Ο Μάκης Κωστίνης είναι ένας από τους ηθοποιούς που γνώριζαν πιο καλά απ’ όλους όσα γίνονταν στα παρασκήνια των θεάτρων ή στα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά πλατό. Οι δημοσιογράφοι, αν θέλουν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν μια είδηση, μιλούν πρώτα… μαζί του και μετά με τους ενδιαφερομένους.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Σε μια κατάθεση ψυχής σήμερα στην «Espresso» ο ίδιος μιλάει για την απίστευτη φτώχεια που έζησε από τα παιδικά του χρόνια, για τα πάθη και τους έρωτες των μεγάλων ηθοποιών και τα κρυμμένα μυστικά τους…
Αν και είστε τόσα χρόνια στα καλλιτεχνικά δρώμενα, λίγα γνωρίζουμε για την προσωπική σας ζωή. Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στο Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας το 1952. Εκεί βγάζουμε τα καλύτερα αβγοτάραχα, χέλια και τσιπούρες. Ο τόπος μου είναι ευλογημένος με όλα τα αγαθά του Θεού.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Δύσκολα και πολύ φτωχικά. Ημασταν πέντε αδέρφια στην οικογένεια. Ο πατέρας μου εργαζόταν στη Χωροφυλακή της εποχής εκείνης. Οταν τέλειωσε από εκείνη τη δουλειά, έπιασε σε άλλη εργασία και για εβδομάδες έλειπε από το σπίτι για να φέρει χρήματα να μας μεγαλώσει. Μεγάλη ταλαιπωρία πέρασε ο άνθρωπος. Εγώ από μικρός πήγαινα και πουλούσα λαχεία μαζί με έναν φίλο για να βγάλουμε κάνα μεροκάματο, να ζήσει όλη η οικογένεια. Εκανα πολλές δουλειές. Πήγαινα και έκοβα πορτοκάλια και τα πουλούσα, έκοβα σύκα για να μαζέψω 15 δραχμές για να πάω εκδρομή. Δεν είχαμε τίποτα εκείνα τα χρόνια. Και επειδή πέρασα πολύ μεγάλες φτώχειες ως νέος, τώρα προσπαθώ να βοηθάω όσο μπορώ φτωχούς και πεινασμένους. Το θεωρώ χρέος μου, για να μη ζήσει άλλος άνθρωπος ό,τι ζήσαμε εμείς εκείνες τις εποχές.
Μου μιλάτε για φτώχεια. Μέχρι ποιο σημείο είχατε φτάσει;
Βλέπεις τώρα να σκίζουν τα τζιν παντελόνια. Εκείνη την εποχή εγώ φορούσα παντελόνια γεμάτα μπαλώματα και ντρεπόμουν να σηκωθώ από το θρανίο του σχολείου να πω μάθημα από τα πολλά μπαλώματα! Παπούτσια παίρναμε μόνο τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα. Και όταν χαλούσαν, βάζαμε πεταλάκια μπροστά για να μη βγαίνουν τα δάχτυλά μας έξω. Θυμάμαι που πηγαίναμε στην εκκλησία και παίρναμε ρούχα που μας έστελνε η αμερικανική βοήθεια για να μπορέσουμε να ντυθούμε τον χειμώνα. Το απωθημένο μου όμως ήταν άλλο: Κάθε μέρα περνούσε από το σχολείο ένας που πουλούσε σάμαλι. Εγώ δεν είχα χρήματα για να πάρω. Περίμενα λοιπόν να τελειώσει το σάμαλι που έπαιρναν τα άλλα παιδιά και πήγαινα κι έπαιρνα τα τρίμματα για να το γευτώ. Κάποια Χριστούγεννα, πιτσιρίκι εγώ, ο πατέρας μας είχε αγοράσει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο, επειδή δεν είχε να το πληρώσει, ήρθε ο έμπορος στο σπίτι, το ξεστόλισε και μας το πήρε πίσω. Είναι κάποιες εικόνες που δεν μου φεύγουν από τον νου.
Πώς μπήκε το «μικρόβιο» της υποκριτικής τέχνης μέσα σας;
Από έναν κινηματογράφο που έπαιζε στην περιοχή. Εγώ έφυγα από το χωριό μου σε ηλικία 15 ετών. Οταν ήρθα στην Αθήνα, έμεινα στην οδό Αλαμάνας, σε ένα δίπατο σπίτι, με πολλά δωμάτια πάνω και κάτω και μια κοινή τουαλέτα για όλους. Για να μπορώ να πληρώνω το δωμάτιο, δούλευα φτυάρι και κασμά. Και επειδή ήμουν πολύ καλός, έπαιρνα 3.500 δραχμές μηνιάτικο. Οσα έπαιρνε ένας δημόσιος υπάλληλος εκείνα τα χρόνια. Εχω δουλέψει πολύ στη ζωή μου. Μα πάρα πολύ! Στην πορεία γνώρισα τον Σπύρο Καλογήρου και μπήκα στο επάγγελμα του ηθοποιού. Ημουν από τους πρώτους Ελληνες που έκαναν μιμήσεις, το 1974!
Πώς ξεκινήσατε την καριέρα σας;
Πήγαινα να σπουδάσω στη σχολή ψυκτικών μηχανημάτων. Δεν καταλάβαινα όμως τα μαθηματικά και έτσι την παράτησα και άρχισα να ζωγραφίζω με το μολύβι Ελληνες καλλιτέχνες επειδή έπιαναν τα χέρια μου. Μου λέει λοιπόν ένας φίλος: «Ελα να με δεις στο θέατρο Αλάμπρα, όπου έκαναν εκείνη την εποχή διαγωνισμούς ταλέντων. Πηγαίνω και ξαφνικά έτυχε την ίδια μέρα να μην πάει ο Χάρρυ Κλυνν που ήταν προσκεκλημένος στην παράσταση. Ο φίλος μιλάει στον θεατρώνη για μένα ότι είμαι καλός μίμος, ανεβαίνω στη σκηνή και γίνεται χαμός από χειροκροτήματα. Ανάμεσα στους θεατές είναι και ένας δημοσιογράφος από τη «Βραδυνή», ο οποίος με καλεί σε μια δεξίωση. Ο ένας με τον άλλον μίλησαν για το ταλέντο μου και άρχισα να πηγαίνω από θέατρο σε θέατρο κάνοντας μιμήσεις, με τον κόσμο να με αποθεώνει. Εφτασαν στο σημείο να με αποθεώσουν εκείνη την εποχή ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Ντέμης Ρούσσος, που ήταν μαζί στο συγκρότημα. Στις αρχές της καριέρας μου βγήκα ως εξαιρετικό ταλέντο με τον Τάκη Μηλιάδη. Στο θέατρο ξεκίνησα το 1980.
Ολα τα επαγγέλματα τα κάνατε για βιοπορισμό;
Με ό,τι και αν καταπιάστηκα το αγάπησα. Στα θέατρα, έλεγα του Βέγγου, του Ηλιόπουλου, του Φωτόπουλου να βγάζουμε φωτογραφίες και πήγαινα και τις έδινα σε περιοδικά και εφημερίδες.
Ποιος από όλα τα ιερά τέρατα με τα οποία συνεργαστήκατε σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Απίθανος ήταν ο Θανάσης Βέγγος, με τον οποίο μοιραζόμασταν το ίδιο καμαρίνι στο Δελφινάριο. Λάτρευε την καθαριότητα, όπως κι εγώ. Ηταν παθιασμένος με αυτό. Επίσης ο Καλογήρου ήταν άψογος ως επαγγελματίας. Ερχόταν στο θέατρο ή στο γύρισμα μια ώρα πριν από την έναρξη. Αλλος μοναδικός ήταν ο Αλεξανδράκης. Δεν θα ξεχάσω που όλες οι γυναίκες τού την έπεφταν. Μεγάλα ονόματα του θεάτρου ήταν ερωτευμένες μαζί του. Τα έζησα κι εγώ. Εντύπωση μου είχε κάνει ότι δεν μπορούσαν να μάθουν εύκολα τα λόγια τους ο Μουστάκας, ο Παράβας και ο Χατζηχρήστος. Περνούσαν πολύ δύσκολα μέχρι να τελειώσει ένα κινηματογραφικό έργο ή μια θεατρική παράσταση. Γι’ αυτό και έβαζαν πάρα πολλές δικές τους προσθήκες. Αυτοσχεδίαζαν. Επίσης, κύριος ήταν και ο Γιώργος Κωνσταντίνος. Κάναμε την ταινία «The Kopanoi» και περάσαμε τέλεια. Ο Καλογήρου μού έλεγε: «Είσαι καλός ηθοποιός, αλλά είσαι και τρελός». Τις εποχές εκείνες, όταν δίναμε αυτόγραφα, είχε αξία το αυτόγραφο!
Με τον Στάθη Ψάλτη υπήρξατε πολύ φίλος…
Η πρώτη ταινία που έκανα ήταν με τον Στάθη, το «Μάντεψε τι κάνω τα βράδια». Εκοψε σε μια βδομάδα 250.000 εισιτήρια. Και επειδή τον ήξερα από τα πρώτα του βήματα, θα σου πω ότι, όταν βάφτισε την κόρη του, δεν είχε χρήματα να πάρει ούτε τις φωτογραφίες από τη βάφτιση. Ηταν πολύ δοτικός ως άνθρωπος και έκανε αγαθοεργίες. Δεν θα ξεχάσω που έξω από το Μινώα μαζεύονταν κάποιοι ναρκομανείς για να τους δώσει χρήματα. Και ο Στάθης τούς έδινε απλόχερα. Ενα βράδυ λοιπόν, καθώς έφευγε ο Στάθης, ένας ληστής με μαχαίρι πήγε και του το έβαλε στον λαιμό. Ξέρεις τι έγινε; Πήγαν οι ναρκομανείς που βοηθούσε και σάπισαν τον ληστή στο ξύλο κι έτσι σώθηκε ο Στάθης. Το ελάττωμά του ήταν μόνο ένα: Οταν ερωτευόταν, δεν ήξερε ούτε φίλους ούτε οικογένεια ούτε τίποτα. Δοσμένος στην αγαπημένη του. Δυστυχώς όλα τα χρήματά του ο Στάθης τα έχασε στο καζίνο. Θυμάμαι με τα capital controls ζήτησε από έναν φίλο του να βγάλει από την τράπεζα 30.000 ευρώ δανεικά. Πήγε και τα έπαιξε όλα στο καζίνο κι έγιναν αέρας. Ο,τι ακίνητο είχε είναι κατασχεμένο από τις τράπεζες. Τελευταία χρωστούσε παντού. Γι’ αυτό και έχει γίνει αποποίηση κληρονομιάς. Λυπηρό για έναν τέτοιο ηθοποιό, που δούλεψε πάρα πολύ στη ζωή του!
Ο Κώστας Χατζηχρήστος;
Υπέροχος ως άνθρωπος και μέγας κωμικός. Δυστυχώς, είχε πάθος με το ποτό. Το άσχημο ήταν ότι πολλές φορές ερχόταν στην παράσταση ενώ είχε πιει. Η Βούλα ήταν το στήριγμά του μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Ηταν και θα μείνει στις καρδιές μας ως ένας χρυσός ηθοποιός!