Από τον ΗΛΙΑ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ
«Μαγειρεύοντας με τον Ελβις», «Μια μέλισσα τον Αύγουστο», «Εντιμότατοι κερατάδες»… Η καλλιτεχνική διαδρομή του Αντώνη Λουδάρου μετράει πλέον σχεδόν 35 χρόνια, με μεγάλες επιτυχίες, αλλά και πολλές δυσκολίες, όπως παραδέχεται ο ίδιος στις εξομολογήσεις του στη σημερινή «Espresso», αφού «η δουλειά του ηθοποιού θέλει γερό στομάχι και ατσάλινο χαρακτήρα». Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Αντρες με τα όλα τους», που «σπάει ταμεία» στο θέατρο «Βέμπο», και παράλληλα παίζει στο σίριαλ «Αόρατοι» του Cosmote TV.
Είναι αλήθεια ότι γεννήθηκες τόσο μεγάλο μωρό που έγινες θέμα στις ειδήσεις;
Αλήθεια είναι – γεννήθηκα έξι κιλά περίπου! Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου μού είχε πει ότι μεταδόθηκε ως είδηση στο ραδιόφωνο της εποχής.
Πώς ήταν να μεγαλώνεις σε πολύτεκνη οικογένεια με επτά παιδιά κι εσύ να είσαι ο μικρότερος;
Ωραίο, γιατί ένιωθα πάντα ότι είχα την προσοχή τους. Τα αδέλφια μου με φρόντιζαν κι εγώ τα θαύμαζα. Γενικά έχω πολύ όμορφες εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια μαζί τους.
Πώς διαχειρίστηκες την απώλεια της μητέρας σου πριν ακόμη μπεις στην εφηβεία;
Οταν «έφυγε» η μητέρα μου πήγαινα στην Α’ Γυμνασίου. Τα δυο τρία πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, με πολλές αλλαγές, μεταξύ των οποίων και κατοικίας. Ωστόσο, επειδή πήρα πολλή αγάπη και ενδιαφέρον από τους γύρω μου, όλο αυτό «λείανε» με τον καιρό και έγινε πιο εύκολο. Μου έδωσαν πολλή προσοχή και τρυφερότητα τα αδέλφια μου και η θεία μου, η οποία και με ανέλαβε τελικά, γιατί ήταν ανύπαντρη. Πήγα σπίτι της και, όταν ενηλικιώθηκα, με υιοθέτησε κιόλας. Ηταν κάτι που αποφασίσαμε μαζί στα 18 μου χρόνια.
Στο καλλιτεχνικό μονοπάτι ποιος σε έβαλε;
Ο εαυτός μου. Ηταν ένας τρόπος διαφυγής για μένα τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Ξεκίνησε στο σχολείο όλο αυτό, με τις γιορτές, τα ποιήματα, τα σκετς. Αργότερα φτιάχτηκε μια θεατρική ομάδα στο λύκειο, και εκεί πια, πέρα από τους καθηγητές μου, που μου έλεγαν να ασχοληθώ, ένιωσα κι εγώ τη φυσική μου κλίση να μου «μιλάει». Ηταν μονόδρομος να δώσω εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού και να περάσω.
Δεν είναι εύκολο να μπεις στο Εθνικό. Τι θυμάσαι από τη μέρα που έδωσες εξετάσεις;
Μια συμβουλή ενός φίλου ηθοποιού που με είχε βοηθήσει λίγο με τα κείμενα. Μου είχε πει πως πρέπει να έχεις γερό στομάχι γι’ αυτή τη δουλειά, κι εγώ είχα συμπεράνει τότε ότι, OK, είναι μια δουλειά με δυσκολίες. Σήμερα, έπειτα από 35 χρόνια, καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοούσε: Πρέπει να έχεις ατσάλινο χαρακτήρα, να μπορείς να χειρίζεσαι πράγματα με δύναμη ψυχής, από μικρότητες μέχρι επιτυχίες. Δεν είναι εύκολος χώρος, έχει πολλές χαρές, αλλά και πάρα πολλές στενοχώριες. Ουσιαστικά πρέπει να «πουλήσεις» τον εαυτό σου, κι αυτό είναι δύσκολο. Επίσης, είναι πολύ κουραστικό να αποδεικνύεις συνέχεια ότι σωστά είσαι σε αυτή τη δουλειά.
Ο πρώτος σου ρόλος στο θέατρο ποιος ήταν;
Στην «Οπερα της Πεντάρας» του Ζυλ Ντασσέν, στο θέατρο «Αθήναιον», με ένα συγκλονιστικό επιτελείο πρωταγωνιστών: Λαζόπουλος, Καραμπέτη, Κώστας Καζάκος. Εγώ μόλις είχα τελειώσει τη σχολή και με επέλεξαν με οντισιόν. Εκεί με είδε ο Κώστας Τσιάνος και με πήρε -πάλι με οντισιόν- στους «Φοιτητές» που έκανε για το Θεσσαλικό Θέατρο. Η επόμενη πρόταση ήρθε πάλι από το Θεσσαλικό Θέατρο, να κάνουμε τη «Μαρία Πενταγιώτισσα» του Μποστ, μια παράσταση που έκανε τεράστια επιτυχία. Ετσι μπήκε το νερό στο αυλάκι, με πολλές δυσκολίες βέβαια. Σκέψου να έχεις κάνει επιτυχία και να μην ξέρεις μετά πώς να πας στην επόμενη δουλειά, να μη χτυπάει δηλαδή το τηλέφωνό σου. Και στο μεταξύ να πρέπει και να βιοποριστείς.
Τηλεοπτικά ξεκίνησες από την καθημερινή σειρά «Το γαλάζιο διαμάντι». Πώς ήταν η εμπειρία;
Τότε ήμουν στα… χαμένα. Πολύ χαρούμενος, αλλά και πολύ φοβισμένος να μην κάνω λάθος. Ηταν μια καθημερινή σειρά που δεν πήγε πολύ καλά και κάποια στιγμή σταμάτησε. Αργότερα ήρθε το σίριαλ «Μονάχους Μονάχους» με την Αννα Παναγιωτοπούλου και τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου, μετά το «Δεσποινίς Μαργαρίτα», πάλι με την Παναγιωτοπούλου. Την Αννα την αγαπάω πολύ. Και τη Μίρκα. Εχω δουλέψει όμορφα και με τις δύο, όπως και με τη συχωρεμένη Μίνα Αδαμάκη. Ωραίοι άνθρωποι, υψηλές ποιότητες, έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από αυτή τη γενιά ηθοποιών.
Ποιος από τους τηλεοπτικούς ρόλους σου ήταν ο πιο επιδραστικός στο κοινό;
Ακόμα και τώρα ο κόσμος μού λέει για τους «Εντιμότατους κερατάδες», που κάναμε μαζί με την Μπέττυ Μαγγίρα. Εκανε μεγάλη αίσθηση και επιτυχία όταν παίχτηκε το σίριαλ, κάτι στο οποίο δεν είχαμε δώσει τότε ιδιαίτερη σημασία. Η αξία της σειράς φάνηκε με τα χρόνια, από το πόσο καλή συντροφιά κρατούσε στον κόσμο.
Κεφάλαιο «σινεμά». Στα γυρίσματα ποιας ταινίας πέρασες καλύτερα;
Στο «Μια μέλισσα τον Αύγουστο». Ηταν μια τεράστια θεατρική επιτυχία του Θοδωρή Αθερίδη, που μεταφέραμε και στον κινηματογράφο με το ίδιο καστ. Δεν είχαμε αγωνία για τους ρόλους, γιατί τους είχαμε παίξει ήδη δύο χρόνια στο θέατρο, αλλά επρόκειτο για μια καινούργια συνθήκη. Περάσαμε περισσότερο από έναν μήνα πάνω στη θάλασσα γυρίζοντας την ταινία. Σίγουρα ήταν η καλύτερή μου εμπειρία στο σινεμά. Δεν έχω κάνει πολύ κινηματογράφο, κάποιες συμμετοχές μόνο. Θα ήθελα περισσότερο.
Μία από αυτές τις συμμετοχές ήταν στην «Ευτυχία», όπου έπαιξες τον Μάνο Χατζιδάκι. Το βρίσκεις ενδιαφέρον να υποδύεσαι αληθινά πρόσωπα;
Στην «Ευτυχία» πήγα απλά για κάποιες ώρες, είπα δυο ατάκες και έφυγα. Δεν θεωρώ ότι παίζω στην ταινία, απλώς συμμετέχω όσο πιο γλυκά μπορώ και με έναν ρόλο που προσπάθησα να προσεγγίσω με σεβασμό. Δεν είναι ζητούμενο για μένα να υποδύομαι αληθινά πρόσωπα, αλλά όποτε προκύπτει το κάνω με χαρά. Οταν έπαιζα στην παράσταση «Μαγειρεύοντας με τον Ελβις», στα ξεκινήματά μου σχεδόν, υποδυόμουν έναν άνθρωπο που ήταν τετραπληγικός και στη φαντασία των ηρώων σηκωνόταν από το κρεβάτι και έκανε το performing του Ελβις. Εψαξα πολύ τότε για να δω πώς θα τον προσεγγίσω ώστε να μοιάζω, είδα πολλά ντοκιμαντέρ για τον Ελβις, ήταν μια δική μου επιθυμία αυτό, για να πετύχει ο ρόλος. Και μου έλεγαν «μα, πόσο καλά τον έκανες!».
Τώρα πρωταγωνιστείς στην παράσταση «Αντρες με τα όλα τους» στο θέατρο «Βέμπο».
Το έργο αυτό, έτσι όπως το έχει δομήσει η Θέμις Μαρσέλου, η οποία μας σκηνοθετεί κιόλας, είναι μια ωραία κωμωδία φερμένη στο σήμερα. Δεν έχει σχέση δηλαδή με το έργο που είχε πρωτοανέβει πριν από δύο δεκαετίες περίπου στο θέατρο «Πόρτα», όπου είχα παίξει επίσης, ούτε με το άλλο ανέβασμά του, που είχε γίνει πριν από λίγα χρόνια στο θέατρο «Λαμπέτη». Σε τούτη τη διασκευή πάνω στο κείμενο των ξένων συγγραφέων υπάρχει μια φρέσκια πνοή, αφού είμαστε στο τώρα, στην εποχή μετά την πανδημία. Μια παρέα φίλων, που είναι απεγνωσμένοι οικονομικά, αποφασίζουν να ασχοληθούν με το στριπτίζ. Μπαίνοντας στη διαδικασία ωστόσο να δουν αν αξίζουν σε αυτό, βάζουν και τα δεδομένα της ζωής τους σε μια ζυγαριά. Διότι με ένα στριπτίζ δεν λύνεις και το πρόβλημα της ζωής σου, προς Θεού. Αν ήταν έτσι, θα το κάναμε όλοι. Είναι μια παράσταση εξαιρετικά αστεία και ταυτόχρονα συγκινητική.
Πάντως και στις τρεις βερσιόν του έργου που έχουμε δει στην Ελλάδα, το φινάλε δεν αλλάζει. Οι άντρες μένουν γυμνοί στην τελευταία σκηνή. Ντράπηκες;
Οταν έπαιζα στο έργο αυτό πριν από περίπου 20 χρόνια, στο θέατρο «Πόρτα», ένιωθα, νομίζω, πιο άνετα σε αυτή τη σκηνή. Τότε δεν υπήρχαν εξάλλου και τα social media. Φέτος, στο θέατρο «Βέμπο», έχω την αίσθηση ότι μου βγήκε πιο δύσκολα… Ενιωσα πιο αμήχανος και πιο εκτεθειμένος.
Ποιο είναι το πιο αστείο περιστατικό που σου έχει συμβεί στο σανίδι; Οχι μόνο φέτος, γενικά.
Δυο από τα πιο αστεία μού έχουν συμβεί φέτος, αφού στο φινάλε ο κόσμος ενθουσιάζεται πολύ. Ενα βράδυ βγαίνω και λέω «τώρα ήρθε η μεγάλη στιγμή, για σας και μόνο για σας θα τα βγάλουμε όλα». Και πετάγεται ένας κύριος: «Σιγά, μωρέ, τι θα κάνετε…» Του λέω: «Αλήθεια; Αν τολμάς, κάν’ το κι εσύ μαζί μας». Σε πληροφορώ, λοιπόν, ότι άρχισε να γδύνεται μαζί μας από τη θέση του. Γδύθηκε από τη μέση και πάνω και έγινε χαμός από τα γέλια και τα χειροκροτήματα, Στο φινάλε βέβαια τον ανεβάσαμε κι αυτόν στη σκηνή, χαιρετηθήκαμε, βγάλαμε φωτογραφίες. Μια άλλη μέρα, σχετικά πρόσφατα, μια κυρία ενθουσιάστηκε τόσο, που ανέβηκε πάνω στη σκηνή για να μας βάλει χρήματα μέσα στα εσώρουχα! Ηταν πάρα πολύ αστείο!
Φέτος «χτυπάς» και τηλεοπτικά, στους «Αόρατους», στο Cosmote TV.
Ναι, και χαίρομαι πολύ, γιατί είναι μια σειρά πολύ ιδιαίτερη και διαφορετική απ’ ό,τι άλλο έχω κάνει. Εχει πολύ χιούμορ, ωραίους και δομημένους χαρακτήρες. Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτή τη δουλειά. Πήγε εξαιρετικά στην πλατφόρμα, ενώ υπάρχει και μια σκέψη για δεύτερο κύκλο.
Τι θέλεις να πάρει μαζί του ο παλιός ο χρόνος;
Την τοξικότητα. Δεν τους θέλω τους τοξικούς ανθρώπους στη ζωή μου.
Τι θες να ευχηθείς για το 2023;
Θα ευχηθώ να μας δώσει περισσότερα χαμόγελα αυτή η χρονιά, το έχουμε μεγάλη ανάγκη αυτό. Νιώθω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια βαθιά λύπη μέσα μας, που πρέπει να φύγει για να συνεχίσουμε. Οσο κι αν περνάμε περιόδους με εξαιρετικές δυσκολίες, με πιο πρόσφατη την πανδημία, πρέπει να βρούμε το χαμόγελό μας για να πάμε μπροστά.