Η Τζούλια Νόβα μίλησε στο περιοδικό ΟΚ για τις πρώτες της μέρες στην Αθήνα, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μέχρι να προσαρμοστεί αλλά και την στιγμή που αισθάνθηκε ξένη.
Τι σε εντυπωσίασε όταν ήρθες στην Αθήνα;
Αυτό που ήθελα ήταν να είμαι με τη μαμά μου, οπότε ήμουν ευτυχισμένη. Δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Μου άρεσε πολύ εδώ. Θυμάμαι τις πρώτες μας βόλτες στην Πλάκα, πήγαμε στην Ακρόπολη και γύρω από τον ιερό λόφο. Τη λάτρεψα την Αθήνα. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι νεραντζιές σε κάθε πεζοδρόμιο – που τότε νόμιζα πως ήταν πορτοκαλιές. Επίσης σκεφτόμουν πως οι Έλληνες είναι ωραίος –εμφανισιακά– λαός και πολύ καλοσυνάτος.
Αντιμετώπισες δυσκολίες προσαρμογής;
Ναι, αλλά ξεπεράστηκαν γρήγορα. Αύγουστο ήρθα στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω ούτε μια λέξη ελληνικά και Σεπτέμβριο ξεκίνησα σε ελληνικό δημόσιο σχολείο. Για ένα διάστημα, προσπαθούσα να μαθαίνω όσα περισσότερα γινόταν. Ευτυχώς, γνώρισα ένα αγόρι, ο οποίος με βοήθησε πολύ να μάθω ελληνικά. Αφιέρωσε πολύ χρόνο να μου μάθει. «Αυτό είναι ένα δέντρο» μου έλεγε. «Πες το ξανά!». Έτσι έμαθα ελληνικά. Και στον πρώτο χρόνο μιλούσα σχεδόν τέλεια. Επίσης, μια παρέα κοριτσιών από το σχολείο με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Αυτά τα πέντε κορίτσια έρχονταν κάθε πρωί να με πάρουν για να πάμε μαζί στο σχολείο και κάθε μεσημέρι με γύριζαν στο σπίτι. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μόνη.
Υπήρξαν περιπτώσεις όπου αισθάνθηκες «ξένη»;
Μόνο μία φορά, από μια μάνα. Τη μητέρα αυτού του αγοριού που με βοήθησε να μάθω ελληνικά. Ήταν το αγόρι μου. Η μητέρα του, λοιπόν, δεν με ήθελε καθόλου. Έλεγε ότι είμαι από την Ουκρανία, άρα ελευθερίων ηθών. Και το έλεγε για ένα κορίτσι 14 ετών! Έκανε τα πάντα για να μας χωρίσει, μέχρι που τον κλείδωνε σπίτι. Εμείς ήμασταν μικρά παιδιά και ευτυχώς ερχόταν στο σχολείο, όπου ήμασταν αχώριστοι. Ήταν ένας παιδικός έρωτας.