βάρος των μελών της οργάνωσης που νομιμοποιούσαν τα παράνομα έσοδα από τις εκδιδόμενες κοπέλες, μέσω συμμετοχής σε εταιρίες επενδύσεων και παροχής υπηρεσιών διαμονής.
Πως πιάστηκαν οι αδίστακτοι μαστροποί
Μια γυναίκα από τη Βενεζουέλα, που είχε πιαστεί στα δίχτυα του κυκλώματος trafficking, οδήγησε στα τέλη Σεπτεμβρίου τους αστυνομικούς στα ίχνη της σπείρας. Οπως ανέφερε, τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε προσεγγιστεί μέσω του διαδικτύου από συμπατριώτισσά της, μέλος της οργάνωσης, η οποία την έπεισε να ταξιδέψει στην Ελλάδα.
Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», παρελήφθη, μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, όπου διέμεναν και άλλες ομοεθνείς της. Ασκώντας της ψυχολογική βία και με το πρόσχημα της εξόφλησης του υποτιθέμενου υπέρογκου χρέους που είχε δημιουργηθεί από το ταξίδι και διαμονή της στην Ελλάδα, την εξανάγκαζαν να εκδίδεται σε οίκους ανοχής στην περιοχή του κέντρου της Αθήνας. Η μεταφορά της από και προς τους οίκους ανοχής πραγματοποιούνταν από μέλη της οργάνωσης, τα οποία παρακρατούσαν μεγάλο μέρος των εσόδων από τους «πελάτες».
Όμως για καλή της τύχη η γυναίκα κατάφερε να διαφύγει από τον έλεγχο της οργάνωσης και με τη βοήθεια στελεχών μη κυβερνητικής οργάνωσης οδηγήθηκε στην Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων, όπου εξιστόρησε τον εφιάλτη που ζούσε. Ακολούθησε πολυήμερη έρευνα των Ελλήνων αστυνομικών σε συνεργασία με στελέχη της αμερικανικής υπηρεσίας Homeland, της Europol και Ισπανών συναδέλφων τους, για να φτάσουν τελικά στον εντοπισμό και τη σύλληψη των πρωταγωνιστών του κυκλώματος.
Η διεθνής συνεργασία με τις αλλοδαπές Αρχές συνεχίζεται για τον εντοπισμό και τη σύλληψη και άλλων προσώπων που εμπλέκονται στη σπείρα. Εκτός από την κοπέλα από τη Βενεζουέλα οι Αρχές εντόπισαν ακόμα εννέα κοπέλες από χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες μεταφέρθηκαν σε ξενώνες για τη φιλοξενία τους μέχρι να ολοκληρωθεί ο επαναπατρισμός τους.