Το γαλλικό τραγούδι «Voyage, voyage», που έκανε διεθνή επιτυχία στα τέλη των 80s, επέλεξε η Ειρήνη Νικολοπούλου για να «ντύσει» μουσικά ένα βίντεο που φιγουράρει στο προσωπικό της site και περιλαμβάνει στιγμιότυπα από τις συνεντεύξεις της με μύθους της πολιτικής και αστέρες του Χόλιγουντ.
- Από τον
Ηλία Μαραβέγια
Η επιλογή δεν έγινε τυχαία, αφού η ίδια έχει ταξιδέψει πολύ για τις ανάγκες του επαγγέλματός της, φτάνοντας μέχρι το Πακιστάν, τη Χαβάη και την Κίνα… Στις εξομολογήσεις της στη σημερινή «Espresso» η γνωστή δημοσιογράφος μάς μιλάει για τα ταξίδια της ζωής της…
Τι εικόνες έρχονται πρώτες στο μυαλό σου από τα παιδικά σου χρόνια στον Πειραιά;
Εικόνες με παιχνίδι μέχρι… τελικής πτώσεως! Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην οδό Μουσών και ήξερα κάθε σπίτι, κάθε οικογένεια, κάθε παιδί στη γειτονιά μου. Βγαίναμε όλα τα παιδιά και παίζαμε στον δρόμο τα μήλα και άλλα παιχνίδια της εποχής. Είναι πολύ ζεστές και όμορφες αυτές οι αναμνήσεις, γιατί αισθανόμουν μεγάλη ελευθερία τότε.
Ασχολήθηκες με το θέατρο και το τραγούδι στα μαθητικά και φοιτητικά σου χρόνια. Γιατί δεν το κυνήγησες επαγγελματικά; Είχες αντιδράσεις από τους γονείς σου;
Καμία αντίδραση! Γενικά, μεγάλωσα σε μια οικογένεια που ήταν, θα έλεγα, φιλοπρόοδη. Επρόκειτο καθαρά για δική μου απόφαση, που πήρα στο τρίτο έτος της Νομικής, όταν κάθισα και σκέφτηκα τι ήθελα να κάνω και είχα ένα πιο… σοβαροφανές όραμα: να γίνω διερμηνέας, διότι μου άρεσαν οι ξένες γλώσσες. Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή που πήγα σχολείο ήμουν και ηθοποιός. Στην πρώτη δημοτικού έπαιξα τον πρώτο μου ρόλο, τον Σκρουτζ. Έπειτα έκανα τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Καραΐσκάκη, γιατί φοιτούσα σε θηλέων και παίρναμε τα κορίτσια και τους αντρικούς ρόλους. Στο πανεπιστήμιο έπαιξα στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ. Όταν άρχισα τις σπουδές μου, ήταν η βαθιά πολιτικοποιημένη εποχή μετά τη χούντα και επέλεγαν τέτοιου είδους έργα. Τα λέγανε στρατευμένη τέχνη.
Αφού ήθελες να γίνεις διερμηνέας, πώς κατέληξες στη δημοσιογραφία;
Η δημοσιογραφία με κέρδισε αμέσως γιατί μου άρεσε που μάθαινα συνεχώς κάτι καινούργιο. Αυτός ήταν ο πρώτος και κύριος λόγος που την αγάπησα. Ο δεύτερος ήταν ότι βρισκόμουν σε μια συνεχή κίνηση, κάτι που ως υπερκινητικό άτομο έβρισκα επίσης ευχάριστο. Ο τρίτος λόγος ήταν πως είχε ταξίδια! Ταξίδεψα πολύ με τη δημοσιογραφία, έφτασα μέχρι τις Φιλιππίνες, τη Χαβάη, το Πακιστάν, το Ιράκ, το Λος Αντζελες. Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, νιώθω ότι ως τηλεοπτική δημοσιογράφος συνδύασα στο αντικείμενό μου και την ηθοποιία. Δεν μπορείς να είσαι στην τηλεόραση και να είσαι… στεγνός. Χρειάζεται θεατρικότητα, να ξέρεις ορθοφωνία, να έχεις καλή άρθρωση. Εγώ τα είχα μάθει ήδη όλα αυτά από το θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έκανες για χρόνια δελτίο ειδήσεων. Είναι αλήθεια πως οι γονείς σου έμαθαν γι’ αυτό από… την τηλεόραση;
Ναι, οι γονείς με είδαν στην τηλεόραση, γιατί δεν φαντάζονταν ούτε πίστευαν ούτε περίμεναν ότι θα άφηνα μια δουλειά με τα τετραπλάσια χρήματα, που είχα τότε, για να γίνω δημοσιογράφος. Όμως από τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση και κατάλαβαν ότι αυτό μου ταίριαζε, δεν υπήρξε πάλι καμία αντίρρηση. Πράγματι, με είδαν στις 31/12/1982 στον «αέρα». Ξεκίνησα παραμονή Πρωτοχρονιάς με την ανασκόπηση των γεγονότων του έτους, δίπλα στον Κώστα Χαρδαβέλλα και τον Γιάννη Δημαρά.
Τι δουλειά έκανες τότε και την άφησες;
Ήμουν ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας! (γέλια) Καμία σχέση δηλαδή με μένα! Απλά είχα πάρει τη θέση λόγω καλής γνώσης ξένων γλωσσών. Δεν ήμουν όμως ποτέ καλή σε μαθηματικά και τριγωνομετρία, που αποτελούν προαπαιτούμενα για να ανεβάζεις και να κατεβάζεις αεροπλάνα. Όπως αντιλαμβάνεσαι, η καλλιτεχνική μου φύση δεν ταίριαζε σε έναν τόσο ορθολογιστικό χώρο.
Έχεις πάρει συνεντεύξεις από μεγάλες προσωπικότητες. Ποιες από αυτές θα έβαζες στο top-5 σου;
Τη συνέντευξή μου από τον Φρανσουά Μιτεράν, την Μπεναζίρ Μπούτο και τον Αντονι Κουίν, τον οποίο είχα πετύχει εντελώς τυχαία στον δρόμο, στο Λος Αντζελες. Θα έβαζα επίσης στις καλύτερές μου τη συνέντευξη του Αραφάτ, που έγινε κάτω από δύσκολες συνθήκες, με προτεταμένα όπλα, και αυτές του Μπεν Αφλεκ στη Χαβάη και του Ρόμπερτ ντε Νίρο στη Νέα Υόρκη. Σου έκανα top-6 τελικά!
Θυμάσαι κάποιο ευτράπελο από τις συνεντεύξεις αυτές;
Άπειρα. Θα σου πω όμως ένα χαριτωμένο που μου ήρθε τώρα στο μυαλό με τον Μπεν Αφλεκ. Τον συνάντησα στη Χαβάη με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας «Περλ Χάρμπορ». Για να την παρακολουθήσει ο κόσμος είχαν φτιάξει ένα υπαίθριο σινεμά πάνω σε ένα αμερικανικό αεροπλανοφόρο, δηλαδή εκεί όπου βρίσκονταν τα αεροπλανοφόρα και όταν είχε γίνει η επίθεση. Ήμουν, λοιπόν, στο κόκκινο χαλί με το λευκό κοστούμι μου και τα σοφιστικέ γυαλιά μου και ξαφνικά έρχεται ο Μπεν Αφλεκ, με αγκαλιάζει και μου δίνει κι ένα φιλί που… δεν περιγράφεται. Την προηγούμενη μέρα τού είχα πάρει συνέντευξη και προφανώς αισθάνθηκε χαλαρά μαζί μου. Έτσι, την ώρα που έφτασε, έκανε αυτό το πράγμα.
Έχεις κινδυνεύσει ποτέ στη διάρκεια ρεπορτάζ;
Είχα αισθανθεί τον κίνδυνο στην Κίνα, όταν είχα λάβει μέρος στην πρώτη αποστολή δημοσιογράφων απ’ όλο τον κόσμο που είχε γίνει στη χώρα το 1997, τότε που το κομουνιστικό καθεστώς άνοιγε τις… πόρτες του και γινόταν καπιταλιστικό. Βρισκόμασταν στην πόλη Ξιάν, όπου είναι ο περίφημος πήλινος στρατός, και παρότι οι Κινέζοι δεν μιλούσαν γρυ αγγλικά τότε, απομακρύνθηκα από τα άλλα μέλη της αποστολής. Μου είχαν πει ότι υπήρχε ένας μουσουλμανικός θύλακας στην πόλη και ως ρεπόρτερ που ήθελε να τα βρίσκει όλα πήρα ένα ταξί και πήγα να μάθω. Έλα όμως που κάποια στιγμή άρχισα να αισθάνομαι το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκα τελείως αφιλόξενο. Με κοιτούσαν πολύ περίεργα, έβλεπα μια δυσπιστία στα μάτια τους, σαν να σκέφτονταν: «Τώρα αυτή ήρθε να μας κατασκοπεύσει;» Ένιωσα τεράστιο φόβο. Έπαθα κρίση πανικού, αλλά κατάφερα να επανέλθω, αν και με δυσκολία. Βέβαια, είχε καλό τέλος όλο αυτό, καθώς βρέθηκα μετά με τους συναδέλφους μου σε ένα εστιατόριο, όπου φάγαμε τα won ton της ζωής μας.
Γιατί αποφάσισες να φύγεις από την τηλεόραση;
Ήταν πολύπλοκοι οι λόγοι που το έκανα, αλλά ευγνωμονώ τη στιγμή που έφυγα, γιατί έγινα ένας άνθρωπος πιο σύγχρονος. Θα παρέμενα μια παλιά δόξα της ελληνικής τηλεόρασης και δεν θα προχωρούσα στις νέες τεχνολογίες, δεν θα έφτιαχνα τα sites μου, δεν θα είχα κίνητρο για να κάνω κάτι άλλο.
Θα επέστρεφες σήμερα, αν σου γινόταν μια αξιόλογη πρόταση, ή αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει οριστικά για σένα;
Ποτέ δεν λέω ποτέ, αλλά δεν μου έχει κάνει «κλικ» κάτι διαφορετικό για να γυρίσω. Η τηλεόραση δεν μου λείπει καθόλου. Αν επέστρεφα, ωστόσο, θα ήθελα να είναι για κάτι που θα ένιωθα πως ταιριάζει στη φιλοσοφία μου για τη ζωή αυτή τη στιγμή. Μια φιλοσοφία που έχει αλλάξει πολύ, γιατί τότε έβλεπα μπροστά μου μόνο την επόμενη επιτυχία. Πλέον έχω εξοικειωθεί με το γεγονός ότι δεν θέλω να κυνηγώ την επιτυχία, αλλά την ίδια τη ζωή, για να χαίρεται η ψυχούλα μου.
Από τους ανθρώπους με τους οποίος συνεργάστηκες on camera με ποιον θεωρείς πως είχες την καλύτερη χημεία;
Με τη Λίζα Δουκακάρου. Είχαμε κάνει μαζί στο παλιό Mega το «Φρου Φρου», μια πρωινή εκπομπή, και είχαμε ταιριάξει πολύ.
Ποια έχεις καταγράψει ως την πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή σου και ποια ως την πιο δύσκολη;
Η πιο ευτυχισμένη ήταν η γέννηση της κόρης μου, της Ελενας. Η στιγμή που είδα ένα μουτράκι τόσο δα να βγαίνει μέσα από το σώμα μου και να έχει κάτι μεγάλα χειλάκια και πάρα πολλά μαλλιά, κάτι που εξηγούσε και τις καούρες που είχα στην εγκυμοσύνη μου. (γέλια) Τώρα, οι πιο δύσκολες στιγμές είναι αυτές που συνδέονται με τις απώλειες. Ημουν αυτή που πήρα στα χέρια μου και τους δυο γονείς μου την ώρα που έφυγαν. Και στις δυο περιπτώσεις ήμουν μόνη μου. Νομίζω πως αυτές ήταν οι δύο πιο δύσκολες στιγμές στη ζωή μου.
Από τα θέματα που ανεβάζεις στα sites σου, το Ειρηνικά και το Made in Greece, ποια τραβούν περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού;
Τα βασιλικά νέα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Το κοινό μου είναι 72% γυναίκες και αρέσουν τα θέματα αυτού του είδους, όπως και οι μοδάτες εμφανίσεις των διασημοτήτων.
Τι περισσεύει στην ελληνική τηλεόραση σήμερα;
Το κουτσομπολιό και η είδηση του τίποτα. Όταν «σκάει» ένα θέμα που απασχολεί τον κόσμο, όπως π.χ. οι υποθέσεις της Ρούλας Πισπιρίγκου και του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, παρατηρείται μια υπερβολή. Ξεχειλώνονται και γίνονται… Μπεν Χουρ οι ιστορίες που τραβάνε το ενδιαφέρον. Γίνονται σαν το όπιο του λαού. Για μένα η Ρούλα και ο Μπάμπης είναι το όπιο του λαού πλέον… Προσωπικά δεν θέλω να μπω στη διαδικασία υπερπαραγωγής ειδήσεων γύρω από ένα έγκλημα. Κάνει πάρα πολύ κακό σε όλους μας αυτό και κυρίως στην κοινή γνώμη…