Βλέμμα οξυδερκές, διαύγεια που θα τη ζήλευε ακόμα και ο νεότερος μαθητής της, χιούμορ, ζωντάνια, χαμόγελο. Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της Εφης Παπαθεοδώρου, της γνωστής μας σε όλους Θεοπούλας, η οποία φέτος συμπλήρωσε τα 86 χρόνια ζωής.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Μιας ζωής γεμάτης δράση και περιπέτεια, αφού μέσα από αυτή περνάνε τα χρόνια του πολέμου του ’40, έπειτα ο εμφύλιος πόλεμος, το κρησφύγετο στα βουνά με τον ΕΛΑΣ, η διδασκαλία του Ροντήρη στο θεατρικό σανίδι, οι συνεργασίες με τη Λαμπέτη και τόσες άλλες συγκλονιστικές στιγμές. Ολα αυτά τα μοναδικά ντοκουμέντα περικλείονται σε ένα βιβλίο που σε λίγες μέρες θα βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και έχει τίτλο «Το ημερολόγιο μιας τουρνέ», από τις εκδόσεις Αίολος. Με αφορμή αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, που αποτυπώνει με γλαφυρότητα όσα είδε, άκουσε και έζησε, η σπουδαία ηθοποιός μιλάει στην «Espresso» και αφηγείται τη ζωή της έτσι όπως την έζησε. Χωρίς χρυσόσκονη, χωρίς ρετούς…
«Καταρχάς να σας θυμίσω πως τη γνωριμία μεταξύ μας την έκανε ο μαιευτήρας της Αλίκης Βουγιουκλάκη, ο σπουδαίος Νίκος Παπανικολάου, στον Πλάτανο Αιτωλοακαρνανίας, όπου βρεθήκαμε όλοι μαζί… Βέβαια. Ο σπουδαίος αυτός γιατρός, που ο μπαμπάς μου τον είχε βοηθό του, όταν ξεκινούσε στα πρώτα του βήματα. Είχε δώσει το σπίτι του για να κάνει νοσοκομείο ο ΕΛΑΣ στην Κατοχή. Μάλιστα, ο γιατρός τότε ήταν δεκατεσσάρων ετών και είχε βάλει, όπως μας έλεγε, έναν κόκκινο σταυρό στο μπράτσο του και ήταν ο βοηθός του πατέρα μου. Ετσι, μάλιστα, αποφάσισε να γίνει γιατρός ο Παπανικολάου!»
Εσείς από πού κατάγεστε;
Εγώ όπως και η μητέρα μου γεννηθήκαμε στα Σαράλονα, ένα παραλίμνιο χωριό απ’ όπου ήταν το σόι της μανούλας μου, οι περίφημοι Πυλαρινέοι. Ηταν οι άρχοντες του χωριού. Ο παππούς μου έκανε εμπόριο στην Πάτρα με καπνοπωλείο. Τότε λοιπόν του τα πήρε όλα ο λεγόμενος «φόρος» κι έτσι έχασε τα πάντα. Ομως είχαν μεγάλη ακίνητη περιουσία. Σκεφτείτε πως όλος ο κάμπος στην περιοχή ήταν δικός του. Καπεταναίοι άνθρωποι! Ο μπαμπάς καταγόταν από την Περδικόβρυση της Ναυπακτίας. Ο παππούς μου ήταν παπάς. Παπαθόδωρος και από κει το κάναμε Παπαθεοδώρου. Αλλά και της μαμάς μου ο πατέρας ήταν παπάς. Αλλά, όπως λέει και η παροιμία, «παιδί παπά, διαβόλου κάλτσα». Εμείς το κάναμε «διαβόλου εγγόνια». (γέλια)
Τι θυμάστε από εκείνα τα ανέμελα χρόνια;
Τι να πρωτοθυμηθώ… Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στη λίμνη Τριχωνίδα γιατί η μαμά μου είχε ένα μικρό σπίτι και ο μπαμπάς είχε φτιάξει το πρώτο περιβόλι εκεί. Θυμάμαι ως παιδί να βουτάμε στη λίμνη, να πιάνουμε ψαράκια και μετά να κοιμόμαστε κάτω από τα αστέρια. Ηταν τα ωραιότερα χρόνια που πέρασα στη ζωή μου. Σχολείο πήγα στο Αγρίνιο και καμιά φορά ανεβαίναμε και στην Αθήνα. Τα θεατρικά στο σχολείο τα έπαιζα εγώ, ενώ η μεγαλύτερη αδερφή μου έφτιαχνε τα σκηνικά. Η μαμά ήταν καλλίφωνη και πανέμορφη. Ο δε μπαμπάς ήταν λεβέντης και μπήκε στον ΕΛΑΣ για να φροντίζει τους αγωνιστές. Δεν ήθελε όμως να μπει επειδή είχε την οικογένεια και φοβόταν. Ωστόσο του είπαν ότι εμείς θα φροντίζουμε την οικογένειά σου. Ετσι, όλη η οικογένεια ανέβηκε στο βουνό. Πέρασε πολλά η οικογένεια στα χρόνια του πολέμου και του Εμφυλίου.
Bιβλίο με μνήμες από τις τουρνέ της
Μέσα το βιβλίο που εκδίδεται σε λίγες ημέρες τι θα περιλαμβάνει;
Οσα έζησα στις τουρνέ. Θα σας διαβάσω το κομμάτι που θα μπει στο οπισθόφυλλο: «Εβλεπα τους τεχνικούς να ξεκαρφώνουν το σκηνικό, πάνω στην εξέδρα. Στον ουρανό έλαμπαν κιόλας τα αστέρια. “Σαν αποκαθήλωση μοιάζει” είπα μέσα μου και μελαγχόλησα. Τι μένει λοιπόν από μια παράσταση; Και το κοινό που την είδε πόσο θα μας θυμάται; Είναι μάταιο. Αλλά εμείς συνεχίζουμε την τουρνέ. Αύριο θα στήσουμε το σκηνικό μας σε μια άλλη πλατεία. Και η τουρνέ μοιάζει σαν μια βελόνα γραμμοφώνου που, έτσι και ξεκινήσει, δεν σταματάει να βγάζει μουσική, ώσπου να τελειώσει και η τελευταία γραμμή του δίσκου».
Τι θυμάστε από τα χρόνια στο βουνό όπου ζήσατε;
Θυμάμαι το μοναστήρι της Τατάρνας, όπου ένα βράδυ γινόταν χαμός στο βουνό με τον ΕΛΑΣ και τα άλογα. Μας τύλιξαν όλα τα μωρά με κουβέρτες και μας ανέβασαν πάνω στα μουλάρια, και φύγαμε γιατί πίσω μας έρχονταν οι Γερμανοί. Θυμάμαι επίσης το τραγούδι που έλεγαν οι αντάρτες πάνω στα βουνά. Οι αντάρτες έσωσαν και τους θησαυρούς των μοναστηριών από τους κατακτητές. Τον μπαμπά τον κυνήγησαν και τον μετέφεραν από φυλακή σε φυλακή με ψεύτικα αποδεικτικά. Ο μπαμπάς μου δεν ήταν κομμουνιστής. Ηταν απλώς γιατρός αγωνιστής που μπήκε να πολεμήσει τον εχθρό. Τίποτα περισσότερο. Εύχομαι να μη νιώσει κανένα άλλο παιδί τον τρόμο του πολέμου όπως τον έζησα εγώ.
Στην Αθήνα πότε ήρθατε;
Στην Αθήνα ήρθαμε το 1952. Τότε άρχισα τη δραματική σχολή, στον μέγα δάσκαλο Δημήτρη Ροντήρη. Νομίζω ήταν ο σπουδαιότερος όλων. Οταν πήγα με τους γονείς μου να με γράψουν, τους είπε: «Ο Θεός να φυλάει το παιδί σας από το παρασκήνιο του θεάτρου». Και είχε δίκιο. Αλλά εγώ είχα πάθος για το θέατρο.
Πώς ήταν η πρώτη τουρνέ που πήγατε;
Ηταν πραγματικά πολύ δύσκολη. Ηταν το 1960 με τον ζεν πρεμιέ της εποχής Ηλία Σταματίου. Σε αυτόν τον θίασο συμμετείχε επίσης η Δέσποινα Στυλιανοπούλου με την οποία βγήκαμε μαζί από τη σχολή. Ηταν ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, ήταν η Νίνα Παπαζαφειροπούλου. Και πέσαμε από τα σύννεφα, θυμάμαι, γιατί εμείς τότε παίζαμε αρχαίες τραγωδίες και πολύ ποιοτικό θέατρο και ξαφνικά βρεθήκαμε να παίζουμε σε μια πολύ αστεία παράσταση. Θυμάμαι από αυτή την τουρνέ ότι ορμούσαν οι πιτσιρικάδες για να δουν και λίγο… γυμνό και γινόταν χαμός. Στα Φάρσαλα, μάλιστα, σταματούσε για κάποια ώρα το ηλεκτρικό και ο κόσμος άρχιζε να τραγουδάει Θεοδωράκη. Οταν ερχόταν το φως, ξεκινούσαμε ξανά. Εν τέλει, φτάσαμε ως την Αλεξανδρούπολη και ο θίασος δεν μάζεψε λεφτά, με αποτέλεσμα να μου στείλουν οι γονείς μου για να μπορέσω να επιστρέψω στην Αθήνα. Επιβιβαστήκαμε σε ένα σαπιοκάραβο όπου νομίζαμε ότι θα πνιγούμε. Ειλικρινά, έχω τρομερά μεγάλη εκτίμηση στους παλιούς ηθοποιούς, γιατί κάτω από αντίξοες συνθήκες μπόρεσαν να συνεχίσουν και να γίνουν ιερά τέρατα.
Από τους παλιούς συναδέλφους ποιος σας άρεσε;
Λάτρευα τον Κατράκη, τον Χορν, την Παξινού, τη Λαμπέτη, με την οποία είχα και την τύχη να παίξω. Είχα ένα ρολάκι, όμως ήταν μεγάλη ευτυχία να τη βλέπω κάθε βράδυ να ερμηνεύει τόσο μοναδικά! Ελαμπε πάνω στη σκηνή. Ηταν πολύ σπουδαία, αλλά και δύσκολος άνθρωπος. Ολη την ώρα μιλούσε για τον ρόλο της και τίποτε άλλο. Ζούσε για το θέατρο. Τότε υπήρχαν πολλά ονόματα που μεγαλούργησαν, αλλά σήμερα δεν τους ξέρετε. Τότε έπαιζαν πραγματικό θέατρο. Σήμερα δεν καταλαβαίνεις τι λένε! Παίρνουν τα αρχαία κείμενα και τα κάνουν φύλλο και φτερό. Τα προσαρμόζουν όπως τους συμφέρει, λες και είναι καλύτεροι από τους αρχαίους συγγραφείς που τα έγραψαν. Ντροπή τους. Εγώ δεν πάω να τα δω!
Μια και αναφέρατε τα αρχαία κείμενα, πώς νιώθετε με όλα όσα γίνονται πλέον στην Επίδαυρο;
Αν μιλήσεις και πεις κάτι αντίθετο από το σύστημα, σε λένε πασέ. Εγώ πιστεύω πως όλοι αυτοί οι ατάλαντοι που κάνουν τους σκηνοθέτες και κακοποιούν τα κείμενα και τις παραστάσεις το κάνουν γιατί είναι απλώς ατάλαντοι. Να εντυπωσιάσουν και… πέτυχα! Τι πέτυχες, βρε ηλίθιε, αν δεν καταλάβει ο κόσμος σε τι αναφέρεσαι, ποια είναι η επιτυχία σου;
Φαντάζομαι κινηματογράφο δεν παίξατε γιατί σας το απαγόρευε ο Ροντήρης;
Ηταν αντίθετος για τον εξής λόγο: έλεγε ότι, ενώ ο ηθοποιός πάει να αποδώσει κάτι καλό, κάτι δικό του, το κόβουν και δείχνουν κάτι άλλο. Το θεωρούσε ασέβεια απέναντι στους ηθοποιούς. Για εκείνον ήταν μια άλλη, εντελώς διαφορετική τέχνη ο κινηματογράφος.
Εσάς δεν σας έκανε όμως «κλικ» να παίξετε σε ταινίες;
Αν και είχα φωτογραφηθεί για κάτι ασπρόμαυρες ταινίες, έγιναν διάφορα παρασκηνιακά και αποφάσισα κι έφυγα στον Καναδά με τις αδερφές μου. Και εκεί έμαθα την αγγλική γλώσσα, μάλιστα έκανα και φροντιστήρια για να ζήσω, γιατί δεν δούλευα στο θέατρο. Δεν με έπαιρναν. Επρεπε να περάσω από… Δεν είχα συγγενείς στο θέατρο για να με βοηθήσει κάποιος. Ομως κάναμε και πολύ παιδικό θέατρο και περιφερειακό θέατρο, όπως στον Πειραιά με τον Κοντούλη.
Την περίοδο που δεν παίζατε στο θέατρο τι δουλειά κάνατε;
Είχα φροντιστήριο αγγλικών και δίδασκα! Μετά συνεργάστηκα με το Θέατρο της Ημέρας κι έτσι ξαναξεκίνησα με τους Ελεύθερους Καλλιτέχνες του Φοίβου Ταξιάρχη. Μαζί ήταν και η Ειρήνη Κουμαριανού, με την οποία παίξαμε και στην ταινία «Οπα» που γυρίστηκε στην Πάτμο. Εκεί ανταλλάξαμε τηλέφωνα, κι εκείνο το καλοκαίρι έγινε το μπαμ και μας πήραν για το «Παρά 5».
Οταν σας αναγνωρίζει ο κόσμος στον δρόμο, σας φωνάζει με το πραγματικό σας όνομα ή Θεοπούλα;
Ολος ο κόσμος με ξέρει Θεοπούλα. Να σκεφτείς, μου χάρισαν κάτι βιβλία και, όταν μου τα έστειλαν σπίτι, δεν ήξεραν το πραγματικό μου όνομα. Το έγραψαν «Θεοδωροπούλου». (γέλια)
Σας αρέσει που η νέα γενιά σάς αναγνωρίζει στον δρόμο;
Αυτή είναι η μεγαλύτερη συγκίνηση για μένα. Η δική μου γενιά έζησε πολύ όμορφες και ήρεμες εποχές. Υπήρχαν οι αλάνες όπου παίζαμε μέσα στα χώματα. Είχαμε ζεστασιά. Τώρα τα παιδιά δέρνονται και βρίζονται χωρίς λόγο. Υπάρχει μεγάλη έκρηξη ανάμεσα στα παιδιά. Και να σου πω κάτι που ξέρω καλά: τα παιδιά μιμούνται τους γονείς. Το σπίτι είναι αυτό που δημιουργεί τα πρότυπα και τους σωστούς ανθρώπους στην κοινωνία. Σήμερα δεν υπάρχουν ούτε όνειρα ούτε φιλοδοξίες στη νέα γενιά.
Σας κάνουν ακόμη προτάσεις;
Μου είχαν κάνει πέρυσι, αλλά είχα ταλαιπωρηθεί πολύ με τον βηματοδότη και παραλίγο να πεθάνω. Ετσι αρνήθηκα. Ομως κάτι σκέφτομαι να κάνω, με κάποιους ρόλους που έχω ξαναπαίξει. Δεν θα πω περισσότερα…
Τον θάνατο τον φοβάστε έπειτα από αυτό που σας συνέβη με την καρδιά σας;
Δεν το συνειδητοποίησα, γιατί πιστεύαμε ότι έπεσε ο αιματοκρίτης μου. Ημουν στο χωριό όταν συνέβη, αλλά ευτυχώς ήταν όλη η οικογένεια εκεί, με μετέφεραν στο Αγρίνιο και μετά στο Νοσοκομείο του Ρίου. Ο θάνατος δεν με νοιάζει. Οταν έρθει η ώρα μου, θα φύγω!
Πιστεύετε ότι έχετε ολοκληρώσει τον κύκλο σε αυτά που θέλατε να κάνετε;
Ο άνθρωπος, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ποτέ δεν τελειώνει τα όνειρα και αυτά που έχει σκοπό να κάνει!