Στο χθεσινό επεισόδιο του Big Brother μία συγκινητική στιγμή της Αφροδίτης Γεροκωνσταντή έκανε τους τηλεθεατές να δακρύσουν.
Όταν ο Μεγάλος αδερφός τη φώναξε στο δωμάτιο επικοινωνίας για να τη ρωτήσει τι της έχει λείψει περισσότερο αυτές τις 20 μέρες που είναι κλεισμένη στο σπίτι και εκείνη απάντησε ότι της λείπει η οικογένειά της.
«Mου λείπει η οικογένεια μου. Πιο συγκεκριμένα, τα μικρούλια μου, το ανιψάκι και το βαφτιστήρι μου. Και μετά όλοι. Τα αδέλφια μου, η μανούλα μου και η γιαγιά μου».
Μίλησε επίσης για τη σχέση που έχει με τη μητέρα της.
«Η μαμά μου μεγάλωσε μαζί μας, οπότε ήμασταν πάντα πάρα πολύ κοντά αν και διαφέρουμε πάρα πολύ σαν χαρακτήρες. Θα με μαλώσει, θα με επαναφέρει στην πραγματικότητα παρόλο που της λέω πως αυτή και ο μπαμπάς μου φταίνε πως είμαι τόσο ονειροπόλα. Έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και με μένα και με τα αδέλφια μου».
Ωστόσο αυτό που την πονάει περισσότερο ήταν ο χαμός του πατέρα της καθώς όταν έφυγε από τη ζωή οι δυο τους ήταν τσακωμένοι. Μίλησε για το πως βίωσε το θάνατο του πατέρα της αλλά και για τις δυσκολίες που ακολούθησαν μετά από αυτό το θλιβερό γεγονός.
«Όλο μου το μέσα είναι ο μπαμπάς μου. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Ζούσε με αυτό το πράγμα, ήθελε να είναι καλός άνθρωπος και τα κατάφερε. Μέχρι τα 48 του ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, μπαμπάς, συνάδελφος, θείος. Πάρα πολύ έξυπνος, δοτικός, του άρεσε πάρα πολύ να συζητάει και να διαβάζει. Ήταν αγαπητός σε όλους. Τσακωνόμασταν πάρα πολύ επειδή ήμασταν πάρα πολύ ίδιοι στον χαρακτήρα και όταν πέθανε αυτό αισθάνθηκα.
Ήμουν 23 όταν πέθανε ο πατέρας μου. Έφυγε και ήμασταν τσακωμένοι, αυτά τα χαζά που κάνουν οι κόρες με τους μπαμπάδες. Ήμουν έξω από την Εντατική και έλεγα ότι θα βγει οπότε μέσα στο μυαλό μου δεν είχα την παραμικρή υποψία ότι θα πεθάνει. Και 48 χρονών. Δε νομίζω ότι ξεπερνάει κανείς τον θάνατο του γονιού του. Απλά συνηθίζεις στην ιδέα ότι έφυγε. Η ζωή μου μετά ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Εκτός από το ψυχολογικό ήταν το οικονομικό που άφησε πίσω του και βρεθήκαμε σε κατάσταση που δεν θα ήθελα να βρεθεί κανείς. Μου λέγανε ενός κακού μύρια έπονται. Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Το πιο δύσκολο ήταν ότι με τάιζε η Εκκλησία. Μας κόβανε το ρεύμα γιατί δεν είχαμε να το πληρώσουμε και η μάνα μου ήταν διαβητική. Για ένα εξάμηνο μας φέρνανε κούτες γιατί δεν είχαμε να φάμε»