Ο Λευτέρης Μυτιληναίος σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση θυμάται τις μεγάλες στιγμές στην καριέρα του και αποκαλύπτει τους λόγους που τον έκαναν να εξαφανιστεί από τις πίστες
Από πιτσιρικάς κλεινόταν στο μπάνιο για να τραγουδήσει και δεν έβγαινε αν δεν τον κυνηγούσε η μητέρα του με τη σκούπα! Ο Λευτέρης Μυτιληναίος, με σαράντα και πλέον χρόνια καριέρας στην πλάτη του και 875 κομμάτια ηχογραφημένα σε δίσκους, «ξεπήδησε» στον καλλιτεχνικό χώρο μέσα από ένα τάλεντ σόου της εποχής.
ΑΠΟ ΤΟΝ
ΑΛΚΙΝΟΟ ΜΠΟΥΝΙΑ
Φωτό: Χρήστος Ζήνας
Ελαβε μέρος στα «Ταλέντα» του Γιώργου Οικονομίδη, όπου πήρε το πρώτο βραβείο, που συνοδευόταν από ένα κοστούμι και μια σόμπα -από το Ραδιο-αθήναι- ως έπαθλο!
Ο ερμηνευτής, ωστόσο, που αποθέωσε με τη φωνή του τον έρωτα, επέλεξε να βάλει την καριέρα του σε δεύτερη μοίρα, όταν άρχισαν να τον ενοχλούν το ξενύχτι και οι περίεργες καταστάσεις της νύχτας. «Μπορεί να ήμουν τεμπελάκος. Δεν μου άρεσε και το ξενύχτι. Ηθελα να κοιμάμαι στις δύο κι όχι στις έξι τα ξημερώματα να βλέπω τους σκουπιδιάρηδες να βαράνε τα καρότσια» εξομολογείται μιλώντας στην «Espresso», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν μετάνιωσε για τη μακροχρόνια αποχή του από το επάγγελμα: «Εκανα τεράστια λάθη. Δεν έπρεπε να τα παρατήσω. Δεν σεβάστηκα την καριέρα μου. Ημουνα τζόρας, μια μέρα τρελάθηκα και είπα πως δεν μου αρέσει ο τρόπος που γίνεται η δουλειά» λέει σήμερα και κάνει σχέδια για το αντάμωμά του με το αγαπημένο του κοινό σε μια σειρά από συναυλίες που ετοιμάζει.
Η φωνή του διατηρείται αναλλοίωτη και γι’ αυτό δεν κρύβει το παράπονό του για τον Σπύρο Παπαδόπουλο, που δεν τον προσκάλεσε ούτε μία φορά να τραγουδήσει στην εκπομπή του «Στην υγειά μας, ρε παιδιά».
«Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν είμαι στις επιλογές του. Δεν διέπρεψα; Δεν τραγούδησα μεγάλα σουξέ; Δεν έκανα καλά τη δουλειά μου; Δεν έχω κάτι εναντίον του κυρίου Παπαδόπουλου, αλλά δημοσιοποιώ το παράπονό μου για το καλό του, γιατί δεν είναι σωστό να καλεί τους ίδιους και τους ίδιους» υποστηρίζει και προκαλεί τον οικοδεσπότη της εκπομπής σε ένα φωνητικό… test drive, για να «τσεκάρει» και μόνος του τα φωνητικά προσόντα του.
Πλασιέ δίσκων
Ο Λευτέρης Μυτιληναίος θυμάται πόσο σκληρά εργάστηκε στα δεκαοκτώ χρόνια του ως πλασιέ δίσκων με μισθό 1.800 δραχμές, τριγυρνώντας με ένα μηχανάκι σε Αθήνα και Πειραιά, για να παίρνει παραγγελίες. Από τα πρώτα βήματά του στην αθηναϊκή νύχτα βρέθηκε να τραγουδάει σε θρυλικά μαγαζιά με τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής και θαμώνες την αφρόκρεμα της επιχειρηματικής ζωής εκείνης της εποχής. Μάλιστα, στη χρυσή εποχή της Νεράιδας (όπου ο Γιάννης Πάριος έκανε τα πρώτα βήματά του και τους βοηθούσε τότε στα φωνητικά) γνώρισε και τον Αριστοτέλη Ωνάση. Ο μεγιστάνας, με τη βαριά κατάρα του ονόματός του, είχε αρχίσει τότε να αισθάνεται το βάρος των χρόνων στους ώμους του κι ένα βράδυ ζήτησε από τον Λευτέρη να του… αφαιρέσει χρόνια!
Το ρεπερτόριο του Λευτέρη Μυτιληναίου είναι τεράστιο: «Αμφιβολίες», «Δεν είναι, φίλε, όλες ίδιες οι καρδιές», «Κομπάρσος της καρδιάς σου δεν θα γίνω», «Ποια είσαι εσύ που την καρδιά μου δεν ρωτάς», «Λείπεις εσύ, λείπει η ζωή μου», «Γιατί μου τη θυμίσατε». Παρά την απομάκρυνση του ερμηνευτή από τις πίστες, η δισκογραφία τον απασχολούσε και τον απασχολεί πάντα.
Το 2004 κυκλοφόρησε ένα διπλό CD με 31 τραγούδια και τίτλο «Η δική μου υπογραφή», για το οποίο είναι περήφανος. «Πήρε τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά και μου κόστισε 161.000 ευρώ, επειδή ήθελα να κάνω το ψώνιο μου. Συνιστώ στον κόσμο να τα ακούσει αυτά τα κομμάτια στο διαδίκτυο» λέει σήμερα και επισημαίνει ότι ηχογράφησε ένα νέο τραγούδι με τίτλο «Τόσα φεγγάρια», το οποίο είναι σε… ροκ ρυθμό και το υπογράφει η Μαίρη Βάσσου.
Ο δημοφιλής τραγουδιστής αυτό το διάστημα έχει επιλέξει ως τόπο διαμονής τη Θεσσαλονίκη, ενώ κατεβαίνει συχνά στην Αθήνα. Ολα αυτά τα χρόνια που έχει αποτραβηχτεί από τις πίστες περνούσε χρόνο με τους φίλους του, κάνοντας εκδρομές. «Από τις σπουδές μου και τον Στρατό πήγα κατευθείαν στο τραγούδι. Δεν πρόλαβα να χαρώ τη μετεφηβεία μου, ήμουν δεμένος και μπλοκαρισμένος στη δουλειά. Πλέον έχω ξεσαλώσει και λίγο, γιατί έχω ελευθερία. Αυτό που κάνω τώρα είναι η χαρά μου και δεν θα μπορούσα να το ζήσω αν δούλευα σε μαγαζί. Περνάω τις μέρες μου όπως ένας απλός άνθρωπος» εξηγεί.
Λευτέρη, πού γεννήθηκες;
Στην Αθήνα, το 1947. Είχα ωραία παιδικά χρόνια, δεν στερήθηκα τίποτα. Από παιδάκι μού άρεσε να τραγουδάω. Η μάνα μου με κυνηγούσε με τη σκούπα για να με βγάλει από το μπάνιο, όπου κλεινόμουν και τραγουδούσα.
Είχα ψώνιο με το τραγούδι. Σε ηλικία δεκατριών χρόνων γράφτηκα στο ωδείο στον Πειραϊκό Σύνδεσμο και σπούδασα κλασικό τραγούδι και φωνητική. Εμαθα για την αναπνοή, πώς να ποστάρεις τη φωνή σου, τρόπους να μην κουράζεσαι, πότε να βγάλεις την κορόνα, πού να κόψεις. Οταν ήμουνα στο Γυμνάσιο, συμμετείχα σε χορωδίες, τραγούδησα στο θέατρο Παρνασσού και στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά άπειρες φορές.
Στα δεκάξι μου πήγα στα «Ταλέντα» του Γιώργου Οικονομίδη, που τα παρουσίαζε με τη Ρένα Ντορ. Διαγωνίστηκα με ένα κομμάτι του Γιάννη Βογιατζή, το «Ο ήλιος γέρνει στα βουνά», και πήρα το πρώτο βραβείο, ένα κοστούμι και μια σόμπα, και κάποια ηλεκτρικά είδη από το Ραδιο-αθήναι, αν θυμάμαι καλά.
Ο Οικονομίδης -παρά το γεγονός ότι δεν είχε και τόσο μεγάλη αγάπη στους λαϊκούς τραγουδιστές-, όταν έβγαλα δίσκους κι έκανα όνομα, με καλούσε πάντα στα προγράμματά του στο Αλσος. Είχα φτάσει κάποια καλοκαίρια να τραγουδάω επί δύο συνεχόμενες εβδομάδες. Με βοήθησε πάρα πολύ.
«Στα δεκάξι μου πήγα στα “Ταλέντα” του Γιώργου Οικονομίδη. Διαγωνίστηκα και πήρα το πρώτο βραβείο, ένα κοστούμι και μια σόμπα, και κάποια ηλεκτρικά είδη από το Ραδιο-αθήναι»
Οταν ήσουν νέος, ποιος τραγουδιστής ήταν το πρότυπό σου;
Ο Πάνος Γαβαλάς. Τραγουδούσα τα «Κάθε λιμάνι και καημός», «Στο σταυροδρόμι» και άλλα δικά του κομμάτια. Ο Γαβαλάς είχε κάνει μαζί με την Πόλυ Πάνου τη δισκογραφική εταιρία Βεντέτα κι εγώ στα δεκαοκτώ μου δούλευα εκεί ως πλασιέ των δίσκων του. Μου έδινε 1.800 δραχμές τον μήνα. Γύρναγα με το μηχανάκι κι έπαιρνα παραγγελίες από τον Πειραιά και την Αθήνα.
Δεν το έκανα για τα λεφτά, αλλά για να μάθω τους χοντρεμπόρους και τα δισκάδικα, με σκοπό, όταν θα βγάλω δικό μου δίσκο, να με ξέρουν και να με προωθήσουν.
Οπως κι έγινε, στα δεκαεννιά μου, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο τραγούδι μου «Ενα καράβι είναι η ζωή μας» από την εταιρία του Γαβαλά, αλλά και στη συνέχεια, που πήγα στην Columbia.
Πώς βρέθηκες στη θρυλική δισκογραφική εταιρία Columbia;
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με πήγε στην Columbia ένας θείος μου, αδελφός της μάνας μου, o οποίος ήταν χοντρέμπορος καλλυντικών και γνωριζόταν με τον Τάκη Λαμπρόπουλο της εταιρίας, γιατί ήταν πελάτης του.
Το πρώτο τραγούδι που έκανα εκεί ήταν το «Αμφιβολίες», που έγινε μεγάλο σουξέ. Από την πίσω πλευρά του δίσκου υπήρχε ένα κομμάτι του Γρηγόρη Μπιθικώτση, που με πίστευε πολύ και έλεγε πως «ο Λευτέρης είναι ο Φώτης Πολυμέρης του λαϊκού τραγουδιού». Ο Λαμπρόπουλος με έβαλε να δουλέψω στα Δειλινά, που τότε ήταν στην οδό Κέας στην Κυψέλη, πλάι στη Μοσχολιού, στον Κόκοτα, στον Χρηστάκη και τον Μπιθικώτση. Πήγα πολύ καλά, με βοήθησαν όλοι οι καλλιτέχνες.
Ειδικά η Μοσχολιού με αγαπούσε πάρα πολύ. Ακολούθησαν το Can-Can, όπου τραγούδησα με Γιάννη Πουλόπουλο, Στράτο Διονυσίου, Ρένα Κουμιώτη, Χαρούλα Λαμπράκη και Μίμη Πλέσσα, αλλά και η Νεράιδα με Δούκισσα, Λίτσα Διαμάντη, Γιάννη Ντουνιά και Γιάννη Πάριο, που τότε ήταν στα πρώτα βήματά του, είχε βγάλει ένα δικό του κομμάτι, το «Καθισμένος στο απέναντι παγκάκι», το οποίο ερμήνευε με τον μοναδικό τρόπο του στο μαγαζί και μας βοηθούσε και στα φωνητικά.
Ετσι κύλησε όλη η δεκαετία του ’70, τραγουδώντας σε διάφορα μαγαζιά με πολλούς και καλούς συναδέλφους.
Τι θυμάσαι από τα αξέχαστα γλέντια της Νεράιδας τη χρυσή εποχή που στο τιμόνι της ήταν η Παμέλα;
Ενα βράδυ που στο μαγαζί είχε έρθει ο Ωνάσης, μου λέει η Παμέλα: «Λευτεράκο, δεν πας να κάτσεις στο τραπέζι του κυρίου Αριστοτέλη;».
Πηγαίνω, λοιπόν, κάθομαι στην παρέα -ήταν, θυμάμαι, με τον οικονομικό διευθυντή του κι έναν φίλο του μπασκετ-μπολίστα- και κάποια στιγμή γυρίζει ο Ωνάσης, ο οποίος είχε προφανώς αρχίσει να αισθάνεται βαριά τα χρόνια στους ώμους του, και μου λέει: «Να σου πω, ρε πιτσιρικά.
Μπορείς να με μικρύνεις τριάντα χρόνια και να δώσω ό,τι έχω και δεν έχω γι’ αυτό;». Του απάντησα αυθόρμητα πως δεν μπορεί να ζητάει από μένα κάτι τέτοιο. Του άρεσε που του μίλησα παλικαρίσια. Είχε τόσο καημό που μεγάλωνε, κι έβλεπε ο άνθρωπος πως και τα λεφτά δεν φέρνουν πίσω τα νιάτα.
Πότε συνάντησες τον πρώτο σου… σκόπελο κι αισθάνθηκες πτώση στην καλλιτεχνική πορεία σου;
Να σου πω την αλήθεια, εγώ τα παράτησα γιατί δεν μου άρεσαν κάποια πράγματα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εμφανιζόμουν με τον Ηλία Κλωναρίδη και τη Φούλη Δημητρίου στο Lido, όπου γινόταν πάταγος. Ομως ο επιχειρηματίας, επειδή το μαγαζί είχε κόσμο από νωρίς, ήθελε να τραγουδάω από τις δέκα το βράδυ.
Ηταν ένα υπόγειο μαγαζί, δεν έπεφτε καρφίτσα, δεν περνούσε ούτε αέρας, και πνιγόμουν. Διαφώνησα κι έφυγα. Ε, έπειτα από εκεί άρχισα να «τραβιέμαι» με κάποια λαϊκά σχήματα στην παραλιακή κι έπειτα χάθηκα. Μη με ρωτάς, δεν θυμάμαι τίποτα. Πάντως, εδώ που τα λέμε, μπορεί να ήμουνα τεμπελάκος. Δεν μου άρεσε και το ξενύχτι.
Ηθελα να κοιμάμαι στις δύο κι όχι στις έξι τα ξημερώματα, και να βλέπω τους σκουπιδιάρηδες να βαράνε τα καρότσια. Επιθυμούσα να κάνω μια ζωή πιο νορμάλ. Βέβαια, έτσι έχασα πολλά χρήματα και δόξα.
Σου βάλανε… μπανανόφλουδες στην καριέρα σου;
Μέχρι και βέτο έθεσαν για να φύγω από μια δισκογραφική εταιρία, αλλά εμένα δεν μου άρεσε να έχω διενέξεις με τους συναδέλφους μου. Οι αψιμαχίες δεν οδηγούν πουθενά, δεν φέρνουν καλά αποτελέσματα. Οταν με πολεμούσαν πληγωνόμουν πολύ, γιατί δεν ήμουν ικανός να τους πολεμήσω. Ημουν πολύ ρομαντικός. Το τραγούδι το είδα σαν ρομάντζο, για να γεμίσω χαρά την ψυχή μου.
Θα πρέπει να σου πω ότι δεν έγινα τραγουδιστής για την επιβίωση, είχα να φάω. Οι γονείς μου είχαν οικονομικούς πόρους. Ο πατέρας μου ήταν εισαγωγέας μοτοποδηλάτων και μηχανών και η μητέρα μου έπαιρνε κάποια ενοίκια κι εκείνη πλήρωνε το ωδείο. Ηθελε να σπουδάσω το τραγούδι, να μη βασιστώ μόνο στο ταλέντο.
«Ενα βράδυ πηγαίνω στο τραπέζι του Ωνάση. Κάποια στιγμή μού λέει: “Να σου πω, ρε πιτσιρικά. Μπορείς να με μικρύνεις τριάντα χρόνια και να δώσω ό,τι έχω και δεν έχω γι’ αυτό;”»
Στα κέντρα δεν σου έκλειναν ποτέ τα μικρόφωνα;
Με τον τρόπο μου, διεκδικούσα τη θέση μου. Πάντα πίστευα ότι όλοι πρέπει να έχουμε την ίδια μεταχείριση κι ο καθένας να ξεχωρίζει με την αξία του. Σε αυτά τα θέματα ήμουν επαναστάτης.
Εχεις κάνει λάθη;
Τεράστια. Δεν έπρεπε να τα παρατήσω. Δεν σεβάστηκα την καριέρα μου και έτσι έχασα χρήματα και δόξα. Τζόρας ήμουνα, μια μέρα τρελάθηκα κι είπα πως δεν μου αρέσει ο τρόπος που γίνεται η δουλειά. Είχα άλλα όνειρα, άλλες βλέψεις. Ναι, αλλά αν μπεις στον χορό πρέπει να χορέψεις. Μου το λένε και οι φίλοι μου: «Με τέτοια καριέρα, με τόσα σουξέ, και τα παράτησες. Αλλοι τραγουδιστές αγωνίζονται χρόνια για να κάνουν μια επιτυχία». Με την ευκαιρία, θέλω να ευχαριστήσω τον θρυλικό δισκογραφικό παραγωγό Γιώργο Μακράκη, που, όπως τόσους άλλους τραγουδιστές, έτσι και μένα με βοήθησε πάρα πολύ, αφού όλα τα σουξέ μου πέρασαν από τα χέρια του.
Αυτά τα χρόνια που είχες αποτραβηχτεί, πού βρισκόσουν, τι έκανες;
Πήγαινα εκδρομές με τους φίλους μου και πέρναγα τον καιρό μου σαν απλός άνθρωπος. Κατά καιρούς έκανα και κάποιες έξτρα εμφανίσεις για να βγάζω τα έξοδά μου.
Πόσους γάμους έχεις κάνει;
Δύο. Η πρώτη γυναίκα μου ήταν η Αθανασία, η κόρη του βιομηχάνου επίπλων Παπουτσίδη, αλλά δυστυχώς δεν περπάτησε αυτός ο γάμος, χωρίσαμε ύστερα από μόλις επτά μήνες.
Δύο χρόνια μετά παντρεύτηκα μια συνάδελφό μου, τη Στέλλα Βαφειάδη, και κάναμε ένα παιδί, τον γιο μας τον Νίκο, που σήμερα είναι 35 χρόνων και είναι γυμναστής. Με τη δεύτερη γυναίκα μου χωρίσαμε ύστερα από περίπου επτά χρόνια γάμου.
Σε έχει επηρεάσει η κρίση;
Οπως όλους μας, αλλά -ευτυχώς- δεν έχω οικονομικό πρόβλημα. Η κρίση έχει πλήξει το επάγγελμα του τραγουδιστή, όπως όλα άλλωστε, με αποτέλεσμα να μειωθούν πάρα πολύ τα έσοδα των καλλιτεχνών.
Πώς βλέπεις τους νέους σήμερα;
Δυστυχισμένους… Εμείς ζήσαμε πιο κοντά στη φύση. Με απασχολεί πολύ το μέλλον των νέων παιδιών και της Ελλάδας. Δεν μου αρέσει που όλα στη ζωή μας είναι κατευθυνόμενα από ξένους και Μνημόνια.
Επίσης στη μουσική και στο τραγούδι, όπως και στη ζωή μας, όλα πλέον είναι ηλεκτρονικά. Χάθηκαν η μαγεία των αυθεντικών οργάνων, αλλά και η πηγαία, φυσική φωνή του τραγουδιστή στο στούντιο. Τα κάνουν όλα τα μηχανήματα και το χειρότερο είναι πως έτσι δεν ξεχωρίζεις τις φωνές των καλλιτεχνών, δεν υπάρχει προσωπικό ύφος.
Γιατί δεν σε βλέπουμε σε μουσικές εκπομπές όπως το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά»;
Μου αρέσει πολύ ο Σπύρος Παπαδόπουλος, είναι ένας αξιόλογος καλλιτέχνης και κάνει ωραία τηλεοπτικά προγράμματα. Ομως θα τον παρακαλούσα πάρα πολύ να σεβαστεί κι εμάς τους τραγουδιστές, που έχουμε σαράντα και πλέον χρόνια στη δισκογραφία, και να μας συμπεριλάβει στις εκπομπές του.
Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν είμαι στις επιλογές του. Δεν διέπρεψα; Δεν τραγούδησα μεγάλα σουξέ; Δεν έκανα καλά τη δουλειά μου; Δεν έχω κάτι εναντίον του κυρίου Παπαδόπουλου, αλλά δημοσιοποιώ αυτό το παράπονό μου για το καλό του, γιατί δεν είναι σωστό να βγάζει όλο τους ίδιους και τους ίδιους.
Δεν είσαι ο μόνος από τους παλιότερους που έχεις αυτό το παράπονο. Και σίγουρα δεν μπορεί να πει κάποιος ότι δεν σε καλεί γιατί πλέον δεν είσαι «εντάξει» φωνητικά.
Ας με καλέσει ο κύριος Παπαδόπουλος, να το διαπιστώσει αυτό που λες, άμα θέλει. Ας κάνει ένα test drive, που λένε! Αλλά να μου δώσει τη δυνατότητα και τον χώρο να κινηθώ. Να μου κάνει ένα αφιέρωμα κι όχι να βγω να πω δύο τραγουδάκια. Δεν το θέλω αυτό.