Ο Γιώργος Γαλίτης, με τη φινέτσα των ηθοποιών «παλαιάς κοπής», αποκαλύπτει στην «Espresso» την ατελείωτη πορεία του, ενώ μιλά για τη λατρεία του για το βωβό κινηματογράφο, τον Χάρρυ Κλυνν, το ταλέντο στη γελοιογραφία και τη συνεργασία με τον Μάρκο Σεφερλή.
Από τη Δήμητρα Δάρδα
Φωτό: Βαγγέλης Μασιάς
Ο Γιώργος Γαλίτης είναι «φαινόμενο» κωμικού! Ηθοποιός, σεναριογράφος και γελοιογράφος, μπορεί να πέρασε με τη δεύτερη στο Εθνικό Θέατρο, ωστόσο ως φοιτητής σκηνοθέτησε τις επιθεωρήσεις «Οπερα της Αντάρας» (1993) και «Γελοίου Τόπος» (1994), που παρουσιάστηκαν στη σχολή!
Διαθέτει την ευγένεια, τη σοβαρότητα, την αβρότητα και τη φινέτσα των ηθοποιών «παλαιάς κοπής», ίσως επειδή μεγάλωσε, ανδρώθηκε και εμπνεύστηκε υποκριτικά από τη γενιά του βωβού αμερικανικού κινηματογράφου, τον Χάρρυ Κλυνν και τον Καραγκιόζη του Ευγένιου Σπαθάρη.
Φέτος πρωταγωνιστεί στις παραστάσεις «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλιτς» και «Αλίμονο στους νέους», και στη ματιά του συναντάς έναν δημιουργό που «στριμώχνει» το απέραντο ταλέντο του εντός συνόρων και ταυτόχρονα έναν σύγχρονο Πίτερ Σέλερς στο αποθεωτικό «Πάρτι»!
- Αγχωθήκατε όταν σας πρότειναν τον θρυλικό ρόλο του Δημήτρη Χορν, όσον αφορά το κομμάτι της σύγκρισης μαζί του;
Δεν έχω καμία σχέση, ούτε φυσιογνωμικά ούτε υποκριτικά. Ο Χορν ήταν ένα «θηρίο» με έντονη προσωπικότητα, μπον βιβέρ και πολλά άλλα. Δεν συγκρίνονται οι ζωές μας, ούτε αυτό που ζούμε τώρα με το τότε. Δεν αγχώθηκα, λοιπόν, αν και πάντα υπάρχουν η σύγκριση και η καχυποψία από ένα μέρος του κοινού – και όχι άδικα, γιατί πολλές φορές τα έργα κακοποιούνται. Εμείς διασκευάσαμε το θεατρικό έργο των Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου και όχι την κινηματογραφική του βερσιόν.
- Την ταινία «Αλίμονο στους νέους» την είδατε πολλές φορές πριν ανεβείτε στη σκηνή;
Τελευταία φορά ήταν το Πάσχα, γιατί τότε είναι η… τηλεοπτική της εποχή! Μαγνητοφώνησα, όμως, τον Δημήτρη Χορν στη σκηνή του διαβόλου, γιατί είναι η φωνή του και την εντάξαμε στην παράστασή μας! Το θέλαμε, σαν ευλογία, στο έργο.
- Τη θεατρική παραγωγή υπογράφει ο Μάρκος Σεφερλής, ο οποίος τελευταία σχολιάζεται έντονα…
Εμένα για τον Μάρκο Σεφερλή μού είχε πει τα καλύτερα ο Τζίμης Πανούσης. Πήγε στο θέατρο, τον είδε και μου είπε πως είναι καταπληκτικός. Αν αρέσουμε ή δεν αρέσουμε σε κάποιους, είναι προσωπικό τους το θέμα. Βέβαια, οι κακές κριτικές πονάνε πολύ. Σας το λέω από προσωπική πείρα.
- Αυτός είναι ο κανόνας για εσάς τους ηθοποιούς, αλλά γιατί δίνετε σημασία στην κακή και όχι στην καλή κριτική;
Κάποτε ο Τζέρι Λούις είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του: «Στα 100 γράμματα θαυμασμού που θα πάρω, ένας να γράψει πως είμαι απαίσιος, σε αυτό θα σταθώ». Και ήταν ο Τζέρι Λιούις. Εδώ έχουν γράψει απαράδεκτα πράγματα, ακόμα και για τον Μάνο Χατζιδάκι. Οπότε, καταλήγουμε πως, για να αγγίξεις την καρδιά ενός ανθρώπου, θα πρέπει να έχει καρδιά.
- Λέγεται πως σήμερα δεν υπάρχουν καλοί ηθοποιοί, σαν εκείνους της θρυλικής γενιάς του παλιού κινηματογράφου…
Εγώ πιστεύω το αντίθετο και μάλιστα πως έχουμε πολύ καλύτερους. Απλά, το κοινό δεν είναι ίδιο με εκείνο των προηγούμενων δεκαετιών. Για να πάνε τότε στο θέατρο, οι άνδρες φορούσαν τα κοστούμια τους και οι κυρίες τα βραδινά τους φορέματα. Ήταν μια κοσμική έξοδος για να περάσουν καλά. Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό.
- Γιατί όμως;
Τα social media έχουν αποκαθηλώσει τα ινδάλματα! Τότε, για να δεις από κοντά έναν σπουδαίο ηθοποιό ή τραγουδιστή μπορούσες να τον συναντήσεις στο θέατρο ή σε κέντρο διασκέδασης. Τώρα γίνεσαι φίλος με τον οποιοδήποτε σταρ στο Facebook, μιλάς μαζί του στο messenger, μπορείς να βγάλεις, αργότερα, και μια selfie μαζί του. Εκεί ο «μύθος» τελείωσε!
- Θα θέλατε να ζείτε σε άλλη εποχή;
Γοητεύομαι από το 1920, τότε που ανθούσε ο βουβός κινηματογράφος.
- Δηλαδή;
Θα ήθελα να είμαι κάπου στην Αμερική και να ήμουν κωμικός ηθοποιών του ασπρόμαυρου σινεμά. Μεγάλωσα παρακολουθώντας έργα με τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Μπάστερ Κίτον, τον Τζέρι Λιούις και τον Πίτερ Σέλερς! Τους έχω μελετήσει, τους έχω αγαπήσει και με έχουν εμπνεύσει στο παίξιμό μου, επειδή θέλω να είμαι τελειομανής όχι μόνο στην ερμηνεία, αλλά και στις κινήσεις. Μου αρέσει η ποιότητα, δεν αντέχω τη σαχλαμάρα.
- Η αλήθεια είναι πως, ενώ εμφανισιακά έχετε την όψη Άγγλου ευγενούς, νιώθω πως κινείστε σαν τον Πίτερ Σέλερς στην ταινία «Το πάρτι»!
(σ.σ.: γέλια) Βλέπω αντικειμενικά τι γίνεται γύρω μου! Με απασχολούν όλα, αλλά διατηρώ άλλη οπτική στα γεγονότα, ακόμα και σε αυτά που πονάνε. Ένα απλό περιστατικό, αν το δω με χιούμορ, μπορεί να καταλήξει σε μια κωμική ιστορία, ένα σκίτσο, μια γελοιογραφία, γιατί μου αρέσει να γλυκαίνω τις ψυχές των ανθρώπων.
- Ηταν μεγάλο το ταξίδι από τη γενέτειρά σας, τη Νάουσα, στην Αθήνα;
Από 8 χρόνων ήξερα τι θέλω να κάνω, οπότε η πρωτεύουσα έγινε προορισμός. Μικρός έκανα συνεχώς αστεία στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά! Σε ηλικία 14 χρόνων ανέβηκα για πρώτη φορά στη σκηνή, με ερασιτεχνικό θίασο, και σας πληροφορώ πως κάθε εβδομάδα κόβαμε εκατοντάδες εισιτήρια. Ταυτόχρονα, τοπική εφημερίδα δημοσίευε γελοιογραφίες μου, ενώ στο σπίτι «έλιωνα» τις κασέτες του δασκάλου και εμπνευστή μου, Χάρρυ Κλυνν, του Καραγκιόζη με τον Ευγένιο Σπαθάρη και τον Αγκόπ! Όταν είπα, λοιπόν, πως φεύγω, η οικογένειά μου με στήριξε με αγάπη και… οικονομικά στο όνειρό μου! Και τα… τάπερ με τα ΚΤΕΛ πήγαιναν κι έρχονταν!
- Στο Εθνικό Θέατρο περάσατε με τη δεύτερη!
Την πρώτη φορά πήγα απροετοίμαστος. Μπροστά σε κορυφαίους ηθοποιούς εγώ έκανα παντομίμα! (σ.σ.: γέλια). Θυμάμαι, τότε, τον Τάσο Λιγνάδη να με κοιτάζει σχεδόν άφωνος, δείχνοντάς μου με νόημα το 13 στον βαθμό του απολυτηρίου μου! Μόλις τελείωσα τη στρατιωτική μου θητεία, έδωσα ξανά και πέρασα.
- Πότε παίρνετε βαθιές ανάσες καλλιτεχνικής ικανοποίησης;
Όταν σπουδαίοι άνθρωποι εκτιμούν αυτό που κάνω. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Κοτανίδης, τον οποίο εκτιμούσα πολύ και λυπήθηκα που «έφυγε» τόσο ξαφνικά, διάβασε κείμενά μου, σχολιάζοντας πως έχω πολύ ωραίο χιούμορ. Και είπαμε, τότε, πως θα συνεργαζόμασταν στο μέλλον. Από τέτοιες προσωπικότητες παίρνω θάρρος και συνεχίζω.
- Σας έχει συμβεί το αντίθετο;
(σ.σ.: γέλια) Φυσικά! Μου έχει τύχει να διαβάσω σε μια κυρία, διευθύντρια καναλιού, ένα κωμικό σενάριό μου, κι εκείνη, που δεν είχε καθόλου χιούμορ, με κοιτούσε με το μάτι του καρχαρία. Μου έλεγε κάτι χαζά πράγματα για τους χαρακτήρες, σχεδόν παιδαριώδη. Άνθρωποι σαν εκείνη έχουν γνώμη και θέση στους τηλεοπτικούς σταθμούς για χρόνια, γι’ αυτό η τηλεόραση έφτασε σε τέτοια κατάντια.
- Μήπως δεν το «κυνηγάτε» αρκετά;
Είμαι μανιακός με τη δουλειά μου, αλλά δεν θα τρέξω να γράψω 15 σενάρια μαζί, κινηματογραφικά, θεατρικά και τηλεοπτικά. Μου αρέσει να έχω μια οικονομία στον χρόνο μου. Φέτος κάνω δύο παραστάσεις και πιθανόν και τρίτη με τα «Ραδίκια ανάποδα», που λογικά θα επιστρέψουν. Αλλά μου είναι έργο οικείο, το έπαιζα εννέα χρόνια sold out!
- Τηλεοπτικά έχετε να εμφανιστείτε 20 χρόνια. Από τους θρυλικούς «Διαπλεκόμενους», με συμπρωταγωνιστές τον Πέτρο Φιλιππίδη και το Γιώργο Λέφα, σε δικά σας κείμενα…
Δεν είχα πρόθεση να φύγω από την τηλεόραση, όμως, έπειτα από πέντε επιτυχημένα χρόνια προβολής, η σειρά έκανε τον κύκλο της και ολοκληρώθηκε. Από τότε δεν ξαναχτύπησε το τηλέφωνό μου για δουλειά στην τηλεόραση και μη με ρωτήσετε γιατί. Δεν γνωρίζω. Και δεν το περίμενα.
- Ούτε ως καλεσμένος σε εκπομπή;
Είναι δύσκολο να με καλέσει μια πρωινή εκπομπή, γιατί θα μιλήσω μόνο για τη δουλειά μου. Κι αυτό δεν αφορά τους τηλεθεατές της συγκεκριμένης ζώνης, γιατί δεν θα μαγειρέψουμε και δεν θα… σαχλαμαρίσουμε. Μπορεί να υπηρετώ την κωμωδία, όμως νιώθω ότι η δουλειά μου είναι σοβαρή.
- Βγάλατε πολλά χρήματα; Συνάδελφοί σας έχουν εξομολογηθεί ότι, στο παρελθόν, αμείβονταν πλουσιοπάροχα…
Όχι, δεν έβγαζα τόσα πολλά! Σε σημερινά χρήματα θα ήταν γύρω στα 7.000-10.000 ευρώ, μαζί με τα σενάρια. Δεν μπόρεσα να αγοράσω ούτε σπίτι, γιατί τα μισά τα έπαιρνε η Εφορία και τα άλλα οι περαιώσεις, πάλι της Εφορίας!
- Για την προσωπική σας ζωή δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα…
Εννοείτε αν έχω κάνει οικογένεια; Δεν έχω παντρευτεί, ωστόσο είμαι σε σχέση ετών και περνάω πολύ καλά. Ελάχιστα χρονικά διαστήματα υπήρξα μόνος μου, ωστόσο, πάντα προστάτευα αυτό το κομμάτι.
- Δεν σας πέτυχε ποτέ παπαράτσι με το ταίρι σας;
Για να σε βρει ο φωτογράφος πρέπει να του πεις πού θα βρίσκεσαι! Αν δεν το κυνηγάς, δεν σε βρίσκει, απλό!
- Εχετε κάποιο γούρι;
Τυχερός αριθμός μου είναι το 13! Υπήρξε ένα διάστημα που το έβλεπα παντού, σε ρολόγια, σε αφίσες, σε πινακίδες αυτοκινήτων. Δεν το έψαξα ποτέ, όταν όμως έγραψα τα «Ραδίκια ανάποδα», εκεί… ενεργοποιήθηκε μέσω των ρόλων και η παράσταση πήγε «σφαίρα» για μια δεκαετία σχεδόν!