Κλείδωσε την πόρτα του θεάτρου, της είπε τι να φορέσει επί σκηνής και έπειτα κάθισε στις πίσω σειρές της πλατείας με τα φώτα σβηστά.
Η περιγραφή της ηθοποιού Χριστίνας Σαμπανίκου για τη συνάντηση που είχε με τον Κώστα Σπυρόπουλο σε παρελθοντικό χρόνο προκαλεί ανατριχίλα.
«Είμαι μια από τις γυναίκες που επώνυμα προέβησαν σε καταγγελία κατά του Κώστα Σπυρόπουλου και της ιδιαίτερης πρακτικής του στις προσωπικές οντισιόν που έκανε, αναζητώντας την κατάλληλη “παρτενέρ” για ό,τι είχε στο μυαλό του. Πολλά χρόνια πριν… Που σημαίνει πως όλα τώρα πια έχουν παραγραφεί» αναφέρει στην αρχή μιας μακροσκελούς ανάρτησής της στο facebook.
«Γιατί τότε;»
«Οπότε “Γιατί τώρα;” αναρωτιούνται πολλοί/πολλές. Η απάντηση είναι απλή: Γιατί ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Και θα αντιστρέψω το ερώτημα: “Γιατί τότε;” Γιατί ακόμα και τώρα υπάρχουν πράξεις βίας σε οποιαδήποτε μορφή (σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική, λεκτική) που μένουν στο σκοτάδι; Γιατί κυριαρχεί ο φόβος και ο νόμος της σιωπής; Η κακοποιητική και προσβλητική συμπεριφορά δεν γνωρίζει ούτε φύλο ούτε επάγγελμα, συμβαίνει παντού» τονίζει η Χριστίνα Σαμπανίκου και κάπου παρακάτω μπαίνει στο… ψητό.
«Δεν θυμάμαι, λοιπόν, χρονιά, μήνα, ημέρα, δεν θυμάμαι για ποιο έργο ήταν η οντισιόν, δεν θυμάμαι καν το θέατρο όπου πραγματοποιήθηκε. Θυμάμαι, όμως, μια πόρτα να κλειδώνει χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος (π.χ., ένας τεχνικός ή ένας βοηθός σκηνοθέτη). Θυμάμαι πως μου είχε ζητηθεί να έχω μαζί μου ψηλά τακούνια και στενά, κοντά φορέματα και φούστες. Θυμάμαι πως είχε μπει στο καμαρίνι την ώρα που άλλαζα για να επιλέξει τι θα φορούσα. Θυμάμαι πως ήθελα να φύγω τρέχοντας, αλλά συγχρόνως πως νόμιζα ότι μπορεί και να μην ήταν τα πράγματα έτσι όπως το ένστικτό μου με προειδοποιούσε πως ήταν. Θυμάμαι πως πάνω στη σκηνή μού είχε ζητηθεί αυτοσχεδιασμός, που καμία σχέση δεν είχε με αυτό για το οποίο είχα πάει, να χορέψω, αφού είχα κάνει και χορό, εκτός από θεατρικές σπουδές, να φαντασιωθώ πως εκείνος είναι κάποιος που πρέπει να προκαλέσω ερωτικά» αποκαλύπτει στο post η Χριστίνα Σαμπανίκου.
«Ηθελα τόσο πολύ να είμαι καλή, ήθελα τόσο πολύ να πιστέψω πως πραγματικά διεκδικώ τον ρόλο, αλλά όλα ήταν ανάρμοστα. Είχα αρχίσει να φοβάμαι πολύ, να θέλω να φύγω, αλλά ταυτόχρονα να σκέφτομαι πως δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί και πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Δεν είχα τη δύναμη που απέκτησα με τα χρόνια, ώστε να αντιδράσω δυναμικά, κυριαρχούσε ο φόβος τού πώς θα αντιδρούσε εκείνος… Μετά κάθισε στις πίσω σειρές με κλειστά τα φώτα της πλατείας και εδώ θα σταματήσω να εξιστορώ. Ετσι και αλλιώς, εκείνος γνωρίζει. Οταν έφυγα, ήμουν σε σοκ. Παρ ’ όλα αυτά με ξαναπήρε τηλέφωνο για να ξανακάνουμε δοκιμή. Φυσικά, δεν πήγα ποτέ. Στο μεταξύ -και με το πέρασμα του χρόνου- έμαθα πως δεν ήμουν η μόνη. Μίλησα σε φίλες και φίλους. Και μετά το έθαψα. Αλλά όχι πια» εξομολογείται, μεταξύ άλλων.