Πενθεί ο καλλιτεχνικός χώρος με το θάνατο της Χριστιάνας.
Η Χριστιάνα Λαβίδα έγινε γνωστή μόνο με το μικρό της όνομα, την δεκαετία του ‘70 και του ΄80. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 1953. Το επώνυμο της είναι Λαβίδα και είναι αδελφή της επίσης τραγουδίστριας Βασιλικής Λαβίνα συζύγου του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου και εξαδέλφη της Ελένης Βιτάλη κόρης του συνθέτη Τάκη Λαβίδα. Συνεργάστηκε με σπουδαίους καλλιτέχνες και δημιουργούς.
Διαβάστε επίσης: Ζει «βυθισμένη στο σκοτάδι» η Χριστιάνα
Η Χριστιάνα τραγούδησε τα καλύτερα ντουέτα στην ελληνική δισκογραφία όπως το “Μίλα μου” (με τον Δάκη), “Τα Κύθηρα” (με τον Μητροπάνο), “Τελειώσαμε λοιπόν” (με τον Πάριο), “Τί να μας κάνει η νύχτα” (με τον Τουρνά). Τραγούδησε σόλο κομματάρες όπως το “Εσύ που μ΄αγαπάς”, “Γιαρεμ Γιαρεμ”, “Τα μάτια σου”, “Φώτα κι άλλα φώτα” κ.ά.
https://www.youtube.com/watch?v=-Swnl1DuccQ
Δυστυχώς το Αλτσχάιμερ εμφανίστηκε νωρίς στη ζωή της και τη βύθισε στο σκοτάδι ενώ πάλευε και με τον καρκίνο και έφυγε στα 68 της χρόνια.
«Εδώ και πολύ καιρό η Χριστιάνα έχει εξαφανιστεί από όλους μας και δεν απαντάει στα τηλέφωνα» είχε πει στην «Espresso» παλιός συνάδελφος της τραγουδίστριας και προσθέτει ότι έχει πολύ καιρό να τη δει και να την ακούσει από κοντά, ενώ σε όσους έχει απευθυνθεί για να μάθει νέα της παίρνει πάντα την ίδια απάντηση: «Η Χριστιάνα δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν από τους παλιούς φίλους και συναδέλφους της, λόγω του σοβαρού προβλήματος που αντιμετωπίζει». Στο πλευρό της όλο το διάστημα του μαρτυρίου ήταν ο πρώην σύζυγός της Δημήτρης Γ. Σταμάτης (που στο παρελθόν είχε διατελέσει νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας αλλά και βουλευτής της Ν.Δ.) και φυσικά τα δύο παιδιά τους.
Η Χριστιάνα, το επίθετο της οποίας είναι Λαβίδα, γεννήθηκε το 1953 και προέρχεται από καλλιτεχνική οικογένεια: αδερφή της είναι η Βασιλική Λαβίνα και ξαδέλφη της η Ελένη Βιτάλη. Όλη η καριέρα της χαρακτηρίζεται από πρωτοποριακές, για την εποχή τους, επιλογές, είτε αφορά τους χώρους όπου εμφανίστηκε είτε τα δισκογραφικά της. Με δύο λόγια, της άρεσε να δοκιμάζει πολλές και διαφορετικές τάσεις, γι’ αυτό και, όπως έχει πει η ίδια σε συνέντευξή της, «είχα πάντα την πολυτέλεια να διαλέγω αυτό που ήθελα στα τραγούδια μου, και όχι μόνο, και να μη βάζω νερό στο κρασί μου». Ετσι ερμήνευσε τραγούδια κλασικών συνθετών όπως είναι ο Απόστολος Κλαδάρας, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ενώ ήταν από τις πρώτες τραγουδίστριες που είπαν «ναι» στην… αιρετική μουσική γοητεία του Σταμάτη Κραουνάκη, ερμηνεύοντας το 1982 τον «ψαγμένο» δίσκο του «Σαριμπιντάμ, θα πει τρελαίνομαι», σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. Επίσης το 1994, πάντα αναζητώντας νέους ταλαντούχους δημιουργούς, κυκλοφόρησε τον δίσκο «Φύλλο και φτερό», που υπέγραψαν οι δύο νέοι τότε δημιουργοί Γιώργος Κρητικός (στον στίχο) και Νίκος Παραστατίδης (στη μουσική).
Όσον αφορά τις live εμφανίσεις της, να σημειώσουμε ότι το 1980, στο απόγειο της δόξας της, άφησε τις ανέμελες πίστες της παραλίας με τις φωτεινές μαρκίζες για να πάει να τραγουδήσει στον «ναό του Γιώργου Μαρίνου», τη θρυλική «Μέδουσα», αλλά και σε ένα music hall τύπου γαλλικό καμπαρέ, το «Νοτούρνο», μαζί με την «ιέρεια του τραγουδιού» Καίτη Μπελίντα.
Η Χριστιάνα, με το αλά γκαρσόν μαλλί και το στιλάτο ντύσιμο, είναι η πρώτη τραγουδίστρια που έκανε σόου στην πίστα, αφού το 1976 πήρε την απόφαση να εκφράζεται και με το κορμί της. Γι’ αυτό έφερε στην Ελλάδα αξιόλογους ξένους χορογράφους και χορευτές, ώστε να στήσουν και να συμμετάσχουν στο πρόγραμμά της. Η ίδια ήταν λίγο απόμακρη (ή αν θέλετε επιλεκτική) προς τα media λόγω της αφοσίωσής της στη δουλειά της αλλά και κατόπιν στην οικογένειά της.
Ο γιος της, Γιώργος είχε γράψει στο παρελθόν στο facebook σχετικά με την κατάσταση υγείας της μητέρας του:
«Σχετικά με τη μητέρα μου, την απόσυρσή της, και τους ασθενείς με άνοια. Η μητέρα μου δεν έδινε μεγάλη σημασία η ίδια στην καριέρα της, όχι πως δεν αγαπούσε το τραγούδι, αλλά δεν ένιωθε ότι αυτό ήταν ο σκοπός στη ζωή της. Έτσι όταν αποσύρθηκε το έκανε με μεγάλη προθυμία. Ταυτόχρονα έδινε πολύ βάση στην καλλιέργεια της και στην οικογένειά της, και από τη στιγμή που γεννήθηκα εγώ, που είμαι και ο μεγαλύτερος, δε θυμάμαι τη μητέρα μου σαν καλλιτέχνη πάρα μόνο σαν επαγγελματία μητέρα που αργά τα βράδια , αφού κοιμόμασταν, διάβαζε τα βιβλία της και άκουγε ηχογραφημένες απαγγελίες ποιημάτων. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι που την αγαπούν είναι πάρα πολλοί σε σημείο που δυσκολευόμαστε σαν οικογένεια να διαχειριστούμε τη συνεχή εκδήλωση ενδιαφέροντος και τις ερωτήσεις όλα αυτά τα χρόνια από τόσο κόσμο, που πάντα ρωτάει με καλή πρόθεση, παράλληλα με την κατάσταση της υγείας της. Αν κάτι ήθελε πολύ η μαμά αφού σταμάτησε να τραγουδάει ήταν να είναι μακριά η προσωπική της ζωή από τη δημοσιότητα, το οποίο δυστυχώς λόγω του επαγγέλματος και της «τραγικότητας» της ασθένειάς της δε συνέβη.
Η σιγή ασυρμάτου από την πλευρά μας είναι επιθυμία της. Επειδή όμως η σιωπή μας είχε ως αποτέλεσμα να περάσουν ασχολίαστοι μελοδραματικοί χαρακτηρισμοί όπως ότι οι ανοϊκοί ζουν στο σκοτάδι, ξεχασμένοι και μόνοι νιώθω ότι πρέπει να πω τα εξής: Για την ουσία: Η άνοια είναι μια σκληρή ασθένεια για όλους, και για τον άρρωστο άλλα και για τους ανθρώπους γύρω του. Πέρα από την συναισθηματική και την πρακτική δυσκολία ώστε να διασφαλίζεται η αυτονομία, η ασφάλεια και η ψυχική γαλήνη του ανοϊκού, υπάρχει και το υπαρξιακό κομμάτι του τι είναι ο εαυτός μας, τι μας κάνει να είμαστε εμείς, και άλλες τέτοιες δύσκολες ερωτήσεις. Χρειάζεται αντοχή. Την οποία όμως διαθέτουμε οι άνθρωποι. Και χρειάζεται και να αναγνωρίζεις τί είναι ουσιαστικό και τι ανούσιο για τον άνθρωπο που βοηθάς. Οι αρρώστιες συνήθως είναι έξω από τον έλεγχο μας, αν θα μας συμβούν ή όχι. Δε βοηθάει να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια όταν συμβεί το κακό και να παραλύουμε από τη μοιρολατρία. Πρέπει όσο μπορούμε να δουλεύουμε για να βοηθάμε εμάς και τους συνανθρώπους μας, να βγάζουμε από μέσα μας την αγάπη μας για τη μητέρα, το γείτονα ή το συνάνθρωπο μας. Οι ασθενείς με άνοια μπορούν να ζήσουν μέσα σε αγάπη και φροντίδα, όλοι μπορούμε. Όπως ζει και η μητέρα μου».
https://www.youtube.com/watch?v=4NFErawjfNg