Καλόκαρδη, λαοφιλής και αγαπημένη στον καλλιτεχνικό χώρο.
Αυτά είναι τα τρία χαρακτηριστικά που απέδιδαν για δεκαετίες οι συνάδελφοι της Νίτσας Μαρούδα σε εκείνη, η οποία από χθες το πρωί βρίσκεται στη γειτονιά των αγγέλων, μαζί με τον θίασο της Φίνος Φιλμ.
Από τον Νίκο Νικόλιζα
Δεν έχει τέλος ο μακρύς κατάλογος των αποχωρήσεων σπουδαίων καλλιτεχνών για το έτος 2022. Χθες το πρωί, λοιπόν, σε ηλικία 87 ετών, ακόμα μία μορφή του ελληνικού θεάτρου, του ελληνικού κινηματογράφου και της τηλεόρασης έφυγε από τη ζωή, από ανακοπή.
Ηταν το 2018 όταν η σπουδαία και ακριβοθώρητη Νίτσα Μαρούδα, μία από τις ηθοποιούς της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, που είχε εξαφανιστεί για περισσότερα από 40 χρόνια, αποφάσισε να μιλήσει στην «Espresso». Σε αυτή τη μοναδική συνέντευξη-ντοκουμέντο η ίδια ήταν απόλυτη τότε: Δεν ήθελε να δώσει πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή της και σε καμία περίπτωση να φωτογραφηθεί.
«Δεν πηγαίνω πουθενά. Αποφεύγω τα πάντα, γιατί δεν με ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι που λέγεται δημοσιότητα. Ο κύκλος της υποκριτικής τέχνης έχει κλείσει για μένα από τις αρχές του ’80» έλεγε τότε συγκινημένη, προσπαθώντας να θυμηθεί τα χρόνια της μεγάλης της δόξας. Στην καθημερινότητά της δεν έκανε πολλά πράγματα.
«Έχω μεγαλώσει, αγαπητό μου παιδί. Δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου έξω. Καμιά φορά βγαίνουμε με τον γαμπρό μου, τον Βαγγέλη (σ.σ.: Μεϊμαράκη), και την κόρη μου (σ.σ.: την Ιωάννα, που απέκτησε από τον γάμο της με τον Συμεών Κολοκοτά) για να ξεσκάσω και πάλι μέσα». Στις περισσότερες ταινίες ως ξανθιά ναζιάρα, με ένα δικό της καθαρά προσωπικό στιλ, έκανε μεγάλες επιτυχίες και για τους σκηνοθέτες ήταν απαραίτητη. «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» το 1960, «Ο κατήφορος» το 1961, «Δεσποινίς διευθυντής» το 1964, «Μια τρελή τρελή οικογένεια» το 1965 και τόσες άλλες ελληνικές ταινίες, που έκοψαν χιλιάδες εισιτήρια, την καθιέρωσαν στη συνείδηση του κόσμου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ελένη Μαρούδα και γεννήθηκε στην Πάτρα.
Και όπως έλεγε η ίδια, μιλώντας αποκλειστικά στην «Espresso», «από τα παιδικά μου χρόνια το θέατρο είχε μπει στην καρδιά μου και το υπηρέτησα πιστά μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οταν η κόρη μου παντρεύτηκε, είπα στον εαυτό μου “Νίτσα, στοπ” και σταμάτησα να παίζω. Το παρελθόν μου αυτό το έχω απαλείψει εντελώς. Και όταν λέω εντελώς, το εννοώ». Την προσωπική ζωή της η ηθοποιός την είχε κρατήσει καλά προστατευμένη… Παντρεύτηκε τον Συμεών Κολοκοτά, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, την Ιωάννα, που είναι παντρεμένη με τον πρώην πρόεδρο της Ν.Δ. Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξής τα λόγια της Νίτσας Μαρούδα δεν… προδίδουν καμία νοσταλγία γι’ αυτά που έζησε. «Δεν μου λείπει κανένας συνάδελφος. Κανένας! Οσο σκληρή και αν φαίνεται αυτή η απάντησή μου. Με όλους είχα μια συνεργασία. Τίποτα άλλο».
Της είχαμε επισημάνει τότε πως για όλους εμάς τους νεότερους που βλέπουμε τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες ηθοποιοί σαν κι εκείνη είναι μύθοι. «Ελα, καλέ. Τι μύθοι; Κάναμε μια δουλειά που ήταν μπροστά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τίποτα άλλο. Και θα σου πω κάτι, νεαρέ μου: Στη ζωή μου δούλεψα πάρα πολύ. Πήγαινα τουρνέ, ερχόμουν, γύριζα ταινίες, ξανάφευγα.
Ολη μου η ζωή ήταν ένα συνεχές ταξίδι με μια βαλίτσα. Δόξα τω Θεώ, όμως, όλα τα έφερε ο Παντοδύναμος όπως έπρεπε». Οσο για τις ταινίες οι οποίες της έδωσαν τη μεγαλύτερη ώθηση στην καριέρα της; «Θυμάμαι όλα αυτά που έπαιζα τότε, αλλά έχω κουραστεί και να τα βλέπω. Πόσες φορές να δεις τις ίδιες ταινίες; Πόσες φορές να γελάσεις και πόσες να συγκινηθείς; Οι εγγονές μου όμως τις βλέπουν και με θαυμάζουν. Ομως εγώ πιστεύω πως απλά έκανα το καθήκον μου απέναντι στο επάγγελμά μου» έλεγε στην «Espresso» το 2018. Η κηδεία της θα γίνει σήμερα από το Νεκροταφείο Χαλανδρίου στις 16.30.