Το τοσκανέζικης αρχιτεκτονικής οίκημα ανακαινίστηκε και ετοιμάζεται να ανοίξει πάλι τις πύλες του το καλοκαίρι του 2021.
Ανανεωμένη και ανακαινισμένη, η έπαυλη του αξέχαστου επιχειρηματία και συλλέκτη Γιώργου Νάσιουτζικ ετοιμάζεται να ανοίξει πάλι τις πύλες της μετά την πανδημία, το καλοκαίρι του 2021.
Το ιστορικό κτήμα-μουσείο Νάσιουτζικ θα φέρει πλέον την ονομασία Nasioutzik Mansion και θα εγκαινιαστεί ως νέος χώρος εκδηλώσεων και ποικίλων δραστηριοτήτων.
Στα 17 του στρέμματα, με τα αμπέλια, τις αιωνόβιες ελιές, το ποτάμι και την εκκλησία, την παράσταση κλέβει το οίκημα σε σχήμα «Η», τοσκανέζικης αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για την παλιά ιστορική έπαυλη του Γιώργου Νάσιουτζικ, που χτίστηκε και φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο και ήταν το σπίτι του έως τον θάνατό του, ενώ στη συνέχεια πέρασε στους κληρονόμους του.
Τον Φεβρουάριο του 1985 λοιπόν έγινε ένα πάρτι που κάποιοι το χαρακτήριζαν «το μεγαλύτερο αποκριάτικο πάρτι» δύο δεκαετιών στην κοσμική Αθήνα. Κάποιοι άλλοι έψαχναν μία λογική εξήγηση για το πώς είναι δυνατόν το αποκριάτικο πάρτι στο κτήμα Νάσιουτζικ να είναι επί είκοσι και βάλε χρόνια κάθε χρόνο και καλύτερο, όταν κάθε έτος ήταν ανεπανάληπτο. Την επιτυχημένη συνταγή κεφιού και φαντασίας φαίνεται να τη γνώριζαν αποκλειστικά και μόνο οι τρεις οικοδεσπότες του, Θεοχάρης Φιλιππόπουλος, Νίκος Νάσιουτζικ, Στέλιος Μιχαλόπουλος, και οι χιλιάδες καλεσμένοι τους. Σε εποχές ακόμα αθώες και χωρίς παπαράτσι, ο νεαρός επιχειρηματίας Νίκος Νάσιουτζικ ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλιά του καταστρώνοντας σχέδια με τον δικηγόρο και κολλητό του φίλο Στέλιο Μιχαλόπουλο για την οργάνωση ενός ξεχωριστού πάρτι γενεθλίων, που τυχαία συμπίπτει με την περίοδο του Καρνάβαλου.
Ιδανικός τόπος φαντάζει το οικογενειακό κτήμα Νάσιουτζικ, στην Παλλήνη, και οι προσκλήσεις στέλνονται στους αγαπημένους τους φίλους, με τον αυστηρό όρο να είναι όλοι μασκαρεμένοι. Στη μεγάλη και επιβλητική εσωτερική αίθουσα του κτήματος σηκώνουν τα χαλιά, ξεκρεμάνε τις εικόνες και κρύβουν τα σπάνια έργα τέχνης του συλλέκτη θείου του οικοδεσπότη Γιώργου Νάσιουτζικ, μετατρέποντας τον χώρο σε club.
Ο Στέλιος Μιχαλόπουλος ντυμένος καλόγηρος εκτελεί χρέη dj, κουβαλώντας από το σπίτι του πικάπ και δίσκους. Αγοράζουν μηχανήματα καπνού για εφέ και στήνουν φωτορυθμικά, αλλά δεν έχουν άλλα λεφτά για κανονικό μπαρ και βάζουν ένα βαρέλι με κρασί και μπίρες μέσα σε πάγο, που καταναλώνονται σε χρόνο dt από τους 400 -και βάλε- τρελαμένους φίλους του εορτάζοντα. Γίνεται πανικός, οι άψογα μεταμφιεσμένοι καλεσμένοι κρέμονται από τα πατάρια, οι πιο τολμηροί πέφτουν στην παγωμένη πισίνα, ενώ οι πιο ξαναμμένοι χώνονται με τις κοπέλες τους στα τζάκια. Το πάρτι τελειώνει με την ανατολή του ήλιου, καθώς κανείς δεν φεύγει μέχρι τότε. Ετοιμάζονται μακαρονάδες, ενώ πολλοί δεν επιστρέφουν σπίτια τους και την πέφτουν για ύπνο έξω, στο γκαζόν του κτήματος!
Αυτό ήταν, το σύνθημα είχε δοθεί και το πάρτι στο κτήμα θα αποτελέσει θεσμό της Αποκριάς για πολλά πολλά χρόνια. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι καθοριστικά για την εξέλιξη και τη δημιουργία του μύθου του. Ο κάθε καλεσμένος διαλέγει ή ράβει τη στολή του μήνες πριν, με το ίδιο πάθος και την ίδια ιεροτελεστία που έχει το πατρινό καρναβάλι. Η ημερομηνία του είναι λίγο πολύ γνωστή, μέσα στον Φεβρουάριο, και όλοι ανυπομονούν για την περίφημη πρόσκληση.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η βαρυχειμωνιά πλήττει την Αθήνα και ολόκληρο το λεκανοπέδιο σκεπάζεται από χιόνι. Το πάρτι είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, καθώς όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Ωστόσο περισσότεροι από 500 τολμηροί μασκαράδες περνούν με αλυσίδες στα τζιπ τους την πόρτα του κτήματος και ξεσαλώνουν στον χορό.
Το 1995 στην παρέα των διοργανωτών προστίθεται και ο εκδότης Θεοχάρης Φιλιππόπουλος, χαρίζοντάς του νέα ώθηση, ανοίγοντας τον κύκλο των προσκεκλημένων. Η φήμη του διαδίδεται πλέον από στόμα σε στόμα, τα βεστιάρια της Αθήνας στην κυριολεξία αδειάζουν και όλοι θέλουν να είναι καλεσμένοι, μοντέλα, εστεμμένες, εφοπλιστές, επιχειρηματίες, νεαροί γόνοι, κοσμικοί μαϊντανοί, chic κόρες καλών οικογενειών, τηλεπερσόνες αλλά και πολλοί άσχετοι wannabe, ακάλεστοι, που -με το πρόσχημα της μεταμφίεσης- προσπαθούν να περάσουν την πύλη, να εισχωρήσουν στο πάρτι και να ζήσουν έστω και μία νύχτα το όνειρο στον παράδεισο Νάσιουτζικ. Οι πιο παθιασμένοι παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους μακριά και προσπαθούν να περάσουν πηδώντας τα κάγκελα της περίφραξης. Οι σεκιούριτι ελέγχουν τα πάντα και κυρίως τις λίστες των προσκεκλημένων, καθώς «No πρόσκληση, no party».
Πριν από το οριστικό του φινάλε το κάλεσμα στο κτήμα Νάσιουτζικ είχε ακυρωθεί μόνο δύο χρονιές, στα γεγονότα του Περσικού και όταν ο Θεοχάρης Φιλιππόπουλος είχε σπάσει το πόδι του στο σκι. Το 2008 σατανικοί Νέρωνες, προκλητικές παλλακίδες, επιβλητικοί εκατόνταρχοι και sexy εταίρες θα περάσουν για τελευταία φορά την πύλη του Μουσείου Νάσιουτζικ, που σε σκηνικό χλιδής παρέπεμπε στην αρχαία Ρώμη. Μετά την οικονομική κρίση η πανδημία έδωσε το οριστικό τέλος…