Όταν κάποιος ακούει για νησιώτικο τραγούδι, αμέσως πηγαίνει το μυαλό του στους Κονιτοπουλαίους. Μία από τις πρώτες φωνές που κυριάρχησαν σε αυτό το είδος μέσα από την ένδοξη αυτή οικογένεια της Νάξου είναι η Ελένη Λεγάκη-Κονιτοπούλου, κόρη της «ιέρειας» του νησιώτικου τραγουδιού Ειρήνης Κονιτοπούλου.
- Από τον Νίκο Νικολιζά
Από την ηλικία των εννέα ετών η Ελένη μπήκε στα βαθιά νερά και μαζί με τη μητέρα της «όργωσαν» τα πανηγύρια και τις πίστες. Φέτος συμπληρώνει 51 χρόνια στο τραγούδι, ενώ και τα τρία παιδιά της ήδη είναι καταξιωμένοι τραγουδιστές. Αν και η απαγόρευση των πανηγυριών και των εκδηλώσεων με ζωντανή μουσική έχει επιφέρει σοβαρό πλήγμα στο επάγγελμά τους, η ίδια δεν το βάζει κάτω, όπως δηλώνει σήμερα στην «Espresso» και τον Νίκο Νικολιζά, ξεφυλλίζοντας μαζί μας το βιβλίο της ζωής της.
Κυρία Λέγάκη, πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στην Αθήνα, στον Αη Γιάννη Ρέντη. Ωστόσο νιώθω Ναξιώτισσα, γιατί οι ρίζες μας είναι από εκεί. Ξέρω τα πάντα για τη Νάξο και μέσα από τις αφηγήσεις των γονιών μου. Ωραίες αφηγήσεις και στιγμές γεμάτες νοσταλγία!
Είστε της σπουδαίας Ειρήνης Λεγάκη-Κονιτοπουλου. Της «ιέρειας» των νησιώτικων τραγουδιών, όπως τη λένε…
Τη μητέρα μου μπορεί όλοι να τη θεωρούν κορυφαία, γιατί έχει αφήσει τη δική της εποχή στο παραδοσιακό τραγούδι, ωστόσο η ίδια νιώθει ταπεινή, έτσι όπως έζησε όλα τα χρόνια της ζωής της. Η οικογένειά μας είχε τέσσερα παιδιά. Τα δύο έφυγαν πρόωρα και απρόσμενα, δυστυχώς. Εγώ στην οικογένεια ήμουν το μεγαλύτερο παιδί και έδειξα και στα νεότερα μέλη της ότι θα συνεχίσω την παράδοση του τραγουδιού.
Ποια ήταν η πρώτη φορά που πιάσατε τον εαυτό σας να τραγουδάει;
Όταν ερχόταν η μεγάλη Δόμνα Σαμίου στο σπίτι μας για να κάνει πρόβες με τη μαμά μου. Θυμάμαι, λοιπόν, που έμπαινα στη μέση της κάθε πρόβας που έκαναν, τραγουδούσα και χόρευα. Μάλιστα, η Δόμνα με μάλωνε γιατί τους χαλούσα την πρόβα.
Πότε αρχίσατε να τραγουδάτε;
Άρχισα να τραγουδάω στα 9 μου χρόνια. Ωστόσο, σε ηλικία 13 ετών άρχισα επαγγελματικά το τραγούδι. Δεν είχα προλάβει ούτε να το σκεφτώ. Βέβαια, δεν με έβαλε κανένας με το ζόρι να γίνω τραγουδίστρια, το αντίθετο μάλιστα. Η μητέρα μου και ο αδερφός της, ο θείος μου Γιώργος Κονιτόπουλος, δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν ότι θα τραγουδήσω.
Θυμάστε την πρώτη φορά που τραγουδήσατε;
Ήταν σε έναν γάμο συγγενή μας. Τραγουδούσε η μάνα μου, έπαιζε ο Στάθης Κουκουλάρης. Εκεί ήταν η πρώτη εμπειρία μου με το τραγούδι επισήμως.
Είναι αλήθεια ότι σας κυνηγούσαν οι γαμπροί;
Από πολύ μικρή ηλικία, γιατί φαινόμουν μεγαλύτερη. Ένας μάλιστα επέμεινε πολύ. Οι γονείς μου αρνήθηκαν, λέγοντάς του ότι αυτό δεν γίνεται, γιατί είμαι πάρα πολύ μικρή. Εκείνος όμως δεν έκανε πίσω και είπε ότι θα με κλέψει. Τότε φοβήθηκε η μητέρα μου κι έκτοτε με έπαιρνε πάντα μαζί της. Καθόμουν σε ένα μικρό τραπέζι μαζί με τις γυναίκες των μουσικών όταν ερχόταν στο μαγαζί, αλλά κάποιοι φίλοι-πελάτες μου ζητούσαν να χορέψουμε. Εγώ, ως αυθόρμητο παιδί που ήμουν, δεν αρνιόμουν να χορέψω. Αυτό δεν άρεσε στη μητέρα μου και στον θείο μου και μου είπαν να ανέβω και να καθίσω στο πάλκο. Ένα βράδυ ήρθε μια παρέα και ζήτησε το τραγούδι «Ήρθε μια βλάχα από το βουνό στην ξελογιάστρα Αθήνα». Δεν το ήξερε κανείς και μες στην παιδική αφέλεια πετάχτηκα και είπα ότι το ξέρω εγώ. Αυτό ήταν, παρά τις αυστηρές ματιές που μου έριχνε η μητέρα μου και τις αντιρρήσεις της, το τραγούδησα. Έτσι πήρα το βάπτισμα του πυρός και το τραγούδησα 10 φορές εκείνο το βράδυ.
Υπήρξαν στιγμές λατρείας που ζήσατε δίπλα στη μητέρα σας;
Όπου πηγαίναμε γινόταν χαμός με τη μητέρα μου, όπου κι αν τραγουδούσαμε. Μάλιστα, είχαμε πάει να τραγουδήσουμε σε μια περιοχή και σε διπλανό κέντρο θα τραγουδούσε μια τεράστια γυναικεία φωνή. Ε, μόλις άκουσε για τον ερχομό της μητέρας μου, ακύρωσε τις δικές της εμφανίσεις!
Έχετε τραγουδήσει σχεδόν με όλους τους παραδοσιακούς καλλιτέχνες…
Ευτύχησα να δουλέψω από τη Φιλιώ Πυργάκη, τη Σοφία Κολλητήρη, τον Δημήτρη Ζάχο και τον Γιώργο Κόρρο μέχρι όποιον μπορεί να βάλει το μυαλό σας. Οι παραδοσιακοί καλλιτέχνες είναι από άλλη μαγιά πλασμένοι. Δεν υπάρχουν αντιπαλότητες και ανταγωνισμός, θα έλεγα. Αλλά γενικά εγώ νιώθω ήρεμη με όσα έζησα και δεν νομίζω να αδίκησα κανέναν, ούτε όμως και αδικήθηκα. Πολλές φορές πάνω από το όνομά μου πλανιόταν ως προστασία το όνομα της μητέρας μου που το σέβονταν όλοι. Έχω πάει στην Αυστραλία με τον Κιτσάκη, με τον Καρναβά, με την Τασία Βέρρα και έχουμε γεμίσει κέντρα και στάδια.
Πιστεύετε ότι το νησιώτικο τραγούδι αντέχει στον χρόνο;
Η παράδοση είναι παράδοση. Όσα χρόνια και αν περάσουν, το έχουμε στο αίμα μας. Μπορεί κάλλιστα κάποιος να παντρέψει τον στίχο με τη μουσική και να το φέρει στο σήμερα. Με ευλάβεια όμως.
Συμβουλές από τη μαμά σας έχετε πάρει;
Αυτό που λέει η μαμά μου συνεχώς είναι: «Εγώ δεν τη βοήθησα την Ελένη καθόλου». Και αυτή είναι η αλήθεια. Το μόνο που θυμάμαι που μου έλεγε πάντα είναι ότι «το τραγούδι θέλει μεράκι. Είσαι παπατρέχας…». Έτσι μου έλεγε (γέλια).
Για τη φωνή σας τι λέει;
Η μαμά γενικά δεν εκδηλώνεται. Ωστόσο, την έχω ακούσει να λέει ότι «η Λενιώ έχει καλύτερη φωνή από τη δική μου». Και φυσικά τη διακόπτω όταν το λέει αυτό, γιατί η Ειρήνη Κονιτοπούλου είναι μία και μοναδική!
Η μητέρα σας είναι πλέον 90 ετών. Αναπολεί τα παλιά;
Δεν λέει ιστορίες για το τραγούδι. Λέει ιστορίες από την καθημερινότητά της στο νησί. Η μητέρα μου δεν το είχε πάρει ζεστά το θέμα του τραγουδιού. Πήγαινε, τα έλεγε κι έφευγε για την οικογένειά της.
Πάντως, το μεγαλύτερο πλήγμα το έζησε όταν πέθαναν τα δύο αδέρφια σου και παιδιά της…
Ζήσαμε ένα μεγάλο δράμα κι έναν τεράστιο καημό. Το γεγονός αυτό καταρράκωσε όλη την οικογένεια…
Πενήντα ένα χρόνια κλείνετε φέτος στο τραγούδι;
Ναι, μια ολόκληρη ζωή, τραγούδι και μεράκι. Όταν όμως λέω 51 χρόνια στο τραγούδι, πολλοί νομίζουν πως είμαι πάνω από 70 ετών. Όχι δεν είμαι (γέλια). Είμαι ακριβώς 64 ετών.
Έχετε τρία παιδιά και τραγουδούν όλα επαγγελματικά. Νιώθετε περήφανη;
Είμαι πολύ περήφανη και ως μάνα και ως γιαγιά. Αν και δεν ήθελα η κόρη μου ν’ ακολουθήσει το επάγγελμά μου, ωστόσο είναι ευλογία να τραγουδούν όλοι μέσα σε ένα σπίτι.
Η πανδημία του κορoνοϊού κατέστρεψε πολλά επαγγέλματα φέτος. Να υποθέσω και το δικό σας…
Νιώθω πολύ άσχημα με όλο αυτό που συμβαίνει και σε μένα και σε όλο τον κόσμο. Όλοι έχουμε ανάγκη να δουλεύουμε για να μπορούμε να ξεπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας.
Πείνασε πολύς κόσμος με αυτή την πανδημία…
Σαφώς και πείνασε κόσμος με όλο αυτό. Αλλά σε κάθε γενιά υπάρχει και μια κακή συγκυρία. Κι όταν κάποια στιγμή σου λένε οι παλιότεροι «δεν περάσατε αυτά που περάσαμε εμείς», να που τα βιώνουμε κι εμείς, η δική μας γενιά. Δυστυχώς!
Τι συμβουλή θα έδινες έπειτα από 51 χρόνια στο τραγούδι σε όλους αυτούς που βγαίνουν τραγουδιστές από τα ριάλιτι;
Είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος προσέγγισης. Κάποτε με δυσκολία γινόσουν όνομα ή σε προωθούσαν τα ΜΜΕ. Τώρα τα πάντα είναι εύκολα λόγω τεχνολογίας. Πάντως τα «διαμάντια» πάντα επικρατούσαν και θα επικρατούν, αν είναι πραγματικά πολύ καλές φωνές. Απλά, ο βομβαρδισμός που γίνεται από τα ΜΜΕ στον απλό κόσμο τον έχει κάνει να μη θέλει να ακούσει τίποτα. Πλέον όλοι οι νεότεροι τραγουδούν διεκπαιρεωτικά και όχι μέσα από την ψυχούλα τους.