Υπήρξε η πρώτη γυναίκα της ιδιωτικής τηλεόρασης που έβαλε την κουζίνα και τις ελληνικές νοστιμιές στη μικρή οθόνη. Που εκτόξευσε τις τηλεθεάσεις των τηλεοπτικών εκπομπών με τις οποίες συνεργάστηκε, κάνοντας τις παρουσιάστριές τους να απολαμβάνουν την επιτυχία της δόξας της.
- Από τον Γιάννη Αρμουτίδη
Κάθε επαγγελματικό άγγιγμά της υπήρξε μαγικό και τα βιβλία της αποτέλεσαν «ιερό ευαγγέλιο» γαστρονομίας στην κουζίνα κάθε νοικοκυράς που ήθελε να λέγεται μερακλού της ελληνικής κουζίνας. Η ζωή, όμως, επιφύλαξε στη Βέφα Αλεξιάδου ό,τι σκληρότερο, αφού μέσα σε διάστημα λίγων μηνών έχασε τις δύο λατρεμένες κόρες της.
Η μόνη της φροντίδα ήταν τα εγγόνια της, που δεν τα άφησε ούτε δευτερόλεπτο, έχοντάς τα υπό την προστασία της και υπό τη σκέπη της. Τα λάτρεψε μέχρι την τελευταία ανάσα της ζωής της. Μια ανάσα που άφησε ταλαιπωρημένη από σοβαρά προβλήματα υγείας, τα οποία την ανάγκαζαν να νοσηλεύεται κατά διαστήματα στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου». Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της ήθελε να βρίσκεται στο σπίτι της, στη Μόλα Καλύβα της Χαλκιδικής. Ομως, δεν τα κατάφερε… Σύμφωνα με πληροφορίες του στενού οικογενειακού της κύκλου, της ανιψιάς της και όχι των γαμπρών της, η κηδεία της θα γίνει την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου, στη Θεσσαλονίκη (δεν αναφέρθηκε έως αυτή τη στιγμή που γράφεται το ρεπορτάζ η εκκλησία), στις 12 το μεσημέρι.
Τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με την τελευταία της συνέντευξη που μας παραχώρησε και δημοσιεύουμε σήμερα, υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας. Τόσο σοβαρά, που ήταν αδύνατον πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί και κατέφυγε να ζητήσει δημόσια την ανεύρεση έμπειρου προσώπου για τη φροντίδα της. Η Βέφα διέθετε φίλες, είχε οικογένεια, αλλά επέλεξε να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο σπίτι που λάτρεψε και απέκτησε μαζί με τον σύζυγό της, στη Χαλκιδική, παρότι διέθετε ακόμα μία υπέροχη μεζονέτα-παλάτι στη Νέα Ερυθραία, στην Αθήνα.
Ηθελε μέχρι το τέλος της ζωής της να είναι ενεργή. Επισκεπτόταν τις μεγαλύτερες εκθέσεις γαστρονομίας. Χαιρόταν κάθε φορά που της απένειμαν έναν τίτλο διάκρισης. Ηταν περήφανη που την αποκάλεσαν την Ελληνίδα που έβαλε την ελληνική κουζίνα στην παγκόσμια αγορά. Το μεγαλύτερο παράπονό της ήταν ότι δεν αναγνωρίστηκε από την ελληνική Πολιτεία ως η Ελληνίδα σεφ που έβαλε την Ελλάδα στην παγκόσμια αγορά γαστρονομίας και ότι δεν της δόθηκε ποτέ η δυνατότητα να κάνει τις εκπομπές της στη δημόσια τηλεόραση, την ΕΡΤ, παρότι έστειλε πολλές προτάσεις και επιδίωξε συναντήσεις με τους προέδρους και τους διευθυντές!
Δήλωνε ότι η πιο αγαπημένη της φίλη, η οποία τη λάτρευε, ήταν η Μαρία Λόη. Και από τους νεότερους ο Ακης Πετρετζίκης. Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι εξομολόγηση καρδιάς, σχεδόν προφητική δόθηκε την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου και δεν έχει δημοσιευτεί ποτέ. «Παρότι το ξεκίνημά μου ήταν δύσκολο, ο Θεός ήταν πάντα εκεί. Ποτέ δεν το έβαλα κάτω και κάθε φορά που έβρισκα εμπόδιο ο Θεός μού επιφύλασσε κάτι καλύτερο παρακάτω. Μου έκλεισαν τις πόρτες κατάμουτρα όταν ήθελα να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο. Ακόμη κι αυτό ήταν μια πράξη ευλογημένη από τον Θεό. Γιατί με ανάγκασε να γίνω εγώ η εκδότρια του εαυτού μου. Και έτσι κέρδισα εγώ και όχι οι άλλοι εις βάρος μου… Ποιος θα φανταζόταν ότι οι ψεύτικες βλεφαρίδες θα ήτανε η κηροζίνη στον πύραυλο της ζωής μου που εκτοξεύτηκε στο σύμπαν. Διότι αυτές με βοήθησαν» έλεγε στη συνέντευξή της, που δημοσιεύουμε για πρώτη φορά, και συνέχιζεΒ «Και όταν αναφέρομαι σε ψεύτικες βλεφαρίδες μιλώ για μία δροσερή κοπέλα που συνάντησα τυχαία στη Νέα Υόρκη, μαζί με τον σύζυγό μου. Μας άκουσε να μιλάμε ελληνικά, μας πλησίασε και μας κάλεσε σε τραπέζι στο μαγαζί του αδερφού της. Αλλο που δεν θέλαμε.
Στη συνέχεια, η κοπέλα αυτή διαφήμισε την εταιρία της (με τις βλεφαρίδες και τα καλλυντικά που προωθούσε στην Ελλάδα) διαμέσου ενός περιοδικού, που ο εκδότης του, ο Δημήτρης Τσιριμώκος, άκουσε για εμένα. Και χωρίς να με γνωρίζει με πρότεινε στον εκδοτικό οργανισμό που εξέδιδε το περιοδικό του. Ετσι ξεκίνησα τα τρία πρώτα μου βιβλία. Από κει και πέρα, η ζωή μου συνεχίστηκε σαν παραμύθι. Είχα την εξυπνάδα, όμως, να στραφώ στο εξωτερικό. Εκεί την καριέρα μου τη χρωστώ στον Εντουαρντ Κουαντρό, ο πατέρας του οποίου ήταν ο δημιουργός του διάσημου λικέρ κουαντρό. Με αναζήτησε στην έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης και από τότε αποτέλεσε τον μέντορά μου». «Θυμάμαι ότι η πρώτη μου κρούση στην ελληνική τηλεόραση έγινε στην ΕΡΤ. Εισέπραξα πιο βροντερό “όχι” από αυτό του ’40. Τέσσερα χρόνια μετά άνοιξε η ιδιωτική τηλεόραση και ο ΑΝΤ1.
Σύντομα βρέθηκα στην εκπομπή της Ρούλας Κορομηλά και μετά στην Ελένη Μενεγάκη. Οσα κι αν ακούγονται, ό,τι κι αν λέγεται, οι σχέσεις μου μαζί τους είναι μοναδικές. Η Ρούλα είναι τρομερή παρουσιάστρια και άνθρωπος και η Ελένη Μενεγάκη καταπληκτική! Αν με καλέσει για να κάνουμε μαζί την τελευταία εκπομπή της ζωής μου, τώρα, θα πάω τρέχοντας και θα σπάσουμε ρεκόρ» έλεγε πριν από δύο μήνες! Ωστόσο, είχε μεγάλη πικρία για την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Πριν από λίγο καιρό έστειλα στο γραφείο της υπουργού τη βιογραφία μου και την ελληνική κουζίνα. Δεν έλαβα ποτέ καμία απάντηση». Η Βέφα Αλεξιάδου, όμως, είχε μιλήσει και για τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε:«Τα ποδαράκια μου πρήζονται σαν βαρέλια και τρέχουν από παντού υγρά. Αναγκάζομαι να φοράω ειδικές κάλτσες αποσυμπίεσης της λέμφου και τότε μόνο επανέρχομαι. Στα 90 μου, παρότι έχω τα μυαλά μου και πλήρη συνείδηση, παλεύω σοβαρά με την υγεία μου. Εχω, όμως, δίπλα μου τον Θεό» έλεγε δακρυσμένη!
Η γλυκιά αυτή γυναίκα με τα χρυσά χέρια, η μαγείρισσα των θεϊκών εδεσμάτων μιλάει, όμως, και για τις πικρίες στη ζωή της από τα σκληρά λόγια των άλλων: «Ακούω ακόμα μέσα στα αυτιά μου τις φωνούλες των δημοσιογράφων οι οποίοι ξεστομίζουν καταπρόσωπο “φτάνει πια, γέρασες!” Φύγε. Αφησε χώρο σε νέα παιδιά”. Και τους απαντώ: παιδιά, ο άνθρωπος όσο κι αν μεγαλώσει δεν αφήνει τη δουλειά του, μήπως εμποδίζω κανέναν; Το θεωρώ μεγάλη απρέπεια να μου μιλούν κατ’ αυτόν τον τρόπο! Βγαίνω απ’ το σπίτι, φτάνω μέχρι το εκκλησάκι που έχω στον κήπο του σπιτιού μου, ανάβω το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα της Παναγίας και προσεύχομαι. Λυτρώνεται η ψυχή μου. Αυτό το εκκλησάκι έχει τη δική του ιστορία.
Οταν ήμασταν 60 ετών προσπαθούσα να πείσω τον άντρα μου να χτίσουμε αυτό το σπίτι όπου σήμερα ζω και περνάω τα γεράματά μου. Μου απάντησε τότε “μα είμαστε 60 χρόνων, πότε θα το χαρούμε;” Του ανταπάντησα “και έναν χρόνο να ζήσουμε, θα το χαρούμε…” και τελικά εδώ περνάω τα γεράματά μου, που γίνονται ακόμα πιο όμορφα. Στη συνέχεια του ζήτησα να χτίσουμε το εκκλησάκι μας. “Τι το θέλουμε;”, μου είπε, “έχουμε τις εκκλησίες δίπλα μας. Και πηγαίνουμε όπου θέλουμε!” “Κώστα μου”, του είπα, “δεν πειράζει” και σκέφτηκα ότι θα τον καταφέρω άλλη φορά, και ήρθε η ώρα που το ζήτησε μόνος του. Την περίοδο που φτιάχναμε το σπίτι μας ο σύζυγός μου έπεσε πάνω σε μπετόβεργες! Σώθηκε από θαύμα, πέφτοντας ανάμεσά τους. Την ίδια στιγμή μου είπε “Βέφα μου, θα κάνουμε το εκκλησάκι μας. Αυτό είναι σημάδι”. Και το ονομάσαμε Κωνσταντίνου και Ελένης. Τι άλλο;».
Αναφέρεται, όμως, και σε συναδέλφους της που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της ή την απέρριψαν, σε πρόσκληση που τους απηύθυνε στην παρουσίαση του βιβλίου της φέτος τον Ιούνιο. «Εκτός από τον Ηλία Μαμαλάκη και τη Μακρή, κανένας άλλος δεν με τίμησε στην παρουσίαση του βιβλίου μου… Δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να απαντήσουν στην πρόσκλησή μου. Μοναδική εξαίρεση ένα παιδί που με ξάφνιασε. Ο Ακης Πετρετζίκης. Μου τηλεφώνησε για να μου ζητήσει συγνώμη, εξηγώντας ότι λόγω του κορονοϊού αλλά και των μικρών παιδιών του δεν θα μπορούσε να παραστεί. Την άλλη μέρα -στην παρουσίαση- μου έστειλε μια τεράστια ανθοδέσμη. Με συγκίνησε βαθιά για το τακτ και την ευγένειά του. Τηλεφώνησα για να τον ευχαριστήσω και τον ρώτησα εάν με γνωρίζει. Και μου απάντησε “αν σας γνωρίζω, κυρία Βέφα; Μα με εσάς μεγαλώσαμε!” Τον θεωρώ σπουδαίο! Επαγγελματία! Και οι συνταγές του πάντα πετυχημένες!»
Ηταν παραμονή της 28ης Οκτωβρίου όταν είχαμε μιλήσει μαζί της και κάθε τέτοια μέρα σπάραζε στο κλάμα, ενθυμούμενη τον θάνατο της κόρης της, του κοριτσιού της, όπως την αποκαλεί, της Αλεξίας. «Την έχασα τόσο ξαφνικά και τόσο άδικα! Αχ, το κορίτσι μου, η Αλεξία μου, που είναι τώρα στα ουράνια, σκέψη μου κάθε μέρα, κάθε δευτερόλεπτο, καρφί στην καρδιά της μάνας! Πόσο στενοχωριέμαι που έφυγε μόνη! Ημουν προσκεκλημένη στο σπίτι της για τραπέζι. Επινε και κάπνιζε πολύ. Μαλώσαμε άγρια κι έφυγα. Τρεις μέρες μετά τον καβγά μας, στις 28 Οκτωβρίου, η κόρη μου πέθανε. Θα κλαίω κάθε μέρα γι’ αυτό» μας έλεγε! «Το ίδιο σπάραξε η καρδιά μου για την άλλη μου κόρη, την Αντζυ, που τη χάσαμε από καρκίνο. Οι κόρες μου έκαναν ένα μεγάλο λάθος, που δεν το επιτρέπω να το κάνει κανένα άλλο κορίτσι. Φρόντισαν τη δουλειά τους και όχι την υγεία τους. Η καρδιά μου έχει ξεριζωθεί, έχει γίνει κουρέλι. Κι όμως, στέκομαι ζωντανή. Γιατί πιστεύω στον Θεό.
Είναι πάντα εδώ, ήταν πάντα εκεί, “ήσουν πάντα εκεί”, όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου μου…» Και ολοκληρώνει: «Οταν όλοι κλείνουν τον επίλογο της βιογραφίας τους με θλίψη, μιλώντας για όσους έχασαν και για όσα δεν πρόλαβαν να υλοποιήσουν, εγώ αναφέρομαι μόνο σε αυτά που κέρδισα και στον δρόμο της ελπίδας που έχω ακόμα μπροστά μου.
Για όσα χρόνια μού επιφυλάσσει ακόμα ο Θεός. Για όσα χρόνια μού επιτρέψει να ζήσω με την απόλαυση της γεύσης του καλού φαγητού και τη χαρά να το μοιράζομαι».