Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για τον Μιχάλη Βιολάρη. Τον πρώτο Κύπριο σταρ ερμηνευτή, ο οποίος είναι και το σήμα κατατεθέν του λεγόμενου Νέου Κύματος. Και ποιο τραγούδι του να θυμηθείς και να μην είναι μεγάλη επιτυχία: Τα « Ασπρα καράβια», «Μαυρομαλλούσα κοπελιά», «Βάρκα χωρίς πανιά», «Το δελφινοκόριτσο», «Η βράκα», «Τα ριάλια», «Τι Λοζάνη, τι Κοζάνη» και πολλά ακόμα ακούγονται εδώ και μισό αιώνα, έχοντας ως σφραγίδα τη φωνή του σπουδαίου ερμηνευτή.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Κάνοντας έναν απολογισμό ζωής, ο 78χρονος ερμηνευτής από την Κύπρο, όπου βρίσκεται, θυμάται τα παιδικά του χρόνια, τις μεγάλες του επιτυχίες, αλλά και τις συνεργασίες του με τον Γιάννη Σπανό, την Καίτη Χωματά, τον Τόλη Βοσκόπουλο, αλλά και τη νεαρή τότε Αννα Βίσση, την οποία σε ηλικία 14 ετών πήρε κοντά του στις συναυλίες, δίνοντάς της το εισιτήριο για μια μεγάλη καριέρα!
Πού γεννηθήκατε, κύριε Βιολάρη;
Εδώ που βρίσκομαι τώρα είναι το χωριό μου, η Αγία Βαρβάρα Λευκωσίας. Θεωρείται χιλιομετρικά το κέντρο της Κύπρου. Εδώ λοιπόν γεννήθηκα, το 1944. Σε ηλικία έξι ετών είχα την τύχη να ζητήσουν τον πατέρα μου στην Ιερά Μητρόπολη Λάρνακας, όπου το 1949 είχε φύγει ο μακαριστός Κιτίου και ήρθε ο Μακάριος, ο οποίος ήθελε να λάβει μεγαλύτερες γνώσεις στη βυζαντινή μουσική. Κάλεσαν έτσι τον πατέρα μου να τον διδάξει για αρκετούς μήνες, ώστε να μάθει ο Μακάριος βυζαντινή μουσική. Ετσι λοιπόν μεταφερθήκαμε ως οικογένεια στη Λάρνακα. Και ήταν μεγάλη ευκαιρία για μένα, γιατί άρχισα στο Εθνικό Ωδείο Λάρνακας να διδάσκομαι από τον Μανώλη Καλομοίρη. Θυμάμαι ότι είχα γράψει κάποια τραγουδάκια και του τα έβαζα να τα ακούσει. Ποιος, εγώ, ένας μπόμπιρας, στον τεράστιο Μανώλη Καλομοίρη!
Οι γονείς σας τι δουλειά έκαναν;
Η μαμά οικιακά και ο πατέρας μου ψάλτης για πάρα πολλά χρόνια στον Αγιο Λάζαρο της Λάρνακας. Επαιζε και βιολί, ενώ ο παππούς μου έπαιζε λαούτο. Και μάλλον από εκεί κόλλησα το μικρόβιο της μουσικής!
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Σχεδόν όλο το χωριό ζούσε από τα σταφύλια και τις ελιές. Θυμάμαι τον πατέρα μου στην αυλή του σπιτιού, όπου είχε φτιάξει ένα καζάνι, έβαζε φωτιά και έβραζε τα σταφύλια για να βγάζει κρασί και ζιβανία της Κύπρου. Με το γαϊδουράκι πήγαινε και τα πουλούσε. Φτωχικά χρόνια, θα έλεγα, ότι ζήσαμε. Στο χωριό δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχαμε τηλέφωνο, άσφαλτο. Είχαμε όμως αγάπη ο ένας για τον άλλον. Στη Λάρνακα, αφού τελείωσα το γυμνάσιο, έφυγα για να σπουδάσω στη Φιλοσοφική. Θυμάμαι ότι εκείνα τα χρόνια τα επαγγέλματα όπως του τραγουδιστή και του ηθοποιού και οτιδήποτε άλλο καλλιτεχνικό ήταν αποκρουστικά. Δεν τα είχαν σε υπόληψη. Σκεφτείτε πως το 1970, όταν η Βίκυ Μοσχολιού ήθελε να κάνει μια σειρά συναυλιών στην Κύπρο, δεν είχε ντράμερ. Ψάχναμε λοιπόν για μέρες σε όλη την Κύπρο για να βρούμε ντράμερ. Και τον βρήκαμε από ένα καμπαρέ στη Λάρνακα. Τόσο υποτιμητικά τα είχαν αυτά τα επαγγέλματα. Ηταν πολύ δύσκολα τα πράγματα.
Οταν ήρθατε στην Αθήνα, έχετε πει ότι μένατε σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο…
Ετσι είναι. Οταν πρωτόρθα, έμενα σε μια πολύ παλιά κατοικία, στην οδό Βαλτετσίου 46. Σήμερα εκεί υπάρχει ένα σινεμά. Σε αυτό το δωματιάκι λοιπόν όπου έμενα ήμουν χωρίς ρεύμα και χωρίς μπάνιο. Αλλά το νοίκιασα με έναν συμφοιτητή μου γιατί ήταν πολύ φθηνό. Κάναμε μπάνιο μία φορά την εβδομάδα στη λέσχη, στην οδό Ιπποκράτους, πληρώνοντας 2 δραχμές εκείνη την εποχή. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το ζεστό νερό που άνοιγα τη βρύση και έτρεχε πάνω μου κάθε Σάββατο. Συνυφασμένο με όλες τις δυσκολίες της εποχής εκείνης. Από το 1962 έως το 1965 ήταν για μένα μια εποχή γεμάτη με νέα ακούσματα. Ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου το «Αξιον Εστί» του Μίκη, όταν είχα πρωτοπάει να τον δω στην παράσταση. Την ίδια εποχή, παράλληλα, ακούγαμε παντού στους δρόμους δύο κορυφαία τραγούδια, το «Απονη ζωή» και το «Φτωχολογιά». Δύο τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου, που μετά μάθαμε το όνομά του, γιατί κι εκείνος ήταν πολύ νέος όταν ξεκίνησε. Με τα ακούσματα αυτά λοιπόν που είχα στα αυτιά μου είπα πως, αν ασχοληθώ με τη μουσική, θα ακολουθήσω τέτοιο δρόμο. Γιατί είχαν φέρει σε μένα και στα αυτιά μου μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο σκέψης μου. Ετσι, το 1965 έγραψα το «Χαλάλι σου», το οποίο έτυχε να γίνει πολύ γνωστό και να δώσω κι εγώ το στίγμα μου δειλά δειλά μέσα από τις μπουάτ όπου άρχισα να δουλεύω το 1967.
Πρέπει να πούμε ότι θεωρείστε ο πρώτος σταρ τραγουδιστής της Κύπρου…
Δεν μπορώ να πω τη λέξη «σταρ», γιατί εμείς δεν γνωρίσαμε αυτό το λεγόμενο σταρ σύστεμ που ονομάζουμε σήμερα. Ξεκινώντας στις μπουάτ με ονόματα όπως ο Γιάννης Σπανός, ο Λάκης Παππάς, η Καίτη Χωματά, η Ρένα Κουμιώτη, η Πόπη Αστεριάδη, δεν σκεφτόμασταν πού θα μπει το όνομά μας και ποιος είναι καλύτερος από τον άλλον. Ο χώρος και η αξία κάθε ονόματος κερδίζονται. Δεν τα επιβάλλεις. Θεωρώ ότι έκανα μια καλή πορεία στον χώρο του τραγουδιού. Ο κόσμος κρίνει και αυτός είναι ο τελικός κριτής. Σιωπηρά προσπάθησα να πορευτώ στον χώρο του τραγουδιού. Γύρισα σχεδόν όλο τον κόσμο, όπου υπάρχει απόδημος Ελληνισμός. Και είμαι απόλυτα ικανοποιημένος από την πορεία μου. Δεν αποζητώ τίποτε άλλο!
Από αυτούς με τους οποίους συνεργαστήκατε ποιον αγαπήσατε περισσότερο;
Η ομάδα μας ήταν πάρα πολύ ωραία εκείνα τα χρόνια. Ταιριάζαμε και στις απόψεις μας. Κάναμε πολλή παρέα με τον Λάκη Παππά, την Καίτη Χωματά, τη Ρένα Κουμιώτη, την Πόπη Αστεριάδη. Από την άλλη πλευρά, είχαμε τον Γιάννη Σπανό και τον Γιώργο Κριμιζάκη, τη Σώτια Τσώτου, οι οποίοι έγραψαν τρομερά τραγούδια.
Ποιος θάνατος σας στοίχισε περισσότερο από αυτούς που βιώσατε με τους συνεργάτες σας;
Η απώλεια της Καίτης Χωματά στοίχισε και συγκλόνισε όλη την παρέα. Επίσης και ο θάνατος του Λάκη Παππά μάς στοίχισε τρομερά. Δουλέψαμε πάρα πολλά χρόνια μαζί, κάναμε ταξίδια, βγαίναμε έξω. Ημασταν όλοι μια οικογένεια!
Υπήρξαν τραγούδια που ερμηνεύσατε και κατόπιν μετανιώσατε που τα είπατε;
Στην αρχή της καριέρας σου η δισκογραφική εταιρία σού επιβάλλει κάποια πράγματα, για τα οποία, αν και συνεσταλμένα γνώριζα ότι δεν μου ταιριάζουν, έλεγα: «Θα τα πω γιατί πρέπει». Ευτυχώς για εμάς ο διευθυντής της εταιρίας, ο Πατσιφάς, ήταν πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, με αποτέλεσμα να μην έχουμε πολλές περιπτώσεις τραγουδιών που ντρεπόμασταν να ερμηνεύσουμε.
Οταν σας αναφέρουν το όνομα του Τόλη Βοσκόπουλου, τι σας έρχεται στο μυαλό;
Είχαμε μια πάρα πολύ ωραία συνεργασία στον κινηματογράφο. Οσες φορές μάς δινόταν η ευκαιρία, τα λέγαμε. Τα τελευταία χρόνια είχαμε βρεθεί στο νυχτερινό κέντρο όπου εργαζόταν πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Με είχε καλέσει ένα βράδυ και πήγα. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά που έκανε όταν με είδε. Εκείνο το βράδυ λοιπόν είπε τραγούδια που είχα να ακούσω από την εποχή που είχαμε συνεργαστεί. Μου τα αφιέρωσε και ένιωσα τόση περηφάνια, όσο τίποτε άλλο στη ζωή μου. Ο Τόλης ήταν ανέκαθεν μια ψυχούλα πολύ ευαίσθητη, γεμάτος καλοσύνη. Επειτα όμως από κάποια γεγονότα στη ζωή του αναγκάστηκε να περιχαρακωθεί γύρω από τον εαυτό του και να προσέχει πολύ. Γιατί, πράγματι, η μεγάλη ευαισθησία πολλές φορές κάνει και μεγάλη ζημιά. Ηταν πλέον πιο ώριμος, αλλά γεμάτος αγάπη.
Το 1977 βρεθήκατε μαζί με την Αννα Βίσση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τελικά, εσείς είστε ο πνευματικός της πατέρας στη μουσική;
Δεν μπορώ να το πω αυτό. Απλώς το 1971, όταν ξεκίνησα τις συναυλίες μου στην Κύπρο με παρουσιαστή τον Κώστα Βενετσάνο, στις πρόβες ήρθε η μαμά Βίσση και μου λέει: «Κύριε Μιχάλη, έχω μια κόρη 14 ετών, ταλέντο. Θα μπορούσες να την ακούσεις;» Πράγματι, πήγε ο πατέρας μου με το ποδήλατο στο σπίτι τους και την έφερε να την ακούσουμε. Ηταν όντως πολύ μεγάλο ταλέντο, με φανταστική φωνή. Πιστεύω πως, όποιες αντιξοότητες και να αντιμετώπιζε στη ζωή της, η Αννα Βίσση θα γινόταν μεγάλο αστέρι. Κάναμε λοιπόν 22 συναυλίες στην Κύπρο, όπου τραγουδήσαμε και ντουέτα μαζί επί σκηνής. Και κάπως έτσι η Αννα έγινε αυτή η σπουδαία ερμηνεύτρια που ακούμε σήμερα και είμαστε περήφανοι!
Βιολάρης ίσον «Τα ριάλια». Εχετε ερμηνεύσει τρομερά τραγούδια στην καριέρα σας. Σας πληγώνει που σας έχουν ταυτίσει τόσο πολύ με αυτό το τραγούδι;
Είχα ήδη αρχίσει να γράφω από το 1965 τραγούδια, κυρίως με κυπριακή προφορά και λεξιλόγιο. Σιγά σιγά τα τραγούδια αυτά έφυγαν από τις μπουάτ και ένας ευγενικός φοιτητόκοσμος τα αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Το 1971, παράλληλα με τη συνάντησή μου με τον Οδυσσέα Ελύτη, ο Πατσιφάς έπρεπε να κάνει έναν διαφορετικό δίσκο, πιο ελαφρύ. Σκέφτηκα λοιπόν να κάνω τη διασκευή των δύο τραγουδιών που μου έδωσαν τη μεγαλύτερη δημοτικότητα. Το ένα από αυτά ήταν τα «Ριάλια». Ηταν ένα παραδοσιακό τραγούδι που το ακούγαμε στην Κύπρο από πολύ παλιά, με μια βαριά προφορά. Είχαμε λοιπόν την ιδέα με τον Γιώργο Κριμιζάκη να του δώσουμε μια πιο χαλαρή μορφή, για να μπορεί να ακούγεται ευχάριστα και να είναι πιο κατανοητό στον κόσμο. Οταν κυκλοφόρησε ο δίσκος αυτός, άρχισε να ακούγεται σε όλα τα μαγαζιά. Ολοι έψαχναν λοιπόν τότε να βρουν αυτόν που έγραψε το τραγούδι «Τα ριάλια», που κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα, όμως κατά έναν περίεργο τρόπο άρεσε σε όλους. Ετσι τα «Ριάλια» ήταν το διαβατήριό μου για να μάθουν εμένα, αλλά και τα υπόλοιπα τραγούδια που έγραψα!