Οι εξορμήσεις τους στο γήπεδο, τα οικογενειακά τραπέζια και τα καλοκαίρια στο εξοχικό στη Χαλκιδική.
Όταν ο σπουδαίος Στράτος Διονυσίου έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα 55 του χρόνια, το τέταρτο από τα παιδιά του, ο Διαμαντής, ήταν μόλις 13 ετών. Κι όμως, ο ίδιος θυμάται ακόμη πολύ έντονα εκείνη τη δύσκολη μέρα.
- Από τον
ΗΛΙΑ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ
Όπως θυμάται και πολλές από τις χαρούμενες στιγμές που πρόλαβε να ζήσει δίπλα στον διάσημο πατέρα του: τις εξορμήσεις τους στο γήπεδο, τα πρωινά ξυπνήματα στο δωμάτιό του, όταν μαζί με τον αδελφό του Στέλιο του πήγαιναν τον καφέ του στο κρεβάτι, τις καλοκαιρινές διακοπές τους στη Χαλκιδική.
Στις 11 Μαΐου συμπληρώνονται 31 χρόνια από τον θάνατο του Στράτου Διονυσίου, μια απώλεια που έκανε ολόκληρη τη χώρα να θρηνήσει. Παρ’ όλα αυτά ο θρύλος του λαϊκού πενταγράμμου συνεχίζει να ζει στις καρδιές των Ελλήνων μέσα από τα τραγούδια του, τις επιτυχίες του, που έγραψαν ιστορία και ερμηνεύονται σήμερα σε όλα τα νυχτερινά κέντρα.
Ο βενιαμίν της οικογένειας Διονυσίου, ο οποίος είναι πλέον κι αυτός ένας ευτυχισμένος πατέρας μιας υπέροχης κορούλας, μιλάει σήμερα στην «Espresso» για τον δικό του Στράτο.
Παράλληλα, ξετυλίγοντας το νήμα της προσωπικής του διαδρομής σε Ελλάδα και Αμερική, που μετράει ήδη 17 χρόνια, από το 2004, ζητάει να ανοίξουν επιτέλους τα μαγαζιά, για να σταματήσουν τα πάρτι στις πλατείες και δηλώνει αγχωμένος με τα εμβόλια.
Το όνομα Διαμαντής τίνος είναι; Κάποιου παππού;
Ναι, του παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου, της Γεωργίας.
Γιατί αργήσατε τόσο να κάνετε δισκογραφία, κ. Διονυσίου;
Έλειπα στην Αμερική για χρόνια, οπότε το είχα αφήσει για λίγο στην άκρη αυτό. Έκανα μια δισκογραφική δουλειά μόλις γύρισα στην Ελλάδα και πρόσφατα άρχισα μια συνεργασία με τη δισκογραφική εταιρία Alpha Records, με την οποία έχουμε βγάλει ήδη ένα κομμάτι και ετοιμάζουμε κι άλλα.
Τι κομμάτι είναι αυτό;
Είναι μια καλοκαιρινή ρούμπα, που λέγεται «Μέχρι το πρωί». Τη μουσική έχει γράψει ο Άγγελος Καλαβρυτινός και τους στίχους η Γιούλη Ηλιοπούλου, η γνωστή ηθοποιός. Μας γνώρισε ο παραγωγός μου και καλός φίλος Κώστας Γόνης, μου έφερε το τραγούδι, μου άρεσε και το προχωρήσαμε.
Τι γεύση σάς άφησε η καριέρα σας στην Αμερική; Πώς είναι στα γλέντια του ο κόσμος της ομογένειας;
Είναι πολύ ωραίος κόσμος. Εγώ είχα πάει για έναν μήνα και τελικά κάθισα εννέα χρόνια. Με αγάπησε ο κόσμος, έκανα πολλούς φίλους εκεί. Η βάση μου ήταν στη Νέα Υόρκη, το μαγαζί που δούλευα βρισκόταν στην Αστόρια, αλλά πήγαινα και σε άλλα μαγαζιά κλαμπ και εστιατόρια, στο Μανχάταν. Γύρισα σχεδόν όλη την Αμερική, κάνοντας εμφανίσεις σε διάφορες εκδηλώσεις. Ήταν πολύ ζεστό το κοινό. Στην αρχή, όταν είχα πάει, έλεγα και πιο καινούργια τραγούδια άλλων καλλιτεχνών, αλλά ο κόσμος ζητούσε τα τραγούδια του πατέρα μου και ακόμη πιο παλιών τραγουδιστών. Ήθελαν αυτό το ρεπερτόριο γενικά.
Έχω ακούσει ότι συχνά ραίνουν τους καλλιτέχνες με δολάρια αντί για γαρίφαλα. Σας έχει συμβεί κάτι τέτοιο;
Βέβαια! Τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και σε άλλες πολιτείες που επισκέφθηκα δεν γλεντούσαν συνήθως με λουλούδια, όπως εμείς εδώ, είχαν τα χάρτινα μονοδόλαρα και πετούσαν αυτά στους καλλιτέχνες. Τους τα χαλούσαν οι σερβιτόροι και τα είχαν πάνω στα τραπέζια. Μια φορά ένας πελάτης, με το που βγήκα στην πίστα, είπε στον σερβιτόρο «πέτα του δολάρια, μη σταματάς» και όσο τραγουδούσα μου πετούσε δολάρια, δεν μου είχε ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.
Παντρευτήκατε δύο φορές στην Αμερική. Ο λόγος του πρώτου γάμου σας ήταν η πράσινη κάρτα ή ο κεραυνοβόλος έρωτας;
Δεν ήταν η πράσινη κάρτα. Αφού ήμουν μόνος μου και έκανα τη σχέση μου εκεί, ήρθε στην πορεία και ο γάμος, ο οποίος κράτησε περίπου τρία χρόνια.
Και ο δεύτερος γάμος;
Ο δεύτερος ήταν πολιτικός και ήρθε κι αυτός ύστερα από έρωτα, λίγο αργότερα.
Κάθε φορά που ερωτεύεστε παντρεύεστε κιόλας;
Άμα πάω Αμερική, ναι! (γέλια) Γυρίζοντας στην Ελλάδα, βέβαια, βρήκα τη γυναίκα της ζωής μου, την Κατερίνα, κάναμε και το παιδάκι μας, μια κορούλα, που είναι σήμερα ενάμιση χρόνων. Τη φωνάζουμε Νάσια, είναι ένας συνδυασμός του ονόματος της αδελφής μου, της Αναστασίας, που την έχουμε χάσει, και της μητέρας της συντρόφου μου, της Ιγνατίας, που επίσης έχει φύγει από τη ζωή.
Πώς έγινε η γνωριμία σας με την Κατερίνα;
Γνωριστήκαμε σε ένα μαγαζί όπου δούλευα όταν γύρισα στην Ελλάδα.
Θα βάλετε το τρίτο στεφάνι σύντομα;
Να πάνε όλα καλά με την πανδημία και όλα θα γίνουν.
Πώς νιώθετε με τον ρόλο του πατέρα;
Έχουν αλλάξει τα πάντα από τότε που ήρθε η μικρή, νιώθω πολύ όμορφα. Πριν ήμουν μόνος μου, έκανα ό,τι ήθελα, ξυπνούσα ό,τι ώρα ήθελα. Τώρα είναι όλα αλλιώς. Προτεραιότητά μου είναι το παιδί και νιώθω πολύ ευτυχισμένος γι’ αυτό. Αισθάνομαι τυχερός για τη γυναίκα μου και την κόρη μου.
Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις που έχετε από τον αξέχαστο πατέρα σας;
Ήμουν μικρός όταν τον έχασα, μόλις 13 χρόνων. Θυμάμαι που όταν ξυπνούσε πηγαίναμε εγώ με τον Στέλιο στο δωμάτιο και του δίναμε τον καφέ του ή την πορτοκαλάδα του και παίζαμε στο κρεβάτι. Θυμάμαι τα οικογενειακά μας τραπέζια στο σπίτι, τα καλοκαίρια στο εξοχικό μας στη Χαλκιδική, ότι μας πήγαινε στο γήπεδο. Ήταν πολύ καλός πατέρας.
Ήταν σοκ για σας ο χαμός του;
Μεγάλο σοκ. Ήμουν στο σχολείο και όταν μαθεύτηκε, πήγε να μου το πει η διευθύντρια, αλλά τελικά δεν το έκανε και με έστειλε στο σπίτι μου. Κάτω από το σπίτι ήταν μια γειτόνισσα, η οποία με πήρε στο δικό της σπίτι και μου είπε πως ο πατέρας μου ήταν λίγο άρρωστος και τον είχαν πάει στο νοσοκομείο. Δεν μου το είπαν αμέσως. Το έμαθα μετά πηγαίνοντας στο σπίτι μου.
Νιώθετε το ιστορικό όνομα του πατέρα σας βαρύ στους ώμους σας σε ό,τι αφορά τα επαγγελματικά σας; Πιστεύετε ότι θα πέφτει πάντα σύγκριση;
Ναι. Το θεωρώ, φυσικά, τιμή μεγάλη και είναι πάρα πολύ όμορφο να με συγκρίνουν, αλλά μερικοί λένε «ωραίος ο Διαμαντής, αλλά δεν είναι σαν το πατέρα του». Λογικό δεν είναι; Αν ήμουν σαν τον πατέρα μου, θα ήμουν ο Στράτος Διονυσίου. Ένας ήταν ο Στράτος Διονυσίου. Και να μοιάζουμε λίγο είναι τέλειο. Άλλωστε, είμαστε παιδιά του και λογικό είναι να του μοιάζουμε.
Σας στήριξαν ο Άγγελος και ο Στέλιος στα πρώτα σας καλλιτεχνικά βήματα;
Πάρα πολύ, ο Άγγελος είναι και σαν πατέρας για μένα. Εγώ βγήκα ξαφνικά στο τραγούδι, έκανα κάποια μαθήματα φωνητικής και τους είπα να έρθουν να με ακούσουν σ’ ένα μαγαζί. Ήρθαν, με άκουσαν, μου είπαν τις παρατηρήσεις τους και προχώρησα.
Τα νυχτερινά κέντρα είναι κλειστά παραπάνω από έναν χρόνο. Πόσο σας έχει επηρεάσει αυτό σε οικονομικό επίπεδο αλλά και ψυχολογικά;
Δούλευα σε ένα μαγαζί στον Πειραιά όταν μας κλείσανε. Μετά δούλεψα για λίγο το καλοκαίρι και αυτό ήταν. Δύο μήνες δουλειάς μέσα σ’ έναν χρόνο. Υπάρχει φυσικά το οικονομικό κόστος, αλλά και το ψυχολογικό λόγω του εγκλεισμού. Είναι πολύ δύσκολα και μιλάω και με άλλους καλλιτέχνες, οι οποίοι μου λένε τα ίδια. Τώρα βλέπω ότι στις πλατείες γίνεται χαμός. Κάθονται ανά πέντε άτομα στα παγκάκια. Στα τραπέζια ενός μαγαζιού, σε εξωτερικό χώρο, γιατί δεν μπορούν να καθίσουν; Θα κολλήσουν εκεί τον ιό; Να ανοίξουν τα μαγαζιά, να δουλέψουμε όλοι να τελειώνουμε. Θα τηρούνται περισσότερο τα μέτρα έτσι. Ας τελειώσει επιτέλους αυτός ο παραλογισμός. Σε όλο τον κόσμο είναι ανοιχτά τα μαγαζιά: Αμερική, Ισραήλ, Κύπρος.
Θα εμβολιαστείτε ή αγχώνεστε με όλα αυτά που ακούγονται;
Αγχώνομαι λίγο για να είμαι ειλικρινής, το σκέφτομαι. Κι αυτό γιατί κάνει ένας το εμβόλιο και δεν παθαίνει τίποτα, το κάνει άλλος και πεθαίνει. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος 100% για το αποτέλεσμα. Χρειάζονται πέντε χρόνια για να δεις τι γίνεται με ένα εμβόλιο. Πάντως, αν λειτουργήσει ως διαβατήριο για δουλειές και ταξίδια, δεν θα έχουμε άλλη επιλογή και θα το κάνουμε.