Εντόπισαν, για πρώτη φορά, βιοδείκτες στο αίμα για διάγνωση του συνδρόμου
Εντόπισαν, για πρώτη φορά, βιοδείκτες στο αίμα για διάγνωση του συνδρόμου
Τον δρόμο της διάγνωσης του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης φαίνεται ότι ανοίγει ο εντοπισμός, για πρώτη φορά, σειράς βιοδεικτών στο αίμα, οι οποίοι φέρεται ότι αποκαλύπτουν την παρουσία και τον βαθμό σοβαρότητάς του.
Επιστήμονες του πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας ανακάλυψαν ότι τα επίπεδα 17 κυτοκινών (πρωτεΐνες που παράγονται από τα λευκά αιμοσφαίρια) συνδέονται με το σύνδρομο αυτό, γνωστό και ως μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, σε μελέτη τους που φιλοξενεί το περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης εμφανίζεται σε εφήβους και νέους 15 έως 20 ετών και σε ενήλικους 30 έως 35 ετών. Σπανιότατα εξαφανίζεται από μόνο του κατά το πρώτο έτος εμφάνισης αλλά συνήθως διαρκεί δεκαετίες. Δείχνει να προτιμά τις γυναίκες, καθότι πάσχει τριπλάσιος αριθμός τους σε σχέση με τους άνδρες. Εδώ και 35 χρόνια οι γιατροί δεν μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν τον βιολογικό μηχανισμό του, γι’ αυτό δεν υπάρχει θεραπεία.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος 192 ασθενών που έπασχαν από το σύνδρομο πάνω από 10 χρόνια και 392 υγιών, μέσης ηλικίας 50 ετών, και διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα 17 κυτοκινών είναι χαμηλότερα στους ασθενείς με ήπιες μορφές συνδρόμου χρόνιας κόπωσης, αλλά αρκετά υψηλότερα στις πιο σοβαρές περιπτώσεις. Από τις 17 κυτοκίνες οι 13 σχετίζονται με φλεγμονή στο σώμα.
Οπως διευκρινίζει ο επικεφαλής της μελέτης καθηγητής Χοσέ Μοντόγια, «μερικές φορές το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης περιγράφεται ως ψυχολογική κατάσταση, όμως είναι πραγματικό». Ο καθηγητής Μαρκ Ντέιβις διευκρινίζει: «Υπάρχει μεγάλη διαμάχη και σύγχυση για το κατά πόσον αποτελεί ασθένεια. Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι πρόκειται για φλεγμονώδη νόσο, καθώς πολλοί ασθενείς εκδηλώνουν συμπτώματα γρίπης ή άλλων φλεγμονωδών νόσων, καρδιολογικά προβλήματα, νοητικά, πεπτικά, μυϊκούς πόνους κ.ά. Το σύνδρομο ποτέ δεν διαγιγνώσκεται, ωστόσο η φλεγμονή παίζει ισχυρό ρόλο και μπορεί να αξιοποιηθεί για τη βελτίωση της διάγνωσης και της θεραπείας του.
Φάρμακα αντιιικά, αντιφλεγμονώδη και ανοσοτροποποιητικά μπορεί να βελτιώσουν τα συμπτώματα, γεγονός που θα επιβεβαιωθεί με τις κλινικές δοκιμές, αλλά δεν έχει απομονωθεί κάποια συγκεκριμένη παθολογική αιτία που να πυροδοτεί το σύνδρομο».