Ήταν το μακρινό 2004, όταν ο καρκίνος «επισκέφτηκε» πρώτη φορά τον Κωνσταντίνο Τζούμα.
«Είδα τους Ολυμπιακούς από τον Ευαγγελισμό με τον ορό στη φλέβα μέσα, κάνοντας χημειοθεραπεία. Ξεκίνησα μέσα Ιουλίου και πήγε μέχρι αρχές Δεκεμβρίου. Και μετά το ξέχασα. Ηταν σαν όνειρο. Δεν ήταν το καλύτερο, αλλά όχι και το χειρότερο, γιατί μου προέκυψε ένα είδος ξανακοιτάγματος της ζωής» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Φέτος, 18 χρόνια μετά, η αρρώστια «χτύπησε» και πάλι τον εμβληματικό καλλιτέχνη, που άφησε το αποτύπωμά του στο σινεμά, στο ραδιόφωνο, στο θέατρο και στην τηλεόραση. Μόνο που τούτη τη φορά το «χτύπημα» αποδείχτηκε μοιραίο, ρίχνοντας τίτλους τέλους στη μυθιστορηματική ζωή του. Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Τζούμα είναι σαν η Αθήνα να έχασε την «ψυχή» της.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας ήταν μόνος του μια ολόκληρη εποχή. Η είδηση του θανάτου του στα 78 του χρόνια έγινε γνωστή το πρωί του Σαββάτου, σκορπίζοντας τη θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο και όχι μόνο. Ως ηθοποιός, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός είχε μεγάλο κοινό, πολλούς θαυμαστές, αλλά και φίλους, όπως ο Λάκης Γαβαλάς, ο οποίος ήταν γείτονάς του στο Κολωνάκι και δεν έκρυψε τη στενοχώρια του για τον χαμό του. «Αγαπημένε μου γείτονα, καλέ μου, ποιοτικέ άνθρωπε. Εκεί που θα πας θα μάθεις από κοντά για προφητείες, αρρώστιες κ.ά., αλλά εγώ προσωπικά θα ήθελα να ξέρω ποια θα είναι η αντικατάστασή σου… Καλό παράδεισο, θα μου λείψεις» έγραψε στο Instagram.
Γεννημένος το 1944 στον Πειραιά από αστική οικογένεια, ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι, δείχνοντας… έφεση στο πινγκ πονγκ, στο μπιλιάρδο και στο rock n’ roll, αλλά και στην κλασική λογοτεχνία. Στα 15 του έχασε τη μητέρα του, γεγονός που τον στιγμάτισε, παίζοντας καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Μόλις ενηλικιώθηκε, σπούδασε στη δραματική σχολή Θεοδοσιάδη, ενώ ασχολήθηκε και με τον χορό, φοιτώντας στη σχολή της Ζουζούς Νικολούδη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη με σκοπό να γίνει χορευτής. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα με κορυφαίους χορογράφους, αλλά τελικά προτίμησε να ζήσει τη μαγεία της Νέας Υόρκης, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, συλλέγοντας καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) εμπειρίες.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1975, έπαιξε, μεταξύ άλλων, σε ταινίες της γενιάς του που άφησαν εποχή: «Γλυκιά συμμορία», «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων», «Οι Απέναντι», «Ρεμπέτικο». Επαιξε επίσης στο «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη ως συμπρωταγωνιστής με τον Λευτέρη Βογιατζή, ενώ η κινηματογραφική του καριέρα ολοκληρώθηκε το 2017 με την ταινία «Γυναίκες που περάσατε από δω» του Σταύρου Τσιώλη.
Στο θέατρο, ξεκινώντας με το «Περιμένοντας τον Γκοντό», ακολούθησαν επιτυχίες όπως «Φαύστα», «Αι δύο ορφαναί», «La Nonna», «Ενα καινούργιο κόκκινο» και «Επικίνδυνες μαγειρικές».
Το ευρύ τηλεοπτικό κοινό τον έμαθε μέσα από ρόλους guest στις κωμικές σειρές «Οι Απαράδεκτοι», «Οι Τρεις Χάριτες», «Οι Μεν και οι Δεν». Όσο για τη νεότερη γενιά, τον αγάπησε μέσα από τη δημοφιλή πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή «Café Society», που έκανε επί σειρά ετών στον σταθμό En Lefko, αλλά και από τις εμφανίσεις του σε πάρτι, όπου ξεχώριζε πάντοτε η ψηλόλιγνη φιγούρα του, με το μπλαζέ ύφος και το φουλάρι στον λαιμό, ένα αξεσουάρ που θεωρείτο σήμα κατατεθέν του και ανέμιζε όταν διέσχιζε τους δρόμους της Αθήνας.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας έγραψε τρία βιβλία με αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα «Ως εκ θαύματος» (2008), «Complete Unknown» (2009) και «Πανωλεθρίαμβος» (2010). Ο ίδιος, ωστόσο, είχε πάντα και έναν ιδιαίτερα καυστικό τρόπο να σχολιάζει την επικαιρότητα, γι’ αυτό και ήταν περιζήτητος για συνεντεύξεις, ενώ συχνά κάποιες δηλώσεις του ξεσήκωναν αντιδράσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μάλλον άστοχη -προ μηνών- τοποθέτησή του για τις γυναικοκτονίες.
«Πιστεύω ότι οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα οφείλονται σε έναν βαθμό στη φλυαρία των γυναικών. Μιλάνε ακατάπαυστα. Θα μου πεις τώρα, δεν μπορεί να γενικεύεις. Είναι αφόρητο πάντως» είχε πει, ξεκαθαρίζοντας -μετά τις αντιδράσεις- πως έκανε χιούμορ. «Μαύρο χιούμορ, έκανα μαύρο χιούμορ, όπως κάνω σε όλες τις περιπτώσεις. Είναι δυνατόν; Πρέπει να ξέρεις πολύ λίγο τον Τζούμα… Το τελευταίο που θα περνούσε στο μυαλό κανενός για μένα είναι ότι είμαι μισογύνης» είχε πει.
Η αλήθεια είναι πως ο εμβληματικός καλλιτέχνης ποθούσε το γυναικείο φύλο και έζησε μια ταραχώδη προσωπική ζωή, περιτριγυρισμένος από θηλυκά. Φαίνεται, ωστόσο, πως τον… έπνιγε η δέσμευση. Ετσι, ο μοναδικός γάμος του ήταν από συμφέρον, το 1971, όταν παντρεύτηκε στη Νέα Υόρκη την Ιζαμπέλ Γουόρντ, κόρη επιφανούς επιστήμονα, προκειμένου να εξασφαλίσει την πολυπόθητη άδεια παραμονής (πράσινη κάρτα) στις ΗΠΑ. Ενας γάμος που κράτησε μόλις 3,5 χρόνια.
Πάντως, ούτε στο ενδεχόμενο να γίνει πατέρας υπήρξε ιδιαίτερα θετικός, ειδικά όταν ήταν νεότερος. «Έχω ζήσει πέντε ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες στη ζωή μου. Ηταν όλες με διάφορες τύπισσες που ήταν πιο ροκ από εμένα και που καμία τους δεν ήθελε να τα κρατήσει γιατί δεν ήθελαν να αναλάβουν τον ρόλο του γονιού. Η αλήθεια είναι ότι, αν είχα την οικονομική επιφάνεια του Μικ Τζάγκερ, δεν θα είχα καμία αντίρρηση να έχω πέντε παιδιά» είχε τονίσει σε τηλεοπτική συνέντευξή του πριν από χρόνια.