Την απόλυτη αντίθεση με αυτό που εμφάνιζε ως οικογενειακή ζωή στη δημοφιλή σειρά της η Ροζάν Μπαρ ζούσε η δική της οικογένεια, όπως αποκαλύπτει μέσα από την αυτοβιογραφία της η κόρη της Τζένι Πέντλαντ.
Σε απόσπασμα του βιβλίου με τίτλο «This Will Be Funny Later», η 45χρονη Πέντλαντ αποκαλύπτει ότι η τηλεοπτική σειρά ήταν πράγματι βασισμένη στη μητέρα της, στον πατέρα της, στην ίδια και στα αδέρφια της.
Ωστόσο, η επαγγελματική εκτόξευση της μητέρας της έκανε την πραγματικότητα της οικογένειας να μετατρέπεται σε δράμα με απιστία, διαζύγιο, πολλούς γάμους, προβληματικά παιδιά και μια εξώγαμη κόρη που δόθηκε για υιοθεσία. Ενώ η Ροζάν στη σειρά παρέμενε με τον ίδιο άντρα, στην πραγματική ζωή χώρισε με τον Μπιλ το 1990, έπειτα από 16 χρόνια γάμου, εξαιτίας της σχέσης της με τον κωμικό Τομ Αρντολντ, τον οποίο τελικά παντρεύτηκε την ίδια χρονιά. Και αυτός ο γάμος οδηγήθηκε σε διαζύγιο το 1994, με τη Ροζάν να παντρεύεται την επόμενη χρονιά τον Μπεν Τόμας, έως το 2000. Μαζί του απέκτησε έναν γιο, τον Μπακ.
Εκτός από αυτόν και τα τρία παιδιά από τον πρώτο της γάμο, η ηθοποιός είχε και μία κόρη, την Μπράντι Μπράουν, που γεννήθηκε πριν από τον πρώτο της γάμο και δόθηκε για υιοθεσία. Οταν το περιοδικό «National Enquirer» ανακάλυψε την ύπαρξη αυτού του παιδιού, η Μπαρ προσέλαβε ιδιωτικό ντετέκτιβ για να βρει την Μπράντι και να την πάει κοντά της.
Η Πέντλαντ, πέρα από την πολυτάραχη ερωτική ζωή της μητέρας της, ξεδιπλώνει και τον αντίκτυπο που είχε αυτή αλλά και η μεγάλη δημοσιότητα στην ίδια και τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Τζέσικα, οι οποίες έκαναν την επανάστασή τους στην εφηβεία μπλέκοντας με ναρκωτικά, αιρέσεις, ενώ χρειάστηκε η νοσηλεία τους και σε ψυχιατρικά ιδρύματα.
Θέλοντας να δείξει τη διαφορά αυτών που προβάλλονταν στη σειρά σε σύγκριση με τη δική τους ζωή, γράφει χαρακτηριστικά: «Η Μπέκι και η Νταρλίν (τα τηλεοπτικά παιδιά της Μπαρ) δεν έπασχαν από μετατραυματικό σύνδρομο ή ψυχικές νόσους ούτε είχαν μπει σε αιρέσεις ή πέρασαν πάνω από χρόνο σε ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές. Ηταν οι λεπτές βερσιόν μας, χωρίς μπλεγμένες ιστορίες».