Ο Νίκος Βερλέκης υπήρξε από τους ωραιότερους άντρες του ελληνικού κινηματογράφου και συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα στα 73 του.
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Λοιπόν μίλησε για την καριέρα του και για τη συνεργασία του με τον Κώστα Βουτσά και τον Νίκο Ρίζο.
Κύριε Βερλέκη, συμμετείχατε στο έργο «Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς» του 1973. Μια κωμική ταινία σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη.
Όταν ξεκίνησα εγώ, βρισκόταν στην εκπνοή του ο κινηματογράφος και τον διαδεχόταν η τηλεόραση. Όμως αισθάνομαι τυχερός, που είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι ήξεραν καλά την δουλειά τους. Ο τίτλος της ταινίας αυτής, για την σημερινή εποχή μοιάζει λίγο «κακός» … Αλλά έτσι ήταν τα πράγματα τότε.
Πώς σας δόθηκε αυτός ο ρόλος;
Με φώναξε ο Κώστας Καραγιάννης, ο οποίος ήταν ο σκηνοθέτης και παραγωγός της ταινίας. Τότε, ήμουν στο ξεκίνημα και μετρούσα δύο-τρία χρόνια πορείας. Μάλιστα, με τον Βουτσά, είχαμε παίξει και σε δύο θεατρικά έργα. Ο Κώστας Καραγιάννης, μου πρότεινε τον ρόλο του Λέλου, αλλά είχε προηγηθεί συνεργασία μου, με την εταιρεία του, μέσα από άλλες δύο ταινίες.
Ο Κώστας Καραγιάννης πώς ήταν ως σκηνοθέτης;
Η ταινία «Τον αράπη κι αν τον πλένεις», ήταν η τρίτη κατά σειρά ταινία, που κάναμε με τον Καραγιάννη και ακολούθησαν δύο ακόμη. Δεδομένου ότι κάναμε πέντε φίλμ μαζί, είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα. Είχε αστείρευτο χιούμορ και ήταν άριστος επαγγελματίας. Είχε κάνει σπουδές στο Παρίσι και νομίζω ότι η μεγάλη επιτυχία της εταιρείας, καλλιτεχνικά, οφείλεται στον Καραγιάννη, κατά μεγάλο ποσοστό. Ασφαλώς και στον Καρατζόπουλο και στον αδερφό του. Οι άνθρωποι ήξεραν κινηματογράφο. Έκαναν ταινίες εφάμιλλες με εκείνες της Φίνος Φίλμ. Αυστηρότητα μεγάλη δεν γνώρισα, ειδικά από τον Καραγιάννη, ο οποίος ήταν πολύ ήσυχος άνθρωπος. Ήταν ήσυχος άνθρωπος. Αν καμιά φορά έβαζε τις φωνές, το έκανε και πάλι με χιούμορ. Αν ήθελε να σε βρίσει, σου έλεγε για πλάκα «Εεε, Έλληνα!». Δεν ξεστόμιζε άλλα πράγματα, τα οποία έλεγε όταν ήμασταν παρέα. Παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο κινείται εν ώρα εργασίας, τη φυσιογνωμία του αλλά και το γεγονός ότι μπροστά σου έχεις έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν κάνει λάθη στην δουλειά του, απλά κάνεις ό,τι σου λέει, χωρίς να φέρνεις καμία αντίρρηση.
Τα γυρίσματα έλαβαν χώρα στην Αθήνα. Πόσες μέρες διήρκησαν;
Ως επί το πλείστον, τα γυρίσματα των ταινιών πραγματοποιούνταν μέσα σε στούντιο. Στην συγκεκριμένη ταινία, χρησιμοποιήσαμε το στούντιο Άλφα, αλλά και κάποιους εξωτερικούς χώρους, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί γύρω.
Ποια αίσθηση σας έχει αφήσει το γεγονός ότι δουλέψατε με τον Κώστα Βουτσά;
Υπέροχος και δοτικός άνθρωπος. Καταπληκτικός συνεργάτης και σπουδαίος ηθοποιός. Ό,τι και να πούμε για τον Κώστα Βουτσά, θα είναι λίγο. Κανένας ηθοποιός, δεν ένιωσε κακή συμπεριφορά από τον Κώστα, ότι τον πίεζε, ότι τον πρεσάριζε, ότι τον ζήλευε. Άλλωστε τι να ζηλέψει ο Κώστας Βουτσάς; Ήταν σίφουνας επάνω στη σκηνή. Γνώριζε τα πάντα. Ήταν απίστευτος! Ήταν ένας μοναδικός κωμικός ηθοποιός!
Δουλέψατε με τον Ρίζο, μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για εκείνον;
Πολλές φορές συνεργάστηκα μαζί του. Δεν είχε καμία σχέση με αυτό που βλέπουμε μέσα από την οθόνη. Ήταν πολύ σοβαρός άνθρωπος και λιγομίλητος. Ειδικά σε ανθρώπους τους οποίους δεν γνώριζε, δεν μιλούσε πολύ. Χιούμορ είχε στις παρέες του, τις οποίες γνώριζε πολύ καλά και συνεργαζόταν μαζί τους. Δεν έδινε αέρα, να του μιλούν όλοι και να του κάνουν αστεία. Έπρεπε να είναι έτσι, γιατί έτσι ήταν τα πράγματα. Ήταν δουλεμένος! Άλλωστε Βασιλειάδου-Αυλωνίτης-Ρίζος, είχαν μακροχρόνια συνεργασία. Ήταν το τρίτο πρόσωπο. Στο θέατρο αυτοί τον ανέδειξαν. Ήταν πολύ καλός επιχειρηματίας. Λέγανε πως ήταν κάπως «σφιχτός», δηλαδή μαζεμένος οικονομικά. Έτσι όμως, κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, έκανε τα θέατρα και τις επιτυχίες του. Ήταν πιο αυστηρός από τον Βουτσά. Άλλωστε ο Βουτσάς, ενώ ήταν η αρχή του θιάσου, δεν έκανε ποτέ τον επιχειρηματία. Ο Ρίζος, ως επιχειρηματίας έπρεπε να είναι πιο σκληρός!
Ταξιδεύοντας από το σήμερα στο χθες, ποιες εικόνες θυμάστε από τα γυρίσματα της ταινίας.
Αναμνήσεις με τον Βουτσά και τον Ρίζο, έχω περισσότερες από το θέατρο και λιγότερο από τον κινηματογράφο. Έτσι, δεν έχω να σας αναφέρω πολλά. Υπήρχε πολύ μεγάλο μεράκι και χαιρόμασταν που δουλεύαμε. Η διαδικασία των γυρισμάτων, ήταν για εμάς ένα πανηγύρι. Κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τα σημερινά δεδομένα, που δεν προλαβαίνεις να τα χαρείς, να τα περάσεις μέσα σου, να τα χορτάσεις. Θυμάμαι, πως οι αμοιβές ήταν πολύ καλές και συγκριτικά με τις σημερινές υπερδιπλάσιες.
Τα κοστούμια ανήκαν σε εσάς;
Τα περισσότερα ήταν δικά μας. Τα πληρώναμε από την τσέπη μας. Ήταν μέσα στην αμοιβή μας. Δεν είχαμε ενδυματολόγο. Μας έλεγαν, θα πάρετε τόσα χρήματα και ταξινομούσαμε αναλόγως. Ντυνόμασταν κλασικά, μας παρακολουθούσε ο σκηνοθέτης και ο σκηνογράφος και αξιολογούσε το κοστούμι που φορούσαμε. «Αυτό δεν είναι για εδώ» έλεγε και φέρναμε άλλο. Χορηγοί μόνο στην επίπλωση υπήρχαν. Έδιναν έναν καναπέ, μια καρέκλα και έγραφαν στο τέλος την επωνυμία του μαγαζιού.
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, εάν θα μπορούσατε να μας μεταφέρετε, μέσα από εικόνες σε μια κλασική μέρα γυρισμάτων;
Προγραμματίζαμε τα γυρίσματα πολύ πρωινές ώρες. Στις 6 με 6:30 το πρωί, έπρεπε να έχουμε φύγει από το σπίτι. Αρχίζαμε τις λήψεις στις επτά και ολοκληρώναμε στις τρεις το μεσημέρι.
Ανταγωνισμός υπήρχε;
Ασφαλώς υπήρχε ανταγωνισμός, αλλά δεν θυμάμαι να μου έχει συμβεί κάτι έντονο. Κάποιος, κάποτε προσπάθησε να με διαβάλλει, μα δεν θυμάμαι πολλά τέτοια. Ο ένας προσπαθούσε να γίνει καλύτερος από τον άλλον. Όχι όμως να σε πετάξει «εκτός». Υπήρχε ένας υγιής ανταγωνισμός θα λέγαμε.
Ποια αίσθηση σας έχει αφήσει το γεγονός, ότι δουλέψατε με όλους αυτούς τους ηθοποιούς, που δυστυχώς δεν είναι πια στην ζωή;
Μπορεί να μην πρόλαβα τον κινηματογράφο, καθώς όταν ξεκινούσα εγώ, εκείνος βρισκόταν στην εκπνοή του και τη θέση του «κατέλαβε» η τηλεόραση. Όμως αισθάνομαι τυχερός που δούλεψα με τόσο σπουδαίους ηθοποιούς, αλλά και για τις κινηματογραφικές δουλειές μου, οι οποίες ήταν ελάχιστες, όμως αξέχαστες!
Πώς βλέπετε τα πράγματα σήμερα στον χώρο της υποκριτικής;
Υπάρχουν πολλά ταλέντα. Μην κοιτάτε που δεν υπάρχει κινηματογράφος σήμερα και η τηλεόραση στερείται της αίγλης του σινεμά. Πρώτα, θα έπρεπε να ντυθείς, να ετοιμαστείς για να δεις κάποιον που θαύμαζες. Ήταν μια ιεροτελεστία, η επίσκεψη στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Είχε άλλη αίγλη η εποχή εκείνη και άλλη σήμερα. Δεν έχει καμία σχέση, το σήμερα με το χθες. Τότε, αν γινόσουν σταρ, αυτό κρατούσε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ο κόσμος σε θυμόταν. Σήμερα δεν είναι εύκολο να σε πεθυμήσει και να σε νοσταλγήσει κάποιος, καθώς πατάει το κουμπί και σε βλέπει αμέσως. Κι αν δεν του αρέσεις, πάει σε άλλο κανάλι και βλέπει άλλη υπόθεση, άλλο έργο. Τότε υπήρχε νοσταλγία, ήθελες να πας στο θέατρο, στο σινεμά. Τώρα πια, είμαστε υπερ-χορτασμένοι.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν ηθοποιοί, που ενώ έχουν ταλέντο, δεν έχουν την ευκαιρία να προβληθούν και να γίνουν γνωστοί;
Ασφαλώς και υπάρχουν ηθοποιοί, οι οποίοι δεν έχουν την ευκαιρία να γίνουν γνωστοί. Αν όμως ασχοληθεί, θα δικαιωθεί. Αδικίες υπάρχουν σε όλες τις δουλειές. Τι θα πει, όμως, αδικία; Αν δύο άνθρωποι, οι οποίοι σε ταλέντο είναι ισότιμοι και διεκδικούν τον ίδιο ρόλο, σε μια ταινία. Δεν σας λέω ανάμεσα σε πενήντα, αλλά ανάμεσα σε δύο, οι οποίοι έχουν το ίδιο ταλέντο. Αν αυτοί, πάνε σε μια οντισιόν, όπως την λέμε, θα επιλέξουν τον έναν. Έχει αδικηθεί ο άλλος; Κι αν ο άλλος είχε, τελικά, πάρει τον ρόλο, δεν θα ένιωθε αδικημένος εκείνος που έμεινε «έξω»;
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας, το συστατικό της επιτυχίας, για έναν ανερχόμενο ηθοποιό;
Προσπάθεια μεγάλη, δουλειά και υπομονή. Θα έρθει η ώρα τους, θα έρθει η σειρά τους και σ’ εκείνους θα δοθεί η ευκαιρία να κάνουν την καριέρα που πρέπει. Αρκεί να έχουν σεβασμό! Ας μην ξεχνάμε, ότι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έκανε καριέρα μετά τα πενήντα. Μέχρι τα πενήντα, ήταν ένας ζεν πρεμιέ μέτριος. Δεν είχε τη δημοτικότητα που απέκτησε αργότερα. Μετά τα πενήντα του έγινε μεγάλος και τρανός και σπουδαίος. Πριν, παρόλο που σπούδασε στο Παρίσι και ήρθε στην Ελλάδα καλλιεργημένος, δεν ήταν το ίδιο επιτυχημένος. Φαίνεται ότι, το είδος της κωμωδίας του ταίριαζε περισσότερο και για την ιστορία, το γνώρισε με την «Αλίκη στο ναυτικό» τη δεκαετία του ’60. Όταν ήταν 30 και 40 δεν έκανε καριέρα. Μετά τα πενήντα μπήκε πρωταγωνιστής και έγινε μεγάλο όνομα.